}

11 Μαΐου, 2015

Το μέλλον των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και η επίσκεψη Κοτζιά στην Τουρκία

Του Γιώργου Δημητρακόπουλου  

Η επίσκεψη του Υπουργού των Εξωτερικών κ. Νίκου Κοτζιά στην Τουρκία και οι συνομιλίες που θα έχει εκεί έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θα αποτελέσουν αντικείμενο συζητήσεων και αναλύσεων, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες και διεθνείς θεσμούς των οποίων οι δύο χώρες είναι μέλη. Το ενδιαφέρον αυτό  εστιάζεται όχι μόνο στην  αποτίμηση της ως σήμερα πορείας των ελληνοτουρκικών σχέσεων  αλλά  και  με βάση την αποτίμηση αυτή,  στο ενδεχόμενο  επαναπροσδιορισμού  του πλαισίου και των επιμέρους πτυχών  που τις προσδιορίζουν, εννοείται όπου κριθεί απαραίτητο,   προκειμένου η εξέλιξη και η διαχείριση τους στο μέλλον  να έχει πιο «ορατά» αποτελέσματα.



Το ενδιαφέρον αυτό ενισχύθηκε και από την ερμηνεία που δόθηκε στην πρόσφατη δήλωση του κυρίου Κοτζιά για το Κυπριακό σχετικά με  την αλλαγή του καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων .Η συγκεκριμένη αναφορά , απόλυτα σωστή βέβαια, με δεδομένο το τι συνέπειες είχε ως σήμερα το καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων , συνιστά  νέα  προχωρημένη αντίληψη και οδήγησε στην διατύπωση του ερωτήματος  αν , κατ’αναλογία,  θα υπάρξει και νέα αντίστοιχη  αντίληψη για την μελλοντική πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Όσο αναγκαία και αν είναι, και είναι , η επίσκεψη αυτή γίνεται μέσα σε μία πολύ περιπεπλεγμένη και δύσκολη συγκυρία κυρίως  λόγω των εξελίξεων και της διαταραγμένης κατάστασης που έχει διαμορφωθεί  στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής , όπου παρατηρούνται αλλαγές παραδοσιακών συμμαχιών και όπου γεγονότα όπως η «Αραβική Άνοιξη» η κρίση στη Συρία και το Ιράκ η δημιουργία του ISIL  και ο εμφύλιος πόλεμος στην Υεμένη επηρέασαν σημαντικά το Αραβικό σύστημα κρατών.

Μέσα σε αυτή την συγκυρία, ‘όπως είναι γνωστό η σημερινή Τουρκία αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα στο εσωτερικό της που ανάγονται κυρίως στη σύγκρουση ανάμεσα  στην ισλαμική αντίληψη του Προέδρου Ερντογάν  και την λαϊκή   αντίληψη των απογόνων του Κεμαλικού  κατεστημένου.  Αν και οι εξελίξεις καταγράφουν αρκετές νίκες του Ερντογάν έναντι των αντιπάλων του, η αντιπαράθεση αυτή είναι ακόμα  υπαρκτή. Και τούτο γιατί η προσπάθεια του κ. Ερντογάν για τον μετασχηματισμό της Τουρκικής κοινωνίας προς ένα πιο Ισλαμικού τύπου μοντέλο διαβίωσης συνεχίζει ως ένα βαθμό να  συναντά τις αντιστάσεις ενός συστήματος που οικοδομήθηκε, τροφοδοτήθηκε και ισχυροποιήθηκε από το Κεμαλικό κατεστημένο. Αντιμετωπίζει επίσης η Τουρκία σημαντικά προβλήματα στις Διεθνείς της σχέσεις  λόγω απόψεων που έχει εκφράσει αλλά και λόγω επιλογών που έχει κάνει όπως για παράδειγμα η  διαλλακτική στάση της απέναντι στο ISIL  ή η απεριόριστη στήριξη των Σουνιτών Μουσουλμάνων, επιλογές που την έχουν φέρει σε αντιπαράθεση και με άλλες χώρες στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αλλά και έχουν οξύνει τις σχέσεις της με ισχυρές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, και η Ρωσία.

Έτσι η μελλοντική πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν περιορίζεται μόνο στο πλαίσιο των διμερών σχέσεων. Εκτείνεται και  στα πεδία των αντικατοπτρισμών των σχέσεων αυτών στις σχέσεις της Ελλάδας , με τη Ρωσία,  τις ΗΠΑ, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ  αλλά και τον ΟΗΕ και τον ICAO, σε μία περίοδο που το διεθνές σύστημα μέσα στο οποίο κράτη και διεθνείς οργανισμοί αναπτύσσουν τις δραστηριότητες τους, χαρακτηρίζεται από τον μετασχηματισμό των παραμέτρων που το οριοθετούν.

