Η ανησυχία για την πρόκληση θερμού επεισοδίου ή αεροναυτικού ατυχήματος στο Αιγαίο, ως συνέπεια της κορύφωσης της τουρκικής προκλητικότητας, είναι βάσιμη και αποτελεί τμήμα μόνον της πολιτικής αστάθειας που εφαρμόζει στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής ο πρόεδρος Ρ. Τ. Ερντογάν.
Ωστόσο η εμπειρία των σχέσεων Αθήνας - Αγκυρας και η μεταβλητή του πολιτικού χαρακτήρα του Τούρκου προέδρου δεν επιτρέπουν τη διατύπωση μιας ή δύο προβλέψεων που θα ήταν επικρατέστερες άλλων. Η ελληνική πλευρά οφείλει ούτως ή άλλως να βρίσκεται σε υψηλή διπλωματική και στρατιωτική ετοιμότητα, αλλά πέραν αυτής θα ήταν λάθος τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας να αυτοπαγιδευτούν ή να παρασυρθούν από διάφορους δημοσιολογούντες που αναπαράγουν αντικρουόμενες θεωρίες.
Για παράδειγμα, δεν είναι ορθή η σύγκριση με την κρίση των Ιμίων, γιατί η Αγκυρα προσπαθεί μεν να καταστήσει γκρίζα ζώνη ακόμα και τις Οινούσσες, αλλά δεν υπάρχει καμία ομοιότητα με όσα προηγήθηκαν της πολεμικής έντασης του Ιανουαρίου 1996. Ούτε είναι δυνατόν εν έτει 2016 να αναπαράγεται η παλαιά θεωρία ότι όποτε η Τουρκία αντιμετωπίζει εσωτερική κρίση ή συγκρούσεις στα ανατολικά της, εξάγει την ένταση στο Αιγαίο προς αντιπερισπασμό.
Ολα αυτά ίσχυαν στην προ Ερντογάν εποχή, έως το 2002-3, ή όσο ο ίδιος «πούλαγε» ακόμα στη Δύση, έως το 2011-12, την εικόνα του μετριοπαθούς ηγέτη που θα γεφύρωνε το Ισλάμ με τη Δημοκρατία. Εκτοτε ο κ. Ερντογάν ενεπλάκη στην κρίση της Συρίας, ενίσχυσε ομάδες συνδεόμενες αρχικά με την Αλ Κάιντα και αργότερα με τον ISIS, ενώ (με ταυτόχρονο αυταρχισμό στο εσωτερικό) αναμειγνύεται και σε μια τεράστια περιοχή, από το Ιράκ μέχρι τη Λιβύη. Επομένως, αν κινηθεί στο Αιγαίο, δεν θα είναι προς πρόσκαιρη εξισορρόπηση άλλων κρίσεων, αλλά μια συνειδητή επιλογή ανοίγματος ακόμα ενός μετώπου επί μακρόν.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο για εμάς. Ο κ. Ερντογάν είναι ένας διεθνής παίκτης που, αν και η Τουρκία διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στην έδρα της Ατλαντικής Συμμαχίας. Το ίδιο συμβαίνει και στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά οι εταίροι, με την απόφαση της 18ης Μαρτίου 2016, προτίμησαν να εμπιστευτούν την ασφάλεια των συνόρων της Γηραιάς Ηπείρου στον κ. Ερντογάν!
Λόγω των λαθών της Γερμανίδας καγκελαρίου στο Μεταναστευτικό το καλοκαίρι του 2015 και του έκτοτε πανικού της, η Ε.Ε. ουσιαστικά αρκείται στον έλεγχο όσων περνούν από τα τουρκικά σύνορα και όσων κινούνται εντός της τουρκικής επικράτειας. Από κει και πέρα, κατά το κοινώς λεγόμενο, «μπάτε, σκύλοι, αλέστε» με την κατάργηση της βίζας εισόδου στην Ευρώπη και ας μετατεθεί το οξύτερο πρόβλημα στον επόμενο Γερμανό καγκελάριο και στους επόμενους προέδρους και πρωθυπουργούς των χωρών της Ευρώπης! Κάτι σαν την πολιτική Ζισκάρ Ντ' Εστέν που επέτρεψε το 1978 στις οικογένειες όλων των ξένων εργαζομένων να εισέλθουν στη Γαλλία, γεννώντας τα σημερινά προβλήματα μη αφομοίωσης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ή κάτι παρόμοιο με την πολιτική του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Γκένσερ, που διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία το 1991, προκαλώντας πολέμους στα Βαλκάνια για μια δεκαετία και μετατρέποντάς τα σε σχεδόν ανεξέλεγκτη περιοχή μέχρι σήμερα.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα δεδομένα, είναι ξεκάθαρο ότι η επόμενη ελληνοτουρκική κρίση δεν θα κριθεί μόνο στην καθεαυτή στρατιωτική πτυχή της, αλλά (προηγουμένως και μεταγενέστερα) και στη διπλωματική της διάσταση. Το πρώτο ορόσημο βρίσκεται κοντά, στα τέλη Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου (ή λίγο αργότερα, ανάλογα με αρκετά γραφειοκρατικά και πρακτικά θέματα), όταν κριθεί η συμφωνία της 18ης Μαρτίου για την κατάργηση της βίζας. Η εφαρμογή της (με εξαίρεση τις παράπλευρες, θετικές συνέπειες στον τουρισμό και την επιχειρηματικότητα) καθιστά σε μεγάλο βαθμό διάτρητα τα σύνορα της Ε.Ε., κλονίζοντας την ελληνική θέση. Αν τελικά η συμφωνία δεν εφαρμοστεί, είναι επίσης προβλέψιμη η άμεση ή μεσοπρόθεσμη οργισμένη αντίδραση Ερντογάν. Σε κάθε περίπτωση, ας προετοιμαζόμαστε.
