Η προκλητικότητα των Σκοπίων και η
υποχωρητικότητα της Ελλάδας
Το «σκοπιανό» πρόβλημα: Δυναμίτης στα θεμέλια της ειρήνης και της σταθερότητας στα Βαλκάνια
Του Δαμιανού Βασιλειάδη
Εκπαιδευτικού, συγγραφέα
«Η επίλυση της διαφοράς για την ονομασία είναι ευθύνη της ηγεσίας της πΓΔΜ και της Ελλάδας. Πιστεύω ότι το ζήτημα αυτό μπορεί να επιλυθεί ανά πάσα στιγμή. Χρειάζεται, ωστόσο, προσπάθεια και από τις δύο πλευρές και η ευθύνη είναι δική τους»
Φίλιπ Ρίκερ
Η δήλωση αυτή του πρεσβευτή των ΗΠΑ στα Σκόπια περί «επίλυσης της διαφοράς» εκφράζει με την πιο κυνική γλώσσα την θέληση των «άσπονδων ατλαντικών και υπερατλαντικών φίλων και συμμάχων μας» και τη διαχρονική υποχωρητικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να αποδεχτούν και μεταβάλουν τις αλυτρωτικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας επί της ελληνικής Μακεδονίας σε διμερείς διαφορές.
Με βάση τίνος διεθνούς δικαίου και ποιων διεθνών συνθηκών αναγορεύονται αυθαίρετα ως διαφορές οι επεκτατικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας Σκοπιανών, Τούρκων, Αλβανών;
Γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις αναγνωρίζουν και αποδέχονται ως διαφορές τις ως άνω αναφερόμενες διεκδικήσεις των γειτόνων μας; Με ποιο δικαίωμα ένα ξένος (στην περίπτωσή μας η π.ΓΔΜ) απαιτεί μερίδιο από την εθνική μας κληρονομιά, πλαστογραφώντας βάναυσα την ιστορία μας;
Δεν μπορεί να υπάρξει λύση, αν δεν υπάρχει εθνολογικός προσδιορισμός των Σλάβων στο όνομα και δεν συμφωνηθεί το όνομα της εθνότητας, υπηκοότητας και γλώσσας, ώστε να μην υποκλέπτεται η ιστορία και ο πολιτισμός των Μακεδόνων, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κληρονομιάς της πατρίδας μας.
Η Ελληνική αναγνώριση θα νομιμοποιήσει την κλοπή της ιστορίας και του πολιτισμού των Μακεδόνων, όχι φυσικά αυτή των Αμερικανών, Ρώσων, Κινέζων.
Και αυτό θα γίνει, εφόσον τους αναγνωρίσουμε το όνομα ως «Μακεδόνες», απλό ή σύνθετο.
Τόσο απλό είναι το «σύνθετο» αυτό πρόβλημα.
Πώς εξηγείται ωστόσο η ενδοτικότητα (και υποχωρητικότητα) των ελληνικών κυβερνήσεων, που αγγίζει τα όρια της εθνικής προδοσίας;
Η ενδοτικότητα αυτή, που αφορά όλα τα κρίσιμα θέματα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας από την Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη, την Μακεδονία και την Ήπειρο, σχετίζεται άμεσα με την απεμπόληση από την ίδια την Ελλάδα της εθνικής της ανεξαρτησίας και των αναφαίρετων κυριαρχικών της δικαιωμάτων, μέσω της λεγόμενης διολίσθησης, που σημαίνει ότι οι άλλοι διεκδικούν και κατοχυρώνουν σταδιακά τις απαιτήσεις τους ντε φάκτο (de facto), έως ότου κάποια στιγμή γίνουν και ντε γιούρε (de jure). Εγγράφουν δηλαδή υποθήκες στους διεθνείς οργανισμούς για τις διεκδικήσεις τους, που τελικά, αν δεν υπάρχει αντίδραση, αναγνωρίζονται από τη διεθνή γνώμη και τους διεθνείς οργανισμούς.
Με την αφασία και ενδοτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων διαμορφώνουν οι γείτονές μας τον «μακεδονισμό τους στα σχολεία, οπότε έρχονται μετά οι καλοθελητές και λένε το γνωστό υποκριτικό τους επιχείρημα: «Τι να κάνουμε τώρα. δύο γενιές ανατράφηκαν με τον «μακεδονισμό αυτόν», Δεν μπορούμε παρά να τους αναγνωρίσουμε ως «Μακεδόνες». Το ίδιο άρχισε αντιστοίχως να καλλιεργείται και στα αλβανικά σχολεία, όπου οι μαθητές διδάσκονται ότι η Ήπειρος (Τσαμουριά γι’ αυτούς) είναι αλβανική.
Η εκχώρηση σε ξένους κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας μας, γιατί περί αυτού πρόκειται, αφορά διαχρονικά όλες τις κυβερνήσεις, από τότε που δημιουργήθηκε το πρόβλημα και πήρε διαστάσεις, με κίνδυνο τον ακρωτηριασμό της χώρας μας.
Πρέπει να συνειδητοποιήσει ο Έλληνας πολίτης ότι δεν πρόκειται για άγνοια, επιπολαιότητα, λάθη ή ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά για συνειδητή επιλογή του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας που επεκράτησε στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο πόλεμο και δημιούργησε τις συνθήκες υπακοής και υποταγής στα κελεύσματα των ατλαντικών και υπερατλαντικών «άσπονδων φίλων και συμμάχων» μας, με απώτερο στόχο την συμμετοχή στην προβλεπόμενη λεία.
Ελληνικές κυβερνήσεις είναι αυτές που ακύρωσαν τις αποφάσεις του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών το 1992, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την μη αναγνώριση των Σκοπίων ως «Μακεδονία».
Το πρόβλημα ξεκινάει από παλιά και έχει σχέση με τις κατά καιρούς πανσλαβιστικές επιδιώξεις της τσαρικής Ρωσίας, της πρώην ΕΣΣΔ και των άλλων σλαβικών γειτονικών λαών, για έξοδο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Συγκεκριμένη μορφή πήρε η πολιτική αυτή με την σκόπιμη δημιουργία από τον στρατάρχη Τίτο της λεγόμενης «Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», ενώ η περιοχή προηγουμένως ονομαζόταν Βαρντάρσκα, που στόχο είχε την μελλοντική και, εφόσον το επέτρεπαν οι συνθήκες, δημιουργία της «Μακεδονίας του Αιγαίου», που περιλάμβανε όλη την ελληνική Μακεδονία, παρ’ όλο που γνώριζε ο ίδιος ότι η Μακεδονική ταυτότητα, πολιτιστικά, εθνικά και ιστορικά, ανήκει αποκλειστικά στον Ελληνισμό και είναι διαχρονικά ταυτισμένη μαζί του.
Έκτοτε παραμένει μόνιμος και σταθερός στόχος αυτού του νεοπαγούς κρατιδίου η επέκτασή του προς Νότο με αλλαγή του ονόματός του από Βαρντάρσκα σε «Μακεδονία».
Κλειδί ερμηνείας της ενδοτικής στάσης των ελληνικών κυβερνήσεων αποτελεί το γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη (ελληνικό κεφάλαιο), που επεκράτησε μετά την ηρωική εθνική αντίσταση, παρασιτική, κομπραδόρικη και δωσιλογική καθώς είναι, υπακούει στις εντολές των κυρίων της, εντός και εκτός Ελλάδας.
Αυτό είναι το κλειδί ερμηνείας για την υποχωρητικότητά της.
Υποτάχτηκε δηλαδή στις επιταγές του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου, που μετεξελίχτηκε, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, σε παγκόσμιο, νεοφιλελεύθερο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, με σκοπό τη συμμετοχή της, ως φτωχού ή πλούσιου συγγενή, στα απορρέοντα κέρδη.