Στις σχέσεις με τη Ρωσία, αυτή την περίοδο κυριαρχεί η ενεργειακή διπλωματία  και το ενδιαφέρον και των δύο πλευρών και για τα θέματα των αγωγών  και  για την κατασκευή από την Ρωσία των εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας.  Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί και το ενδιαφέρον της  Ρωσίας για την απρόσκοπτη ναυσιπλοϊα μέσα από τα Στενά του Βοσπόρου αφού αυτή είναι η μόνη οδός για την κάθοδο των Ρωσικών πλοίων στη Μεσόγειο, ζήτημα στρατηγικής  σημασίας  για τους Ρώσους και όχι μόνο. Ενώ η  γεωγραφική θέση της Τουρκίας  ανέκαθεν  αποτελούσε,  για τη Ρωσία σημείο προσοχής και ενδιαφέροντος (αξίζει να υπενθυμισθεί εδώ η Αμερικανική βάση στο Ινσιρλίκ από την οποία αμερικανικά κατασκοπευτικά αεροσκάφη διεξήγαγαν την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου κατασκοπευτικές πτήσεις εναντίον της τότε Σοβιετικής Ένωσης),   η στάση της Τουρκίας πρώτα  στην κρίση στη Συρία, και στη συνέχεια απέναντι στο ISIL, αλλά και παλαιότερα σχετικά με το θέμα των Τατάρων στην Κριμαία, έχει ενοχλήσει τους Ρώσους. Παράλληλα θα πρέπει να υπενθυμιστεί η  διαχρονικά θετική στάση της Ρωσίας κυρίως στο Κυπριακό, γεγονός που η Τουρκία ποτέ δεν είδε με καλό μάτι.  

Με τις ΗΠΑ οι σχέσεις της Τουρκίας δοκιμάζονται. Κύριες αιτίες οι διαφορετικές αντιλήψεις για την αντιμετώπιση της κρίσης στη Συρία- η Τουρκία πίεσε τον πρόεδρο Ομπάμα για την ανάληψη χερσαίων επιχειρήσεων εναντίον του Ασσαντ-,  η απροθυμία των Τούρκων να συμμετέχουν πιο ενεργά στις επιχειρήσεις στο Ιράκ , απροθυμία που οφείλεται κυρίως  στην έντονη παρουσία και δραστηριότητα των Κούρδων μαχητών, αλλά και η τουρκική καχυποψία για τα μελλοντικά σχέδια των  Αμερικανών στην περιοχή. Οι πρώτοι προβληματισμοί ξεκίνησαν το 2006 όταν ο συνταγματάρχης των Αμερικανικών Μυστικών Υπηρεσιών  Ralf Peters  δημοσίευσε στην επίσημη εφημερίδα των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων ένα χάρτη (φωτογραφία πάνω) σχετικά με την προτεινόμενη  από τον ίδιο επαναχάραξη των συνόρων στη Μέση Ανατολή. Αν και διευκρινίστηκε ότι ο Χάρτης αυτός δεν απηχεί τις επίσημες απόψεις του Αμερικανικού Πενταγώνου, χρησιμοποιήθηκε για την εκπαίδευση Αμερικανών στρατιωτικών.  Συνεχίστηκαν δε όταν μερικά χρόνια αργότερα ο πρώην σύμβουλος του σημερινού Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ,  P. Galbraith δικηγόρος που σήμερα βρίσκεται στο «Ιρακινό Κουρδιστάν» έγραψε στις 17 Ιουνίου του 2014 άρθρο  στην ιστοσελίδα του  περιοδικού POLITICO τείνοντας ότι θα ήταν σωστό οι Κούρδοι του Ιράκ  να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους.

Οι προβληματισμοί αυτοί  έχουν σήμερα ενταθεί   μετά τις  γνωστές εξελίξεις και το κράτος του ISIL που πέραν άλλων οδήγησε και σε συζητήσεις  για τον πολιτικό «θάνατο» του Συμφώνου Sykes- Picot  που όπως είναι γνωστό ως σήμερα  προσδιόρισε  τα όρια των κρατών στη Μέση Ανατολή. Θα πρέπει βέβαια να υπενθυμιστεί εδώ ότι οι «τριγμοί» στις σχέσεις Τουρκίας- ΗΠΑ δεν μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ προσεγγίζουν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι, από το 1974 τουλάχιστον η  ίση μεταχείριση και των δύο ή ίσες αποστάσεις και από τους δύο. Σε στρατιωτικό επίπεδο η λογική αυτή  εκφράστηκε με τον όρο Στρατιωτική Ισορροπία στο Αιγαίο ( την περίοδο της παροχής στρατιωτικής βοήθειας ο όρος είχε κωδικοποιηθεί στο 7 προς 10). Στη λογική αυτή έχει σήμερα προστεθεί και η ενεργειακή διάσταση που εκφράζεται με την θέση των ΗΠΑ για συνεκμετάλλευση και με τη συμμετοχή της Τουρκίας των ενεργειακών  κοιτασμάτων και παράλληλα έχει γίνει αποδεκτή από τις ΗΠΑ η θέση που σε δηλώσεις του είχε διατυπώσει ο Ελληνας Υπουργός Εξωτερικών για την  Γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής το βασικό αμερικανικό θεσμικό χαρακτηριστικό που αφορά στην σχέση Αμερικανικού Κογκρέσσου με την Αμερικανική Κυβέρνηση και στον τομέα της Αμερικανικής Εξωτερικής πολιτικής. Και τούτο γιατί ιστορικά ο ρόλος και της Αμερικανικής Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων , και γενικά αλλά και μέσα από την διαδικασία των ακροάσεων, υπήρξε καθοριστικός και για τις Ελληνοτουρκικές και για τις Ελληνοαμερικανικές σχέσεις, και για το Κυπριακό. Τελευταία, μετά τον συμβιβασμό ανάμεσα στο Κογκρέσσο και τον Πρόεδρο Ομπάμα για τον ρόλο του πρώτου στην διαδικασία  κύρωσης της Συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, δημιουργήθηκε ένα σημαντικό προηγούμενο που πρέπει να τύχει προσοχής.  

Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση προσδιορίζονται από την υποψηφιότητα της Τουρκίας για ένταξη και τις διαπραγματεύσεις  που για το σκοπό αυτό διεξάγονται. Το κύριο χαρακτηριστικό εδώ είναι το διαπραγματευτικό πλαίσιο με βάση το οποίο διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις αυτές, ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει τα προαπαιτούμενα μέσα στα οποία βεβαίως συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων  το Κουρδικό,  η πορεία των  Ελληνοτουρκικών  σχέσεων  και το Κυπριακό. Παράλληλα ιδιαίτερη σημασία έχει και η συναφής ετήσια διαδικασία της ‘’Εκθεσης προόδου’’ στις διαπραγματεύσεις, διαδικασία βέβαια που ισχύει για κάθε υποψήφια χώρα, διότι σε αυτήν διαδραματίζει  κεντρικό ρόλο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς οι σχέσεις αυτές δοκιμάστηκαν κυρίως από την άρνηση  και τις δυσκολίες της Τουρκίας  να προβαίνει στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται  για την εφαρμογή του Κοινοτικού Κεκτημένου, και παρά τις εκτοξευόμενες κατά καιρούς Τουρκικές απειλές για αποχώρηση από την διαδικασία, ο τουρκικός Ευρωπαϊκός  προσανατολισμός  προς το παρόν υφίσταται.

Η Ελλάδα, όπως είναι γνωστό ως σήμερα στήριξε τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας αναδεικνύοντας όμως  παράλληλα τα θέματα και τα προβλήματα που συνιστούν τις  Ελληνο-Τουρκικές διαφορές  και το Κυπριακό, δεχόμενη κατά καιρούς κριτική από χώρες- μέλη όπως η Γαλλία και η Γερμανία που ενώ αρχικά ήταν υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ στη συνέχεια μετέβαλαν άποψη και επέμεναν στην αντικατάσταση της ένταξης με την λεγόμενη ειδική σχέση.
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα απήλλασε μεν την Τουρκία από την  κατ’αυτήν  «επώδυνη» διαδικασία της εφαρμογής του Κοινοτικού Κεκτημένου,  θα στερούσε όμως τόσο από την ΕΕ όσο και από την Ελλάδα την σημαντική παρεμβατική δυνατότητα που παρέχει η ενταξιακή διαδικασία και η ιδιότητα της υποψήφιας προς ένταξη χώρας σε κρίσιμα θέματα όπως ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η τήρηση της αρχής της καλής γειτονίας και η αποφυγή προκλήσεων.  

Το Ευρωπαϊκό πλαίσιο  λόγω της δομής του, έστω και αν σήμερα βρίσκεται σε μια διαδικασία αναζήτησης  νέας  φυσιογνωμίας και θεσμικής οργάνωσης, αποτελεί σημαντικό πεδίο αντικατοπτρισμού των ελληνοτουρκικών σχέσεων . Είναι σαφές ότι κυρίως λόγω της ιδιότητας της Ελλάδας ως χώρας μέλους αλλά και λόγω των  ισχυόντων  ευρωπαϊκών πολιτικών όπως τα Ενιαία Ευρωπαϊκά Σύνορα και ο Ενιαίος Ευρωπαϊκός Ουρανός,  τα περισσότερα θέματα και προβλήματα που συνιστούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι μόνον διμερή αλλά ως ένα βαθμό  και Ευρωπαϊκά. Συνεπώς η λύση τους πρέπει να αναζητείται και εντός του Ευρωπαϊκού πλαισίου.

Παράλληλα βέβαια δεν θα πρέπει να παραγνωρίζονται και  προηγούμενα που έχουν κατά καιρούς  δημιουργηθεί σχετικά με την μεθοδολογία επίλυσης τους.  Ίσως το σημαντικότερο από αυτά να είναι  η αναφορά περί  προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο για την αντιμετώπιση των διμερών  διαφορών κυρίως  χωρών –μελών με υποψήφιες προς ένταξη χώρες, που εισήχθη για πρώτη φορά από τον Αυστριακό Σοσιαλιστή Ευρωβουλευτή και μετέπειτα Πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Ομάδας  Hannes  Swoboda ,  στην έκθεσή του για την ένταξη της Κροατίας  η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα από το  βέτο που είχε ασκήσει η Σλοβενία λόγω μιας διαφοράς στην χάραξη των συνόρων της με την Κροατία. Δυστυχώς η σχετική αυτή παράγραφος στην έκθεση Swoboda δημιουργεί κάποια προβλήματα, πρώτον διότι χαρακτηρίζει τις διαφορές διμερείς σε αντίθεση με τον χαρακτηρισμό τους ως Ευρωπαϊκές  λόγω της ιδιότητας των διαφωνούντων, δεύτερον διότι αναφέρει ότι τέτοιες διαφορές δεν πρέπει να εμποδίζουν την ενταξιακή διαδικασία, ακυρώνοντας έτσι  ως ένα βαθμό την παρεμβατική δυνατότητα  και τα δικαιώματα της ΕΕ και των χωρών μελών της και τρίτον διότι δεν προσδιορίζει τον ρόλο της ΕΕ στη διαδικασία παραπομπής του όποιου  θέματος στο διεθνές δικαστήριο.

Με βάση τα νέα δεδομένα που  κυρίως λόγω των ενεργειακών κοιτασμάτων  προσδιορίζουν πλέον τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στα  γνωστά ήδη προβλήματα που επί χρόνια υπάρχουν προστίθεται με  ιδιαίτερη σημασία  το ζήτημα της ανακήρυξης ΑΟΖ, ιδιαίτερα μάλιστα μετά και τις πρόσφατες εξαγγελίες του Πρωθυπουργού με την λήξη των εργασιών της τριμερούς διάσκεψης Ελλάδας –Κύπρου-Αιγύπτου  στη Λευκωσία. Βέβαια η Τουρκική θέση στο θέμα αυτό είναι αρνητική. Η  θέση αυτή  ενισχύεται και από το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει ούτε υπογράψει ούτε κυρώσει την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 που όπως είναι γνωστό εισήγαγε την έννοια της ΑΟΖ.

Το θέμα της ανακήρυξης ΑΟΖ είναι σημαντικό γενικά και ειδικότερα για την εξόρυξη των ενεργειακών κοιτασμάτων,  αφού ακόμα και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό ζητούν προκειμένου να εμπλακούν ,  όπως είχε δηλώσει στις 22 Μαϊου του2012 σε σχετική ακρόαση  στην Αμερικανική Γερουσία η τότε Υπουργός των εξωτερικών των ΗΠΑ  Hilary Clinton,την ύψιστη νομική διαβεβαίωση  όπως είναι  για τις ΗΠΑ η κύρωση της σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας και φυσικά η προβλεπόμενη από αυτήν ΑΟΖ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι παρά τις κακές σχέσεις παλαιοτέρων εποχών , οι ΗΠΑ και η Κούβα είχαν προχωρήσει στην οριοθέτηση ΑΟΖ, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ακόμη και σήμερα δεν έχουν κυρώσει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.  Στο ζήτημα της ΑΟΖ είναι σημαντικό νααναζητηθούν και οι απόψεις της Ρωσίας η οποία έχει αποκομίσει σημαντική εμπειρία από την αντιμετώπιση παρομοίων ζητημάτων και στην Ανταρκτική και στην Κασπία Θάλασσα,  αλλά και της Κίνας που όπως είναι γνωστό αντιμετωπίζει προβλήματα με γειτονικές της χώρες για αντίστοιχο θέμα και στην Ανατολική και Νότια θάλασσα της. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι πέραν άλλων κομβικό ζήτημα στην διαδικασία της ΑΟΖ είναι και το θέμα του Καστελλόριζου το νομικό καθεστώς του οποίου έχει αρκετές φορές αμφισβητήσει η Τουρκία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκική άποψη για το θέμα αυτό είναι απαράδεκτη και από κάθε άποψη λανθασμένη.

Αρνητική είναι η θέση της Τουρκίας  και στο θέμα του εναερίου χώρου όπου βέβαια  επικαλείται και  την άποψη του ΝΑΤΟ  το οποίο επίσης δεν δέχεται τον εθνικό εναέριο χώρο των δέκα μιλίων έχοντας καθιερώσει την λεγόμενη λογική των Κυλίνδρων σύμφωνα με την οποία  το εύρος του εναερίου χώρου είναι ίσο με το εύρος των χωρικών υδάτων, στην περίπτωσή μας 6 ναυτικά μίλια. Βέβαια σε ότι αφορά τον εναέριο χώρο τα προβλήματα με την Τουρκία εκτείνονται και στις παραβάσεις από Τουρκικά αεροσκάφη των κανόνων του F.I.R  Αθηνών υπεύθυνη αρχή για την διαχείρηση του οποίου είναι με βάση τις σχετικές διεθνείς συμφωνίες η Ελλάδα δημιουργώντας πέραν άλλων και προβλήματα στην ασφάλεια των πτήσεων, θέμα σοβαρό που κατά κανόνα συζητείται  στα πλαίσια του ICAO.

Με την υιοθέτηση των σχετικών οδηγιών και την λειτουργία πλέον του « Ενιαίου Ευρωπαϊκού Ουρανού» θα ήταν σκόπιμο να εξετάζεται πάντα η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών και μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Βέβαια σε σχέση με το ΝΑΤΟ τα προβλήματα που κατά καιρούς υπάρχουν με την Τουρκία, αναδεικνύονται και σε άλλες επιτροπές όπως η Επιτροπή σχεδιασμού των ασκήσεων όπου παλαιότερα (δεκαετία’80) όπως είναι γνωστό , είχε συζητηθεί και αποτελέσει λόγο αντιπαράθεσης το θέμα της Λήμνου, μετά την Τουρκική άρνηση να συμπεριληφθεί η Λήμνος  στο στρατηγικό σχεδιασμό.  

Στο Κυπριακό σύμφωνα με τις τελευταίες σημαντικές, σωστές  και προχωρημένες σε σχέση με το παρελθόν τοποθετήσεις του Υπουργού των Εξωτερικών  σχετικά με τις εγγυήτριες δυνάμεις,δημιουργείται ήδη ένα νέο πλαίσιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι  αλλαγή στο καθεστώς των εγγυητριών Δυνάμεων όπως ανέφερε ο κ. Κοτζιάς αποτελεί το σημείο αναφοράς και εκκίνησης για την εκπόνηση νέου Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο γενικός προσανατολισμός και  το περιεχόμενο  του οποίου θα είναι καθοριστικά στοιχεία  στις διαπραγματεύσεις για  την εξεύρεση δίκαιης και διαρκούς λύσης του ζητήματος.

Ο υπουργός Εξωτερικών κ. Νίκος Κοτζιάς έχει μία ιστορική ευκαιρία για το μέλλον των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, ιδιαίτερα μάλιστα αν κινηθεί και στο θέμα αυτό με την ίδια αντίληψη που κινήθηκε και στο Κυπριακό. Πρέπει και μπορεί να την αξιοποιήσει όσο γίνεται καλύτερα για το καλό όλων.

Πηγή LarissaTimes 

Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η ΘΡΑΚΗ ΜΑΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ

Η ΘΡΑΚΗ ΜΑΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