Σκόρπιες Σκέψεις
Όταν κάποτε οι ΄Ελληνες πήγαιναν εθελοντές για να απελευθερώσουν αυτούς που οι σημερινοί άρχοντες, βολεμένοι στις πολυθρονάρες τους ξαναπαραδίνουν στη σκλαβιά.
Στρατής Μυριβήλης : από το «Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ»
Ο λοχαγός μου είναι ένας εξαίρετος αξιωματικός και τον αγαπώ. Είναι ο μόνος μόνιμος αξιωματικός απ’ όσους γνώρισα από κοντά, που τον αγαπώ και τον εχτιμώ χωρίς επιφύλαξη.
Ωστόσο δεν είναι άνθρωπος που τον απασχολεί πολύ η σκέψη. Είναι μονάχα ένας πολύ απλός και αγνός τύπος, σαν κορίτσι. Από κείνους τους ίσιους άντρες, ίσιους στο κορμί και στην ψυχή, που βγάζει κάπου – κάπου ακόμα η Κρήτη. Πιστεύει ολόψυχα στο επάγγελμά του και δεν τον βασανίζει καμιά αμφιβολία. Τον αγαπώ για την ειλικρίνειά του και ζηλεύω τη μονοκόμματη ψυχή του. Πιστεύει στον πόλεμο και στη στολή του σαν τον αδερφό μου. (Μια φορά πίστευα κι εγώ).
Μ’ αγαπά και κείνος και πασχίζει, όσο μπορεί να μου κάνει λιγότερο σκληρές τις μέρες του μαρτυρίου μου. Κάπου – κάπου με προσκαλεί και στ’ αμπρί του. Σαν νιώθω το πόδι καλύτερα σηκώνουμαι και φτάνω ως εκεί συρτά – συρτά. Είναι ένα αμπρί μεγαλείο. Περπατάς μέσα όρθιος. Πίνουμε τσάι, καπνίζουμε πολλά τσιγάρα πολυτελείας και συζητούμε οι δυο μας. Σαν δεν είναι άλλοι αξιωματικοί συζητούμε ολότελα ελεύτερα για το κάθε τι. Είναι ώρες ευτυχίας για μένα. Μια φορά τόνε ρώτησα αν πέρασε κατά τύχη ποτές από το μυαλό του η σκέψη, πως μπορεί μια χαρά, όλα αυτά τα «ιδανικά» που μας φέρανε μέσα σε τούτο τον Κάτω Κόσμο, νάναι κούφια, φουσκωμένα άντερα, με δίχως αξία απόλυτη. Τούπα πως μια φορά σκοτώνονταν έτσι συναμεταξύ τους οι άνθρωποι για θρησκευτικούς λόγους. Τούπα πως στο Βυζάντιο τη νύχτα μαχαιρώνονταν οι διάφορες παρτίδες γύρω σ’ ένα καλαμπούρι. Οι μισοί θέλαν «τον Υιόν ομοούσιον τω Πατρί», οι άλλοι μισοί τον προτιμούσαν «ομοιούσιον». Και να, μπηχτές στα σκοτεινά. Θα μπορούσε να το καταλάβει;
Γέλασε ολόκαρδα με όλα του τα δόντια, πούναι άσπρα, μεγάλα και γερά σα φρέσκες μυγδαλοσκελίδες.
Τούπα πως ύστερα από λίγα χρόνια, ίσως άλλοι θα γελούν έτσι για τους δικούς μας σκοτωμούς. Άλλοι που θα σκοτώνουνται για αντιπατριωτικά ιδανικά. Θα σκοτώνουνται και πάλι με ενθουσιασμό για τα καινούργια ιδανικά τους. Θάναι πάλι ο ίδιος αισχρός, ο πολύ παλιός πόλεμος κάτω από ολοκαίνουργιες σημαίες. Ίσως κιόλας να ξεκοιλιάζουνται τότες με ιερή μανία, λέγοντας: «σκοτώνουμε τον πόλεμο». Και γι’ αυτούς πάλι θα γελάσουν αργότερα άλλοι με το ίδιο κέφι.
Ωστόσο δεν είναι άνθρωπος που τον απασχολεί πολύ η σκέψη. Είναι μονάχα ένας πολύ απλός και αγνός τύπος, σαν κορίτσι. Από κείνους τους ίσιους άντρες, ίσιους στο κορμί και στην ψυχή, που βγάζει κάπου – κάπου ακόμα η Κρήτη. Πιστεύει ολόψυχα στο επάγγελμά του και δεν τον βασανίζει καμιά αμφιβολία. Τον αγαπώ για την ειλικρίνειά του και ζηλεύω τη μονοκόμματη ψυχή του. Πιστεύει στον πόλεμο και στη στολή του σαν τον αδερφό μου. (Μια φορά πίστευα κι εγώ).
Μ’ αγαπά και κείνος και πασχίζει, όσο μπορεί να μου κάνει λιγότερο σκληρές τις μέρες του μαρτυρίου μου. Κάπου – κάπου με προσκαλεί και στ’ αμπρί του. Σαν νιώθω το πόδι καλύτερα σηκώνουμαι και φτάνω ως εκεί συρτά – συρτά. Είναι ένα αμπρί μεγαλείο. Περπατάς μέσα όρθιος. Πίνουμε τσάι, καπνίζουμε πολλά τσιγάρα πολυτελείας και συζητούμε οι δυο μας. Σαν δεν είναι άλλοι αξιωματικοί συζητούμε ολότελα ελεύτερα για το κάθε τι. Είναι ώρες ευτυχίας για μένα. Μια φορά τόνε ρώτησα αν πέρασε κατά τύχη ποτές από το μυαλό του η σκέψη, πως μπορεί μια χαρά, όλα αυτά τα «ιδανικά» που μας φέρανε μέσα σε τούτο τον Κάτω Κόσμο, νάναι κούφια, φουσκωμένα άντερα, με δίχως αξία απόλυτη. Τούπα πως μια φορά σκοτώνονταν έτσι συναμεταξύ τους οι άνθρωποι για θρησκευτικούς λόγους. Τούπα πως στο Βυζάντιο τη νύχτα μαχαιρώνονταν οι διάφορες παρτίδες γύρω σ’ ένα καλαμπούρι. Οι μισοί θέλαν «τον Υιόν ομοούσιον τω Πατρί», οι άλλοι μισοί τον προτιμούσαν «ομοιούσιον». Και να, μπηχτές στα σκοτεινά. Θα μπορούσε να το καταλάβει;
Γέλασε ολόκαρδα με όλα του τα δόντια, πούναι άσπρα, μεγάλα και γερά σα φρέσκες μυγδαλοσκελίδες.
Τούπα πως ύστερα από λίγα χρόνια, ίσως άλλοι θα γελούν έτσι για τους δικούς μας σκοτωμούς. Άλλοι που θα σκοτώνουνται για αντιπατριωτικά ιδανικά. Θα σκοτώνουνται και πάλι με ενθουσιασμό για τα καινούργια ιδανικά τους. Θάναι πάλι ο ίδιος αισχρός, ο πολύ παλιός πόλεμος κάτω από ολοκαίνουργιες σημαίες. Ίσως κιόλας να ξεκοιλιάζουνται τότες με ιερή μανία, λέγοντας: «σκοτώνουμε τον πόλεμο». Και γι’ αυτούς πάλι θα γελάσουν αργότερα άλλοι με το ίδιο κέφι.