Πολύ χαρακτηριστικά περιγράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου τη φύση αυτού του κεφαλαίου και την εξάρτηση του από το μονοπωλιακό κεφάλαιο των ΗΠΑ:
«Στις χώρες που βρίσκονται στο περιθώριο του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ντόπια μεγαλοαστική τάξη, υποτελής, δορυφορική και διαβρωμένη από το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, όσες αντιδικίες κι αν έχει μαζί του, στα κρίσιμα θέματα θα μιλήσει με τη “φωνή του κυρίου της”».
Με την έννοια αυτή για την αστική τάξη δεν παίζει κανένα ρόλο το θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας και της κατοχύρωσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των δημόσιων και ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων της πατρίδας μας.
Η πατρίδα για τους πολιτικούς εκφραστές αυτού του συγκροτήματος εξουσίας, που εκπορεύεται κυρίως από το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, αποτελεί εμπόρευμα, όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα. Η επίκληση του έθνους και της πατρίδας είναι σκέτος φαρισαϊσμός, κάτω από τον οποίο υποκρύπτονται άνομα συμφέροντα. Στην πολιτική αυτή συμπράττουν δυστυχώς και άλλες δυνάμεις από τον δεξιό και αριστερό χώρο, που με τον λανθασμένο τους κοσμοπολίτικο «διεθνισμό» υπηρετούν τις εθνικιστικές και σοβινιστικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας, θεωρώντας ότι μ’ αυτή τους τη στάση αντιπαλεύουν τον εθνικισμό της ελληνικής αστικής τάξης. Αποτελούν στην ακραία τους μορφή τους «χρήσιμους ηλιθίους» του συστήματος.
Συνεπώς το πρόβλημα γι’ αυτές τις δυνάμεις, που απεργάζονται το κακό της Ελλάδας, είναι θέμα συναλλαγής και υπολογισμού των κερδών από τις μεταξύ τους σχέσεις. Αυτό συμβαίνει στην Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη, τη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου πρόσφατα αναδεικνύονται, εντατικότερα από το παρελθόν, διεκδικήσεις και της Αλβανίας επί ελληνικού εδάφους (Τσαμουριά).
Από ελληνικής πλευράς, όχι μόνο δεν υπάρχει αντίδραση, αλλά απεναντίας έμμεση ενίσχυση της επεκτατικής πολιτικής των γειτόνων μας, κατ’ εντολή των εξωθεσμικών κέντρων, παρ’ όλο που είναι γνωστό ότι η μακεδονική ταυτότητα, πολιτιστικά, εθνικά και ιστορικά, ανήκει αποκλειστικά στον Ελληνισμό και είναι διαχρονικά ταυτισμένη μαζί του.
Πολλοί πιστεύουν ότι το όνομα δεν παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά η εθνότητα και η γλώσσα. Παραγνωρίζουν σκόπιμα ή αγνοούν εγκληματικά οι παράγοντες αυτοί ότι, σύμφωνα με τη μοντέρνα θεωρία των παγκοσμιοποιημένων πολυπολιτισμικών κύκλων και των θεωρητικών τους «υπαλλήλων», όπως λέει ο Νίκος Πουλατζάς, το κράτος δημιουργεί και εθνότητα και γλώσσα και ιστορία. Ο ισχυρισμός τους είναι εκ του πονηρού.
Συνεπώς δίνουν το δικαίωμα στο κράτος των Σκοπίων, αφού αναγνωριστεί ως Μακεδονία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να διεκδικήσει, σύμφωνα με τα διεθνώς ειωθότα στους διεθνείς οργανισμούς, μακεδονική εθνότητα, μακεδονική γλώσσα και μακεδονική ιστορία.