Αλέξανδρος Τάρκας
Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Πηγή "Δημοκρατία"
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Ωστόσο η εμπειρία των σχέσεων Αθήνας - Αγκυρας και η μεταβλητή του πολιτικού χαρακτήρα του Τούρκου προέδρου δεν επιτρέπουν τη διατύπωση μιας ή δύο προβλέψεων που θα ήταν επικρατέστερες άλλων. Η ελληνική πλευρά οφείλει ούτως ή άλλως να βρίσκεται σε υψηλή διπλωματική και στρατιωτική ετοιμότητα, αλλά πέραν αυτής θα ήταν λάθος τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας να αυτοπαγιδευτούν ή να παρασυρθούν από διάφορους δημοσιολογούντες που αναπαράγουν αντικρουόμενες θεωρίες.
Για παράδειγμα, δεν είναι ορθή η σύγκριση με την κρίση των Ιμίων, γιατί η Αγκυρα προσπαθεί μεν να καταστήσει γκρίζα ζώνη ακόμα και τις Οινούσσες, αλλά δεν υπάρχει καμία ομοιότητα με όσα προηγήθηκαν της πολεμικής έντασης του Ιανουαρίου 1996. Ούτε είναι δυνατόν εν έτει 2016 να αναπαράγεται η παλαιά θεωρία ότι όποτε η Τουρκία αντιμετωπίζει εσωτερική κρίση ή συγκρούσεις στα ανατολικά της, εξάγει την ένταση στο Αιγαίο προς αντιπερισπασμό.
Ολα αυτά ίσχυαν στην προ Ερντογάν εποχή, έως το 2002-3, ή όσο ο ίδιος «πούλαγε» ακόμα στη Δύση, έως το 2011-12, την εικόνα του μετριοπαθούς ηγέτη που θα γεφύρωνε το Ισλάμ με τη Δημοκρατία. Εκτοτε ο κ. Ερντογάν ενεπλάκη στην κρίση της Συρίας, ενίσχυσε ομάδες συνδεόμενες αρχικά με την Αλ Κάιντα και αργότερα με τον ISIS, ενώ (με ταυτόχρονο αυταρχισμό στο εσωτερικό) αναμειγνύεται και σε μια τεράστια περιοχή, από το Ιράκ μέχρι τη Λιβύη. Επομένως, αν κινηθεί στο Αιγαίο, δεν θα είναι προς πρόσκαιρη εξισορρόπηση άλλων κρίσεων, αλλά μια συνειδητή επιλογή ανοίγματος ακόμα ενός μετώπου επί μακρόν.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο για εμάς. Ο κ. Ερντογάν είναι ένας διεθνής παίκτης που, αν και η Τουρκία διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στην έδρα της Ατλαντικής Συμμαχίας. Το ίδιο συμβαίνει και στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά οι εταίροι, με την απόφαση της 18ης Μαρτίου 2016, προτίμησαν να εμπιστευτούν την ασφάλεια των συνόρων της Γηραιάς Ηπείρου στον κ. Ερντογάν!
Λόγω των λαθών της Γερμανίδας καγκελαρίου στο Μεταναστευτικό το καλοκαίρι του 2015 και του έκτοτε πανικού της, η Ε.Ε. ουσιαστικά αρκείται στον έλεγχο όσων περνούν από τα τουρκικά σύνορα και όσων κινούνται εντός της τουρκικής επικράτειας. Από κει και πέρα, κατά το κοινώς λεγόμενο, «μπάτε, σκύλοι, αλέστε» με την κατάργηση της βίζας εισόδου στην Ευρώπη και ας μετατεθεί το οξύτερο πρόβλημα στον επόμενο Γερμανό καγκελάριο και στους επόμενους προέδρους και πρωθυπουργούς των χωρών της Ευρώπης! Κάτι σαν την πολιτική Ζισκάρ Ντ' Εστέν που επέτρεψε το 1978 στις οικογένειες όλων των ξένων εργαζομένων να εισέλθουν στη Γαλλία, γεννώντας τα σημερινά προβλήματα μη αφομοίωσης στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ή κάτι παρόμοιο με την πολιτική του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών Γκένσερ, που διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία το 1991, προκαλώντας πολέμους στα Βαλκάνια για μια δεκαετία και μετατρέποντάς τα σε σχεδόν ανεξέλεγκτη περιοχή μέχρι σήμερα.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα δεδομένα, είναι ξεκάθαρο ότι η επόμενη ελληνοτουρκική κρίση δεν θα κριθεί μόνο στην καθεαυτή στρατιωτική πτυχή της, αλλά (προηγουμένως και μεταγενέστερα) και στη διπλωματική της διάσταση. Το πρώτο ορόσημο βρίσκεται κοντά, στα τέλη Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου (ή λίγο αργότερα, ανάλογα με αρκετά γραφειοκρατικά και πρακτικά θέματα), όταν κριθεί η συμφωνία της 18ης Μαρτίου για την κατάργηση της βίζας. Η εφαρμογή της (με εξαίρεση τις παράπλευρες, θετικές συνέπειες στον τουρισμό και την επιχειρηματικότητα) καθιστά σε μεγάλο βαθμό διάτρητα τα σύνορα της Ε.Ε., κλονίζοντας την ελληνική θέση. Αν τελικά η συμφωνία δεν εφαρμοστεί, είναι επίσης προβλέψιμη η άμεση ή μεσοπρόθεσμη οργισμένη αντίδραση Ερντογάν. Σε κάθε περίπτωση, ας προετοιμαζόμαστε.
Αλέξανδρος Τάρκας
Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Πηγή "Δημοκρατία"
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου