Του Χρήστου Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Ανακοινώθηκε τις τελευταίες μέρες ότι το Ισραήλ και η Τουρκία βρίσκονται σε προκαταρτική συμφωνία για εξομάλυνση των σχέσεών τους που προβλέπει την εκ νέου ανταλλαγή πρεσβευτών. Η συμφωνία προβλέπει ότι το Ισραήλ θα θεσπίσει ένα ταμείο για την χορήγηση αποζημιώσεων για τους θανάτους 10 Τούρκων υπηκόων, ο οποίοι επέβαιναν στο τουρκικό πλοίο Μαβί Μαρμαρά, που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα το 2010.
Η κίνηση αυτή δε συνιστά στρατηγική αλλαγή ούτε εκ μέρους της Τουρκίας ούτε και εκ μέρους του Ισραήλ. Πρόκειται για κίνηση τακτικής που επεβλήθη εξαιτίας της επ’ εσχάτων ρωσικής επέμβασης στη Μέση Ανατολή και εγγράφεται στην ίδια λογική τακτικής με την κίνηση του Ισραήλ να «απολογηθεί» στην Τουρκία το 2013. Εκείνη η απολογία έγινε προφορικώς από τηλεφώνου χωρίς να ακολουθήσει την πεπατημένη των διπλωματικών διατυπώσεων. Επιπλέον, ο Νετανιάχου δεν απολογήθηκε ούτε για το δικαίωμα του Ισραήλ να χρησιμοποιήσει βία, όταν έλαβε χώρα το επεισόδιο αλλά ούτε και για την άρνησή του να άρει τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας. Αυτές συνιστούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις τις οποίες ήγειρε η Τουρκία για την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών. Το Ισραήλ τότε επέλεξε να «μιλήσει» στην Τουρκία διότι η στρατηγική επιλογή Ομπάμα να απεμπλακεί σταδιακώς από τις εστίες σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή (γεωστρατηγική υποχώρηση) έχει εξουδετερώσει την προοπτική διεθνούς επέμβασης στη Συρία. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργούσε κενό ισχύος σε περίπτωση κατάρρευσης του καθεστώτος Άσαντ. Οι ΗΠΑ τότε επεδίωξαν η νέα τάξη που θα δημιουργηθεί να είναι προϊόν μίας Τουρκο-Ισραηλινής συνεννόησης και όχι μιας Τουρκο-Ρωσικής. Το Ισραήλ τότε είχε κάθε λόγο να ανησυχεί για την ασφάλεια των βορείων συνόρων του από το ενδεχόμενο πλήρους κυριαρχίας των ριζοσπαστικών ισλαμικών οργανώσεων στη μετά-Άσαντ εποχή. Σήμερα όμως ανησυχεί, γιατί τον έλεγχο των εξελίξεων στη Συρία παίρνει σταδιακώς η Ρωσία.
Το Ισραήλ, το οποίο μέχρι προσφάτως ευνοείτο από τις εξελίξεις στη Συρία, λόγω της παράτασης της κρίσης που αποδυνάμωνε και τον Άσαντ και τους Ισλαμιστές, παρακολουθεί τώρα αμήχανα τη Ρωσία να βάζει πόδι στη Συρία και ανησυχεί, λόγω του ότι ο σχεδιασμός της ασφάλειάς του είναι προσαρμοσμένος στη γεωστρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νέα κατάσταση, όπως διαμορφώνεται, προκαλεί σοβαρά διλήμματα στο εβραϊκό κράτος σε σχέση με την προσαρμογή του σε ένα νέο σύστημα ασφαλείας στην περιοχή, μέρος του οποίου θα είναι και η Ρωσία.
Για τη Ρωσία, η Συρία παρέχει το πλεονέκτημα για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων λόγω, αφενός μεν της ολοένα ενισχυόμενης εξάρτησης του καθεστώτος Άσαντ από τη ρωσική διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη, αφετέρου δε από την αποτυχία των δυτικών δυνάμεων να αναχαιτίσουν την επέλαση του Ισλαμικού Κράτους. Συνεπώς όσο πιο αποδυναμωμένη είναι η Συρία άλλο τόσο ενισχύεται ο ρόλος της Ρωσίας, καθώς επίσης και του Ιράν. Η προοπτική μίας σταδιακής αναβάθμισης του Ιράν στην Ανατολική Μεσόγειο είναι αρνητικό σενάριο για το Ισραήλ. Για τη Ρωσία, η επιβίωση του Άσαντ είναι περισσότερο ευθύνη και διακύβευμα παρά στρατηγικό κεφάλαιο. Η Ρωσία μπήκε σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος στη Συρία και θέλει να είναι σίγουρη ότι στο τέλος η σύγκρουση θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ της. Συνεπώς είτε με τον Άσαντ είτε με ένα νέο καθεστώς, αλλά με ελεγχόμενη από τους Ρώσους αποχώρηση του Άσαντ, η Μόσχα θέλει να είναι ο νικητής.
Σε βραχυπρόθεσμο χρονικό πλαίσιο η Ρωσία θα στηρίξει πλήρως τον Άσαντ. Μεσοπρόθεσμα όμως, αν σταθεροποιήσει την ισχύ της στη Συρία, δεν αποκλείεται να ενθαρρύνει τον Άσαντ να αποχωρήσει και να δρομολογήσει ελεγχόμενη πολιτική μετάβαση, είτε με δημοψήφισμα είτε με κάποιο διεθνές συνέδριο σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Με αυτό το παιγνίδι, επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην Ουάσιγκτον και αποδυναμώνει την ισχύ της στην περιοχή, αναδεικνύει το καθεστώς της παγκόσμιας πλέον υπερδύναμης (κάτι που είναι και προσωπική εμμονή του Πούτιν), θέτει εκτός τροχιάς την Τουρκία και την αφήνει να διαχειριστεί τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει και, τέλος, περιορίζει το ρόλο του Ιράν στην περιοχή, το οποίο δεν εμπιστεύεται τη Ρωσία, αφού υπάρχει ένα άλλο πεδίο με θέματα ανταγωνισμού μεταξύ των δύο κρατών.
Συνεπώς, η επέμβαση της Ρωσίας στη Συρία έχει περιορίσει το πεδίο γεωστρατηγικής δράσης της Τουρκίας και ταυτοχρόνως έθεσε το Ισραήλ σε διλήμματα ασφαλείας, ως προς την προσαρμογή του σ’ ένα νέο γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής. Αυτή η εξέλιξη έχει αναγκάσει τα δύο κράτη να αναζητήσουν τρόπο διπλωματικής επικοινωνίας, η οποία απεκόπη τα τελευταία χρόνια λόγω της εκατέρωθεν απόσυρσης των πρέσβεων. Αυτή την περίοδο ενδιαφέρει αμφότερα τα κράτη να μπορούν να επικοινωνούν παρακολουθώντας τις εξελίξεις.
Ενόσω η Τουρκία θα έχει σε μεγίστη προτεραιότητα στην εξωτερική της πολιτική την ισλαμική ατζέντα με σκοπό τη διεύρυνση του στρατηγικού της βάθους στη Μέση Ανατολή, δεν θα μπορεί να υπάρξει η παλαιά στρατηγική σύγκλιση μεταξύ των δύο κρατών και τέτοιες κινήσεις εξομάλυνσης των σχέσεών τους είναι τακτικοί ελιγμοί για να λύσουν μόνο προβλήματα του παρόντος.
http://mignatiou.com/
Η κίνηση αυτή δε συνιστά στρατηγική αλλαγή ούτε εκ μέρους της Τουρκίας ούτε και εκ μέρους του Ισραήλ. Πρόκειται για κίνηση τακτικής που επεβλήθη εξαιτίας της επ’ εσχάτων ρωσικής επέμβασης στη Μέση Ανατολή και εγγράφεται στην ίδια λογική τακτικής με την κίνηση του Ισραήλ να «απολογηθεί» στην Τουρκία το 2013. Εκείνη η απολογία έγινε προφορικώς από τηλεφώνου χωρίς να ακολουθήσει την πεπατημένη των διπλωματικών διατυπώσεων. Επιπλέον, ο Νετανιάχου δεν απολογήθηκε ούτε για το δικαίωμα του Ισραήλ να χρησιμοποιήσει βία, όταν έλαβε χώρα το επεισόδιο αλλά ούτε και για την άρνησή του να άρει τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας. Αυτές συνιστούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις τις οποίες ήγειρε η Τουρκία για την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών. Το Ισραήλ τότε επέλεξε να «μιλήσει» στην Τουρκία διότι η στρατηγική επιλογή Ομπάμα να απεμπλακεί σταδιακώς από τις εστίες σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή (γεωστρατηγική υποχώρηση) έχει εξουδετερώσει την προοπτική διεθνούς επέμβασης στη Συρία. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργούσε κενό ισχύος σε περίπτωση κατάρρευσης του καθεστώτος Άσαντ. Οι ΗΠΑ τότε επεδίωξαν η νέα τάξη που θα δημιουργηθεί να είναι προϊόν μίας Τουρκο-Ισραηλινής συνεννόησης και όχι μιας Τουρκο-Ρωσικής. Το Ισραήλ τότε είχε κάθε λόγο να ανησυχεί για την ασφάλεια των βορείων συνόρων του από το ενδεχόμενο πλήρους κυριαρχίας των ριζοσπαστικών ισλαμικών οργανώσεων στη μετά-Άσαντ εποχή. Σήμερα όμως ανησυχεί, γιατί τον έλεγχο των εξελίξεων στη Συρία παίρνει σταδιακώς η Ρωσία.