Με την έννοια αυτή το όνομα «Μακεδονία», σύνθετο ή απλό, αποτελεί όχημα της αλυτρωτικής και επεκτατικής πολιτικής της κυβέρνησης των Σκοπίων, της σλαβικής επιβολής των Σκοπιανών κατά της ελληνικής Μακεδονίας. Χωρίς το όνομα Μακεδονία δεν μπορούν να έχουν εθνότητα, γλώσσα και ιστορία «μακεδονική». Ούτε είναι δυνατόν να διεκδικούν την ελληνική Μακεδονία. Αυτός είναι από τη μια ο λόγος της ανυποχώρητης επιμονής τους στο όνομα. Ο λόγος από την άλλη που δεν δέχονται τη σύνθετη ονομασία, οφείλεται στην πεποίθησή τους ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις θα υποχωρήσουν περεταίρω, κάτω από την πίεση των ΗΠΑ και της Γερμανίας και τώρα κάτω από το βάρος της οικονομικής κρίσης, ώστε εκτός από τη σύνθετη ονομασία να εξασφαλίσουν και την «μακεδονική» εθνότητα, γλώσσα και ιστορία.
Μια τέτοια λύση αποτελεί μη λύση και θα πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, γιατί δεν είναι δυνατόν να παραχωρήσουν με τη θέλησή τους οι Έλληνες την ελληνική Μακεδονία στους Σκοπιανούς.
Είναι αυτονόητο ότι ειρηνική συμβίωση των λαών της περιοχής και σχέσεις καλής γειτονίας, όπως την διατυμπανίζουν αριστερές δυνάμεις, κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν είναι δυνατή. Οποιαδήποτε εξάλλου υποχωρητικότητα στο όνομα σημαίνει αυτομάτως εθνική προδοσία.
Δεν μπορούν οι Έλληνες να «συνωστίζονται» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όπως «συνωστίζονταν», κατά την ρεπούσια έκφραση, οι Έλληνες στο λιμάνι της Σμύρνης.
Οι εθνικοί μειοδότες πρέπει να πληρώσουν και θα πληρώσουν, αν αποτολμήσουν να διαπράξουν αυτό το έγκλημα.
Δεν μπορούμε να ανεχθούμε να αποφασίζουν οι κυβερνόντες, οι εξωθεσμικοί παράγοντες και κάποιοι παγκοσμιοποιημένοι διεθνιστές για εμάς (τον ελληνικό λαό) χωρίς εμάς.
Η ελληνική πλευρά, θα έπρεπε να υποστηρίξει ευθύς εξ αρχής το αυταπόδεικτο, τουτέστιν ότι η Μακεδονία, είναι Ελληνική και ο όρος δεν είναι διαπραγματεύσιμος. Ως εκ τούτου δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί από άλλους. Και μιλάμε φυσικά για την ελληνική Μακεδονία.
Το πώς θα αποκληθεί το νέο κράτος τελικά είναι δικό τους θέμα και όσων τους στηρίζουν και όχι δικό μας. Οι ενδοτικές κυβερνήσεις μας δεν πράττουν ούτε το αυτονόητο. Ποιο δηλαδή. Απλούστατα να εγκαλέσουν τις κυβερνήσεις που έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια ως «Μακεδονία» να ακυρώσουν αυτή την αναγνώριση, σύμφωνα με τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, όπου όλοι τους αποδέχτηκαν την προσωρινή ονομασία FYROM, έως την τελική λύση. Δεν έπραξαν και δεν πράττουν τίποτε προς αυτή την κατεύθυνση.
Εμείς ως Έλληνες δε μπορούμε να συναινέσουμε οι ίδιοι στην πλαστογράφηση της ιστορίας μας, αποδεχόμενοι ονομασία του κράτους των Σκοπίων που θα περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία. Δεν δικαιούμεθα επίσης να προχωρήσουμε σε συμβιβασμό αποδεχόμενοι, ότι υπάρχει «μακεδονική εθνότητα» και «μακεδονική γλώσσα»;
Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να εκχωρήσει την κληρονομιά των Ελλήνων, χωρίς να ρωτήσει άμεσα τον Ελληνικό λαό;
Για τους ανωτέρω λόγους: Δεν αιτούμεθα αλλά απαιτούμε από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, να μην αναγνωρίσουν το κράτος των Σκοπίων ως Μακεδονία ή παράγωγά του. Σε διαφορετική περίπτωση να προβούν σε δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός για το εθνικό αυτό θέμα.
Με βάση τίνος διεθνούς δικαίου και ποιων διεθνών συνθηκών αναγορεύονται αυθαίρετα ως διαφορές οι επεκτατικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας Σκοπιανών, Τούρκων, Αλβανών;
Γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις αναγνωρίζουν και αποδέχονται ως διαφορές τις ως άνω αναφερόμενες διεκδικήσεις των γειτόνων μας; Με ποιο δικαίωμα ένα ξένος (στην περίπτωσή μας η π.ΓΔΜ) απαιτεί μερίδιο από την εθνική μας κληρονομιά, πλαστογραφώντας βάναυσα την ιστορία μας;
Δεν μπορεί να υπάρξει λύση, αν δεν υπάρχει εθνολογικός προσδιορισμός των Σλάβων στο όνομα και δεν συμφωνηθεί το όνομα της εθνότητας, υπηκοότητας και γλώσσας, ώστε να μην υποκλέπτεται η ιστορία και ο πολιτισμός των Μακεδόνων, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κληρονομιάς της πατρίδας μας.
Η Ελληνική αναγνώριση θα νομιμοποιήσει την κλοπή της ιστορίας και του πολιτισμού των Μακεδόνων, όχι φυσικά αυτή των Αμερικανών, Ρώσων, Κινέζων.
Και αυτό θα γίνει, εφόσον τους αναγνωρίσουμε το όνομα ως «Μακεδόνες», απλό ή σύνθετο.
Τόσο απλό είναι το «σύνθετο» αυτό πρόβλημα.
Πώς εξηγείται ωστόσο η ενδοτικότητα (και υποχωρητικότητα) των ελληνικών κυβερνήσεων, που αγγίζει τα όρια της εθνικής προδοσίας;
Η ενδοτικότητα αυτή, που αφορά όλα τα κρίσιμα θέματα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας από την Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη, την Μακεδονία και την Ήπειρο, σχετίζεται άμεσα με την απεμπόληση από την ίδια την Ελλάδα της εθνικής της ανεξαρτησίας και των αναφαίρετων κυριαρχικών της δικαιωμάτων, μέσω της λεγόμενης διολίσθησης, που σημαίνει ότι οι άλλοι διεκδικούν και κατοχυρώνουν σταδιακά τις απαιτήσεις τους ντε φάκτο (de facto), έως ότου κάποια στιγμή γίνουν και ντε γιούρε (de jure). Εγγράφουν δηλαδή υποθήκες στους διεθνείς οργανισμούς για τις διεκδικήσεις τους, που τελικά, αν δεν υπάρχει αντίδραση, αναγνωρίζονται από τη διεθνή γνώμη και τους διεθνείς οργανισμούς.
Με την αφασία και ενδοτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων διαμορφώνουν οι γείτονές μας τον «μακεδονισμό τους στα σχολεία, οπότε έρχονται μετά οι καλοθελητές και λένε το γνωστό υποκριτικό τους επιχείρημα: «Τι να κάνουμε τώρα. δύο γενιές ανατράφηκαν με τον «μακεδονισμό αυτόν», Δεν μπορούμε παρά να τους αναγνωρίσουμε ως «Μακεδόνες». Το ίδιο άρχισε αντιστοίχως να καλλιεργείται και στα αλβανικά σχολεία, όπου οι μαθητές διδάσκονται ότι η Ήπειρος (Τσαμουριά γι’ αυτούς) είναι αλβανική.
Η εκχώρηση σε ξένους κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας μας, γιατί περί αυτού πρόκειται, αφορά διαχρονικά όλες τις κυβερνήσεις, από τότε που δημιουργήθηκε το πρόβλημα και πήρε διαστάσεις, με κίνδυνο τον ακρωτηριασμό της χώρας μας.
Πρέπει να συνειδητοποιήσει ο Έλληνας πολίτης ότι δεν πρόκειται για άγνοια, επιπολαιότητα, λάθη ή ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά για συνειδητή επιλογή του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας που επεκράτησε στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο πόλεμο και δημιούργησε τις συνθήκες υπακοής και υποταγής στα κελεύσματα των ατλαντικών και υπερατλαντικών «άσπονδων φίλων και συμμάχων» μας, με απώτερο στόχο την συμμετοχή στην προβλεπόμενη λεία.
Ελληνικές κυβερνήσεις είναι αυτές που ακύρωσαν τις αποφάσεις του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών το 1992, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την μη αναγνώριση των Σκοπίων ως «Μακεδονία».
Το πρόβλημα ξεκινάει από παλιά και έχει σχέση με τις κατά καιρούς πανσλαβιστικές επιδιώξεις της τσαρικής Ρωσίας, της πρώην ΕΣΣΔ και των άλλων σλαβικών γειτονικών λαών, για έξοδο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Συγκεκριμένη μορφή πήρε η πολιτική αυτή με την σκόπιμη δημιουργία από τον στρατάρχη Τίτο της λεγόμενης «Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», ενώ η περιοχή προηγουμένως ονομαζόταν Βαρντάρσκα, που στόχο είχε την μελλοντική και, εφόσον το επέτρεπαν οι συνθήκες, δημιουργία της «Μακεδονίας του Αιγαίου», που περιλάμβανε όλη την ελληνική Μακεδονία, παρ’ όλο που γνώριζε ο ίδιος ότι η Μακεδονική ταυτότητα, πολιτιστικά, εθνικά και ιστορικά, ανήκει αποκλειστικά στον Ελληνισμό και είναι διαχρονικά ταυτισμένη μαζί του.
Έκτοτε παραμένει μόνιμος και σταθερός στόχος αυτού του νεοπαγούς κρατιδίου η επέκτασή του προς Νότο με αλλαγή του ονόματός του από Βαρντάρσκα σε «Μακεδονία».
Κλειδί ερμηνείας της ενδοτικής στάσης των ελληνικών κυβερνήσεων αποτελεί το γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη (ελληνικό κεφάλαιο), που επεκράτησε μετά την ηρωική εθνική αντίσταση, παρασιτική, κομπραδόρικη και δωσιλογική καθώς είναι, υπακούει στις εντολές των κυρίων της, εντός και εκτός Ελλάδας.
Αυτό είναι το κλειδί ερμηνείας για την υποχωρητικότητά της.
Υποτάχτηκε δηλαδή στις επιταγές του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου, που μετεξελίχτηκε, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, σε παγκόσμιο, νεοφιλελεύθερο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, με σκοπό τη συμμετοχή της, ως φτωχού ή πλούσιου συγγενή, στα απορρέοντα κέρδη.
Πολύ χαρακτηριστικά περιγράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου τη φύση αυτού του κεφαλαίου και την εξάρτηση του από το μονοπωλιακό κεφάλαιο των ΗΠΑ:
«Στις χώρες που βρίσκονται στο περιθώριο του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ντόπια μεγαλοαστική τάξη, υποτελής, δορυφορική και διαβρωμένη από το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, όσες αντιδικίες κι αν έχει μαζί του, στα κρίσιμα θέματα θα μιλήσει με τη “φωνή του κυρίου της”».
Με την έννοια αυτή για την αστική τάξη δεν παίζει κανένα ρόλο το θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας και της κατοχύρωσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των δημόσιων και ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων της πατρίδας μας.
