Τα κράτη που δεν αντιδρούν σε εξωτερικά ερεθίσματα, αργά ή γρήγορα χάνουν τη στρατηγική τους αξιοπιστία
Γράφει ο Μελέτης Μελετόπουλος
Στις παρούσες εξαιρετικά επικίνδυνες διεθνείς περιστάσεις, μην θεωρήσει κανείς εγγυημένη την γεωστρατηγική ασφάλεια του Ελληνικού κράτους. Στην Εγγύς Ανατολή η σύγκρουση μαίνεται, το χαλιφάτο έχει φτάσει στα όρια της τουρκικής επικράτειας, ενώ στην Δύση επαπειλούνται τρομοκρατικές επιθέσεις μείζονος κλίμακος.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Αλλά σύντομα θα σαρωθεί, όπως συνέβη σε όλες τις αντίστοιχες ιστορικές συγκυρίες. Εν τω μεταξύ η κοινωνία, τα μέση ενημέρωσης, οι γεωστρατηγικοί αναλυτές και όλοι οι σοβαροί άνθρωποι με επίγνωση της πραγματικότητας, πρέπει να ασχοληθούμε με τη διαμόρφωση της ενδεδειγμένης στάσης της χώρας μας απέναντι στη διεθνή κρίση.
Ας αφήσουμε προς το παρόν τα μεγάλα γεωπολιτικά διλήμματα στα οποία θα κληθεί και πάλι, όπως και στο παρελθόν, να απαντήσει η Ελλάδα. Και ας επικεντρωθούμε στο υπαρκτό ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής κρίσης με επίκεντρο την Κύπρο, που έχει αναζωπυρωθεί τις τελευταίες ημέρες.
Η Τουρκία ενδεχομένως να υποδαυλίσει μία κρίση στο Κυπριακό, ως μηχανισμό συσπείρωσης, αντιπερισπασμού, υπεραναπλήρωσης, ανάκτησης συνοχής και αυτοπεποίθησης ή και επίδειξης ισχύος.
Είθε οι τουρκικοί λεονταρισμοί να μείνουν λεονταρισμοί, αλλά αν η Τουρκία προχωρήσει σε πράξεις ωμής παραβίασης της εθνικής κυριαρχίας της Κύπρου, η Ελλάδα θα πρέπει να θυμάται τα εξής:
-
Πρώτον, ότι εξακολουθεί να είναι εγγυήτρια δύναμη σύμφωνα με την ιδρυτική συνθήκη της Κυπριακής Δημοκρατίας (Συνθήκη του Λονδίνου, 1960). Επειδή η κυβέρνηση δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της το 1974, βάσει του απαράδεκτου δόγματος Καραμανλή ότι «η Κύπρος κείται μακράν», δεν σημαίνει ότι καταργήθηκε η ιδιότητα του κράτους – εγγυητού.
-
Δεύτερον, ότι η Κύπρος αποτελεί αμιγές Ελληνικό έδαφος, κατοικείται από Έλληνες εδώ και χιλιάδες χρόνια και οποιαδήποτε μείωση της εθνικής της κυριαρχίας αποτελεί συρρίκνωση της εθνικής υπόστασης του ελληνικού έθνους.
-
Τρίτον, ότι η Κύπρος αποτελεί το σημαντικότερο γεωπολιτικό πλεονέκτημα του Ελληνισμού, διότι προσδίδει στον Ελληνισμό ως γεωπολιτικό – πολιτισμικό – εθνικό σύνολο βάθος προς ανατολάς και τεράστιο κύρος, που εκτείνεται από την Ιταλία μέχρι τη Συρία.
-
Τέταρτον, εφόσον η Ελλάδα είναι επιφορτισμένη με μέρος της Κυπριακής Εθνικής Άμυνας μέσω της ΕΛΔΗΚ, οποιαδήποτε ολιγωρία θα επέφερε την άμεση απαξίωση και μείωση του κύρους όχι μόνον της κυπριακής αλλά της ελλαδικής εθνικής άμυνας.
Γενικότερα, τα κράτη που δεν αντιδρούν σε εξωτερικά ερεθίσματα, αργά ή γρήγορα (γρήγορα σε περιόδους κρίσεων), χάνουν την στρατηγική τους αξιοπιστία, και «φινλανδοποιούνται» ή διολισθαίνουν σε πιο άμεσες μορφές υποτέλειας ή και υφίστανται εδαφικές απώλειες. Στην παρούσα δε συγκυρία, όπου στη νοτιο-ανατολική Μεσόγειο μαίνεται η σύγκρουση, δεν είναι απλό η Ελλάδα, ο ακρίτας του δυτικού κόσμου, να υποστεί έστω και οριακές απώλειες.
Οπότε: η Ελλάδα πρέπει να διακηρύξει ότι οποιαδήποτε έμπρακτη προσβολή της Κυπριακής εθνικής κυριαρχίας θα συναντήσει επίσης έμπρακτη ελληνική (ελλαδική και κυπριακή) αντίδραση. Ότι Ελλάδα και Κύπρος, δύο χώρες που δεν διεκδικούν απολύτως τίποτε από την Τουρκία, θα προασπίσουν όμως μέχρις εσχάτων την αξιοπρέπειά τους. Και ότι, το κυριότερο, το κόστος που θα υποστούν οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, σε περίπτωση που επιχειρήσουν να εισέλθουν στην σφαίρα της βίαιης κλιμάκωσης, θα είναι τόσο μεγάλο, ώστε θα είναι καλύτερα να μην το διανοηθούν και να παραμείνουν στη σφαίρα της διπλωματίας.
Αυτός ακριβώς θα πρέπει να είναι και ο άξονας που θα διέπει την αμυντική φιλοσοφία του ελληνικού κράτους. Αντίσταση, μακρά, επίμονη, γενικευμένη, τεχνοκρατικά σχεδιασμένη, με τεράστιο κόστος για τον αντίπαλο. Φυσικά με κατάλληλες συμμαχίες και ενεργοποίηση των φυσικών μας συμμάχων, κινητοποίηση της ομογένειας και της διεθνούς κοινής γνώμης.
Ευχόμενοι όλα αυτά να μην συμβούν, οργανώνουμε την Αποτροπή, που θα αποθαρρύνει τους αντιπάλους.