Το Ισραήλ, το οποίο μέχρι προσφάτως ευνοείτο από τις εξελίξεις στη Συρία, λόγω της παράτασης της κρίσης που αποδυνάμωνε και τον Άσαντ και τους Ισλαμιστές, παρακολουθεί τώρα αμήχανα τη Ρωσία να βάζει πόδι στη Συρία και ανησυχεί, λόγω του ότι ο σχεδιασμός της ασφάλειάς του είναι προσαρμοσμένος στη γεωστρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νέα κατάσταση, όπως διαμορφώνεται, προκαλεί σοβαρά διλήμματα στο εβραϊκό κράτος σε σχέση με την προσαρμογή του σε ένα νέο σύστημα ασφαλείας στην περιοχή, μέρος του οποίου θα είναι και η Ρωσία.
Για τη Ρωσία, η Συρία παρέχει το πλεονέκτημα για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων λόγω, αφενός μεν της ολοένα ενισχυόμενης εξάρτησης του καθεστώτος Άσαντ από τη ρωσική διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη, αφετέρου δε από την αποτυχία των δυτικών δυνάμεων να αναχαιτίσουν την επέλαση του Ισλαμικού Κράτους. Συνεπώς όσο πιο αποδυναμωμένη είναι η Συρία άλλο τόσο ενισχύεται ο ρόλος της Ρωσίας, καθώς επίσης και του Ιράν. Η προοπτική μίας σταδιακής αναβάθμισης του Ιράν στην Ανατολική Μεσόγειο είναι αρνητικό σενάριο για το Ισραήλ. Για τη Ρωσία, η επιβίωση του Άσαντ είναι περισσότερο ευθύνη και διακύβευμα παρά στρατηγικό κεφάλαιο. Η Ρωσία μπήκε σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος στη Συρία και θέλει να είναι σίγουρη ότι στο τέλος η σύγκρουση θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ της. Συνεπώς είτε με τον Άσαντ είτε με ένα νέο καθεστώς, αλλά με ελεγχόμενη από τους Ρώσους αποχώρηση του Άσαντ, η Μόσχα θέλει να είναι ο νικητής.
Σε βραχυπρόθεσμο χρονικό πλαίσιο η Ρωσία θα στηρίξει πλήρως τον Άσαντ. Μεσοπρόθεσμα όμως, αν σταθεροποιήσει την ισχύ της στη Συρία, δεν αποκλείεται να ενθαρρύνει τον Άσαντ να αποχωρήσει και να δρομολογήσει ελεγχόμενη πολιτική μετάβαση, είτε με δημοψήφισμα είτε με κάποιο διεθνές συνέδριο σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Με αυτό το παιγνίδι, επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην Ουάσιγκτον και αποδυναμώνει την ισχύ της στην περιοχή, αναδεικνύει το καθεστώς της παγκόσμιας πλέον υπερδύναμης (κάτι που είναι και προσωπική εμμονή του Πούτιν), θέτει εκτός τροχιάς την Τουρκία και την αφήνει να διαχειριστεί τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει και, τέλος, περιορίζει το ρόλο του Ιράν στην περιοχή, το οποίο δεν εμπιστεύεται τη Ρωσία, αφού υπάρχει ένα άλλο πεδίο με θέματα ανταγωνισμού μεταξύ των δύο κρατών.
Συνεπώς, η επέμβαση της Ρωσίας στη Συρία έχει περιορίσει το πεδίο γεωστρατηγικής δράσης της Τουρκίας και ταυτοχρόνως έθεσε το Ισραήλ σε διλήμματα ασφαλείας, ως προς την προσαρμογή του σ’ ένα νέο γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής. Αυτή η εξέλιξη έχει αναγκάσει τα δύο κράτη να αναζητήσουν τρόπο διπλωματικής επικοινωνίας, η οποία απεκόπη τα τελευταία χρόνια λόγω της εκατέρωθεν απόσυρσης των πρέσβεων. Αυτή την περίοδο ενδιαφέρει αμφότερα τα κράτη να μπορούν να επικοινωνούν παρακολουθώντας τις εξελίξεις.
Ενόσω η Τουρκία θα έχει σε μεγίστη προτεραιότητα στην εξωτερική της πολιτική την ισλαμική ατζέντα με σκοπό τη διεύρυνση του στρατηγικού της βάθους στη Μέση Ανατολή, δεν θα μπορεί να υπάρξει η παλαιά στρατηγική σύγκλιση μεταξύ των δύο κρατών και τέτοιες κινήσεις εξομάλυνσης των σχέσεών τους είναι τακτικοί ελιγμοί για να λύσουν μόνο προβλήματα του παρόντος.
http://mignatiou.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου