Το 1570 οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην κατεχόμενη από τους Βενετούς Κύπρο. Αφού κατέλαβαν τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο, το μαρτυρικό ελληνικό νησί πέρασε στον έλεγχό τους.
Στο μεταξύ με ενέργειες της Βενετίας ο πάπας και η Ισπανία είχαν συμφωνήσει να ενισχύσουν την Κύπρο. Για τον σκοπό αυτό είχε συγκεντρωθεί αξιόλογος χριστιανικός στόλος με 120 τουλάχιστον πολεμικά και 25.000 Ισπανούς στρατιώτες, ως αποβατική δύναμη, ο οποίος λίγο μετά την άλωση της Λευκωσίας είχε φτάσει στα νερά του Καστελόριζου.
Ο χριστιανικό στόλος όμως δεν κινήθηκε, αφήνοντας τους πολιορκημένους της Αμμοχώστου στην τύχη τους.
Οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την άφιξη του χριστιανικού στόλου και προ στιγμής εγκατέλειψαν την πολιορκία και ετοιμάστηκαν να αποχωρήσουν. Όταν όμως έμαθαν ότι ο χριστιανικός στόλος τελικά είχε αποχωρήσει αποθρασύνθηκαν περισσότερο και πολιόρκησαν στενότερα την πόλη.
Για καλό και για κακό όμως φόρτωσαν τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους σε ένα μεγάλο γαλεόνι, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Το γαλεόνι όμως τινάχθηκε έξαφνα στον αέρα και λάφυρα και αιχμάλωτοι εξαϋλώθηκαν. Λέγεται πως η κόρη του Κύπριου κόμη Ρουχιά, Αρνάλδα, κατόρθωσε να φτάσει στην πυριτιδαποθήκη του πλοίου και να βάλει φωτιά στην πυρίτιδα, προτιμώντας να γίνει ολοκαύτωμα, παρά να συνεχίσει να ατιμάζεται από τους Τούρκους.
Η πτώση της Αμμοχώστου και ο μαρτυρικός θάνατος των αιχμαλώτων ανδρών της φρουράς, εκ των οποίων τα 2/3 ήσαν Έλληνες, προκάλεσε επιτέλους την αφύπνιση της πολιτισμένης Δύσεως.
Μπροστά στο μέγεθος της τουρκικής θηριωδίας ο Ισπανός βασιλιάς, ο πάπας, οι ιππότες του Αγίου Ιωάννη, η Βενετία και ο δούκας της Τοσκάνης, συνομολόγησαν την Ιερά Συμμαχία κατά των Τούρκων. Οι Ενετοί, είχαν άλλωστε ήδη αρχίσει επιχειρήσεις κατά των Τούρκων, σε άλλα μέρη της Ελλάδος, σε μια μάταια προσπάθεια να ελαττώσουν την εχθρική πίεση στην Κύπρο.
Έτσι ενετικός στόλος, υπό την εποπτεία του Έλληνα Εμμανουήλ Μόορμόρη, κατέλαβε το φρούριο του Σοποτού στη Βόρεια Ήπειρο. Η κατάληψη του φρουρίου οδήγησε αυτόματα σε νέα εξέγερση των αδούλωτων Χειμμαριωτών κατά των Τούρκων.
Παρά την αποτυχία των Ενετών να καταλάβουν το φρούριο του Μαργαριτίου, η επανάσταση στην Ήπειρο δεν έσβησε. Αντίθετα φούντωσε και υπό τον οπλαρχηγό Μανώλη, εξαπλώθηκε και σε άλλα μέρη της Ηπείρου.
Αλλά και στη Μάνη, μόλις έφτασε στο Πόρτο Κάγιο ενετικός στολίσκος, οι Μανιάτες αμέσως ξεσηκώθηκαν και με τη συνδρομή των ενετικών ναυτικών πυροβόλων κατέλαβαν το τουρκικό κάστρο του Πόρτο Κάγιο.
Παράλληλα με τους Έλληνες, με τη συνδρομή των Ενετών, εξεγέρθηκαν και οι Μαυροβούνιοι.
Στο μεταξύ ο ενωμένος τουρκικός στόλος με επικεφαλής τον Ουλούτς Αλή πασά, αποτελούμενος από 300 πλοία (200 γαλέρες και 100 φούστες), έκανε την εμφάνισή του στο Αιγαίο και τελικά έφτασε στην Κρήτη. Οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στη Σούδα και επιχείρησαν να εισχωρήσουν στο εσωτερικό του νησιού καίγοντας και λεηλατώντας, αλλά με έξυπνο κλεφτοπόλεμο οι Κρητικοί τους απέκρουσαν.
Ο Ουλούτς, έχοντας χάσει σχεδόν 4.000 άνδρες αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Για εκδίκηση οι Τούρκοι επιτέθηκαν στα Κύθηρα και αφάνισαν τον πληθυσμό τους. Κατόπιν ο Ουλούτς Αλή πασάς, επιτέθηκε στην Ζάκυνθο. Την κρίσιμη κατάσταση αντιμετώπισε με ψυχραιμία ο Ενετός διοικητής του νησιού Παύλος Κονταρίνι, ο οποίος συγκέντρωσε τούς κατοίκους στο κάστρο της χώρας, αλλά παράλληλα έστειλε ένα επίλεκτο σώμα 130 Ελλήνων ελαφρών ιππέων να καταπονούν του Τούρκους με συνεχείς επιδρομές.
Οι έμπειροι αυτοί πολεμιστές επέτυχαν πράγματι αποτελέσματα δυσανάλογα του αριθμού τους, καταπονώντας αφάνταστα τους Τούρκους και υποχρεώνοντάς τους να εγκαταλείψουν το νησί, ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα προσβολής του κάστρου.
Ο Ουλούτς επιτέθηκε κατόπιν στην Κεφαλονιά, από όπου αποχώρησε με 6.000 όμως Έλληνες αιχμαλώτους, αμάχους. Κατόπιν έπλευσε προς την Κέρκυρα. Ο Εμμανουήλ Μόρμορης, ο οποίος ήταν επικεφαλής τμήματος Πελοποννήσιων στρατιωτών, άφησε τους Τούρκους να αποβιβαστούν και να προχωρήσουν στα ενδότερα. Εκεί τους έστεισε ενέδρα με τους άνδρες του και τους αφάνισε κυριολεκτικά.
Μόνο οι αιχμάλωτοι Τούρκοι απέμειναν ζωντανοί, μεταξύ των οποίων και ο αρχηγός του αποσπάσματος Χασάν.
Παρά την ήττα ο Ουλούτς επιχείρησε και νέα απόβαση, λίγες μέρες αργότερα, αλλά και πάλι οι 400 Έλληνες και οι Βενετοί στρατιώτες του σώματος του Έλληνα αξιωματικού του ενετικού στρατού Φιλίππου Ρογκόνη τους κράτησαν τόσο όσο χρειάστηκε για να σπεύσουν οι Κερκυραίοι αρκεβουζιοφόροι πολιτοφύλακες στο πεδίο της μάχης. Τότε όλοι μαζί επιτέθηκαν στους Τούρκους και τους εξόντωσαν. Με μικροεπιχειρήσεις κύλησε όλο το διάστημα ως το 1571, οπότε και οι ενωμένοι χριστιανικοί στόλοι συναντήθηκαν με τον οθωμανικό έξω από τις Εχινάδες νήσους και τον κατέστρεψαν στη λεγομένη
ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Στη
ναυμαχία αυτή δυστυχώς χύθηκε άφθονο το ελληνικό αίμα, αφού είτε εκούσια (χριστιανικός στόλος), είτε ακούσια (σκλάβοι κωπηλάτες στον τουρκικό στόλο) δεκάδες χιλιάδες Έλληνες πολέμησαν στη ναυμαχία. Ανάμεσα στα χριστιανικά πλοία πολλά ήταν ελληνικά με Έλληνες κυβερνήτες και φυσικά πληρώματα.
Επρόκειτο κυρίως για πλοία από τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές και κυρίως την Κρήτη και τα Επτάνησα. Ονομαστού Έλληνες κυβερνήτες ήσαν οι : Αντωνίος Ευδαιμονογιάννης, Χριστοφόρος Κοντοκάλης, Γεωργίος Καλλέργης, Στυλιανός Χαλκιόπουλος, Μιχαήλ Βιραμάνος, Δανιήλ Καλαφάτης, Αλέξιος Βιζαμάνος, Μαρίνος Σγούρος, Ανδρέας Καλλέργης, Πέτρος Μπούας (ή Μπουγάς), Εμμανουήλ Μορμόρης.
Στις 7 Οκτωβρίου 1571, οι δύο στόλοι βρέθηκαν τελικά αντιμέτωποι, έξω από τις Εχινάδες νήσους. Οι Τούρκοι διέθεταν 251 σκάφη (206 γαλέρες και 45 γαλιότες), επανδρωμένα με 31.500 στρατιώτες, διαθέτοντα 741 πυροβόλα. Οι χριστιανοί διέθεταν 208 πλοία (202 γαλέρες και 6 βαριές γαλεάσες), με 23.000 περίπου στρατιώτες και 1334 πυροβόλα. Η σύγκρουση ήταν τρομακτική, αλλά η τεχνική υπεροχή των Χριστιανών έγειρε τελικά υπέρ τους τις τύχες της ναυμαχίας.
Οι Τούρκοι συντρίφθηκαν, χάνοντας 187 πλοία τους. Οι Χριστιανοί έχασαν μόνο 17 πλοία, αλλά είχαν και 7.500 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο μετέπειτα διάσημος συγγραφέας του «Δον Κιχώτη», Μιχαήλ Θερβάντες, ο οποίος πληγώθηκε βαριά, δεχόμενος με δύο σφαίρες στο στήθος, και μια στο αριστερό του χέρι. Ήταν όμως περήφανος για τις πληγές του αυτές, πού τις είχε δεχθεί, όπως έλεγε, «στο πιο δοξασμένο γεγονός πού είδανε ποτέ ή θα δούνε οι αιώνες». Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και οι γενναίοι Έλληνες πλοίαρχοι Πέτρος Μπούγας, Στυλιανός Χαλκιόπουλος και Χριστ. Κοντοκάλης.