Η πατρίδα για τους πολιτικούς εκφραστές αυτού του συγκροτήματος εξουσίας, που εκπορεύεται κυρίως από το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, αποτελεί εμπόρευμα, όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα. Η επίκληση του έθνους και της πατρίδας είναι σκέτος φαρισαϊσμός, κάτω από τον οποίο υποκρύπτονται άνομα συμφέροντα. Στην πολιτική αυτή συμπράττουν δυστυχώς και άλλες δυνάμεις από τον δεξιό και αριστερό χώρο, που με τον λανθασμένο τους κοσμοπολίτικο «διεθνισμό» υπηρετούν τις εθνικιστικές και σοβινιστικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας, θεωρώντας ότι μ’ αυτή τους τη στάση αντιπαλεύουν τον εθνικισμό της ελληνικής αστικής τάξης. Αποτελούν στην ακραία τους μορφή τους «χρήσιμους ηλιθίους» του συστήματος.
Συνεπώς το πρόβλημα γι’ αυτές τις δυνάμεις, που απεργάζονται το κακό της Ελλάδας, είναι θέμα συναλλαγής και υπολογισμού των κερδών από τις μεταξύ τους σχέσεις. Αυτό συμβαίνει στην Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη, τη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου πρόσφατα αναδεικνύονται, εντατικότερα από το παρελθόν, διεκδικήσεις και της Αλβανίας επί ελληνικού εδάφους (Τσαμουριά).
Από ελληνικής πλευράς, όχι μόνο δεν υπάρχει αντίδραση, αλλά απεναντίας έμμεση ενίσχυση της επεκτατικής πολιτικής των γειτόνων μας, κατ’ εντολή των εξωθεσμικών κέντρων, παρ’ όλο που είναι γνωστό ότι η μακεδονική ταυτότητα, πολιτιστικά, εθνικά και ιστορικά, ανήκει αποκλειστικά στον Ελληνισμό και είναι διαχρονικά ταυτισμένη μαζί του.
Πολλοί πιστεύουν ότι το όνομα δεν παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά η εθνότητα και η γλώσσα. Παραγνωρίζουν σκόπιμα ή αγνοούν εγκληματικά οι παράγοντες αυτοί ότι, σύμφωνα με τη μοντέρνα θεωρία των παγκοσμιοποιημένων πολυπολιτισμικών κύκλων και των θεωρητικών τους «υπαλλήλων», όπως λέει ο Νίκος Πουλατζάς, το κράτος δημιουργεί και εθνότητα και γλώσσα και ιστορία. Ο ισχυρισμός τους είναι εκ του πονηρού.
Συνεπώς δίνουν το δικαίωμα στο κράτος των Σκοπίων, αφού αναγνωριστεί ως Μακεδονία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να διεκδικήσει, σύμφωνα με τα διεθνώς ειωθότα στους διεθνείς οργανισμούς, μακεδονική εθνότητα, μακεδονική γλώσσα και μακεδονική ιστορία.
Με την έννοια αυτή το όνομα «Μακεδονία», σύνθετο ή απλό, αποτελεί όχημα της αλυτρωτικής και επεκτατικής πολιτικής της κυβέρνησης των Σκοπίων, της σλαβικής επιβολής των Σκοπιανών κατά της ελληνικής Μακεδονίας. Χωρίς το όνομα Μακεδονία δεν μπορούν να έχουν εθνότητα, γλώσσα και ιστορία «μακεδονική». Ούτε είναι δυνατόν να διεκδικούν την ελληνική Μακεδονία. Αυτός είναι από τη μια ο λόγος της ανυποχώρητης επιμονής τους στο όνομα. Ο λόγος από την άλλη που δεν δέχονται τη σύνθετη ονομασία, οφείλεται στην πεποίθησή τους ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις θα υποχωρήσουν περεταίρω, κάτω από την πίεση των ΗΠΑ και της Γερμανίας και τώρα κάτω από το βάρος της οικονομικής κρίσης, ώστε εκτός από τη σύνθετη ονομασία να εξασφαλίσουν και την «μακεδονική» εθνότητα, γλώσσα και ιστορία.
Μια τέτοια λύση αποτελεί μη λύση και θα πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, γιατί δεν είναι δυνατόν να παραχωρήσουν με τη θέλησή τους οι Έλληνες την ελληνική Μακεδονία στους Σκοπιανούς.
Είναι αυτονόητο ότι ειρηνική συμβίωση των λαών της περιοχής και σχέσεις καλής γειτονίας, όπως την διατυμπανίζουν αριστερές δυνάμεις, κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν είναι δυνατή. Οποιαδήποτε εξάλλου υποχωρητικότητα στο όνομα σημαίνει αυτομάτως εθνική προδοσία.
Δεν μπορούν οι Έλληνες να «συνωστίζονται» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όπως «συνωστίζονταν», κατά την ρεπούσια έκφραση, οι Έλληνες στο λιμάνι της Σμύρνης.
Οι εθνικοί μειοδότες πρέπει να πληρώσουν και θα πληρώσουν, αν αποτολμήσουν να διαπράξουν αυτό το έγκλημα.
Δεν μπορούμε να ανεχθούμε να αποφασίζουν οι κυβερνόντες, οι εξωθεσμικοί παράγοντες και κάποιοι παγκοσμιοποιημένοι διεθνιστές για εμάς (τον ελληνικό λαό) χωρίς εμάς.
Η ελληνική πλευρά, θα έπρεπε να υποστηρίξει ευθύς εξ αρχής το αυταπόδεικτο, τουτέστιν ότι η Μακεδονία, είναι Ελληνική και ο όρος δεν είναι διαπραγματεύσιμος. Ως εκ τούτου δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί από άλλους. Και μιλάμε φυσικά για την ελληνική Μακεδονία.
Το πώς θα αποκληθεί το νέο κράτος τελικά είναι δικό τους θέμα και όσων τους στηρίζουν και όχι δικό μας. Οι ενδοτικές κυβερνήσεις μας δεν πράττουν ούτε το αυτονόητο. Ποιο δηλαδή. Απλούστατα να εγκαλέσουν τις κυβερνήσεις που έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια ως «Μακεδονία» να ακυρώσουν αυτή την αναγνώριση, σύμφωνα με τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, όπου όλοι τους αποδέχτηκαν την προσωρινή ονομασία FYROM, έως την τελική λύση. Δεν έπραξαν και δεν πράττουν τίποτε προς αυτή την κατεύθυνση.
Εμείς ως Έλληνες δε μπορούμε να συναινέσουμε οι ίδιοι στην πλαστογράφηση της ιστορίας μας, αποδεχόμενοι ονομασία του κράτους των Σκοπίων που θα περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία. Δεν δικαιούμεθα επίσης να προχωρήσουμε σε συμβιβασμό αποδεχόμενοι, ότι υπάρχει «μακεδονική εθνότητα» και «μακεδονική γλώσσα»;
Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να εκχωρήσει την κληρονομιά των Ελλήνων, χωρίς να ρωτήσει άμεσα τον Ελληνικό λαό;
Για τους ανωτέρω λόγους: Δεν αιτούμεθα αλλά απαιτούμε από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, να μην αναγνωρίσουν το κράτος των Σκοπίων ως Μακεδονία ή παράγωγά του. Σε διαφορετική περίπτωση να προβούν σε δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός για το εθνικό αυτό θέμα.
Αν κι’ αυτό δεν γίνει, τότε καλούμε τον ελληνικό λαό να υπερασπιστεί την εθνική του ανεξαρτησία και τα κυριαρχικά του δικαιώματα, όπως επιτάσσει το άρθρο 120 του συντάγματος της χώρας.
1 Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη, Ελληνισμός, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα, Χειμώνας 2012-13, σ. 116-121.
2 Πρέσβης των ΗΠΑ στα Σκόπια.
3 Βλ. π.χ. τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, όπου παραχωρήθηκε η Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη στους Βουλγάρους.