Κύπρος: Nα μεταβάλουμε την τουρκική πρόκληση σε ευκαιρία
Του Γιώργου Καραμπέλιά
Από το 1977 η ελληνική και η κυπριακή ηγεσία ακολούθησαν μια θανατηφόρα πολιτική επιλογή, που στην ουσία αναγνώριζε την τουρκική εισβολή με την αποδοχή συνομιλιών με τους Τουρκοκυπρίους, δηλαδή στην πραγματικότητα με τους Τούρκους, για τη «λύση» του κυπριακού, την ίδια στιγμή που συνεχιζόταν η κατοχή και πάνω από διακόσιες χιλιάδες Κύπριοι είχαν μεταβληθεί σε πρόσφυγες στην πατρίδα τους. Αυτή η ενέργεια αποτέλεσε στην ουσία τη συνέχεια της Ζυρίχης, η οποία είχε ήδη αποδεχθεί την ανάμιξη της Τουρκίας στην Κύπρο ως εγγυήτριας δύναμης.
Έτσι, το σατανικό σχέδιο των Άγγλων να αποτρέψουν την αυτοδιάθεση της Κύπρου και την ένωσή της με την Ελλάδα, την οποία είχαν ήδη αποδεχθεί στη διάρκεια του πολέμου, χρησιμοποιώντας την τουρκοκυπριακή μειονότητα, απεδείχθη απολύτως αποδοτικό γι’ αυτούς και θανατηφόρο για μας. Εξήντα χρόνια μετά το 1955, οι Άγγλοι συνεχίζουν να βρίσκονται στην Κύπρο, οι δε Τούρκοι κατέχουν ένα μεγάλο μέρος της και απειλούν και την υπόλοιπη.
Η τουρκική εισβολή το 1974 θα μπορούσε να αποτελέσει μια αφετηρία επανατοποθέτησης του κυπριακού σε μία και μόνη βάση, ως ζητήματος εισβολής και κατοχής με παράλληλη οριστική καταγγελία και ενταφιασμό των συνθηκών της Ζυρίχης. Η Κύπρος, μαζί με την Ελλάδα, έπρεπε και μπορούσε τότε να αρνηθεί οποιαδήποτε περαιτέρω συνομιλία και επαφή με τους Τουρκοκυπρίους, ενόσω διατηρούνταν η παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, και συνεχιζόταν ο εξανδραποδισμός των διακοσίων χιλιάδων προσφύγων. Για να μην αναφέρουμε και άλλα ζητήματα, όπως εκείνο των αγνοουμένων. Και όμως η Ελλάδα και η Κύπρος, δηλαδή οι πολιτικές τους ηγεσίες, όχι μόνο αποδέχτηκαν τα τετελεσμένα της κατοχής, αλλά ενεπλάκησαν μετά το 1977 στη λογική ατέρμονων συνομιλιών, οι οποίες οδηγούν ανά δεκαετία σε νέες υποχωρήσεις και προσαρμογές στην τουρκική κατοχή.
Αρχικώς, με ευθύνη του Μακαρίου και της κυβέρνησης Καραμανλή, αποδέχτηκαν την έναρξη συνομιλιών για μια ομοσπονδιακή λύση, η οποία ξεκίνησε ως «πολυπεριφερειακή», για να καταλήξει, μέσα από αλλεπάλληλες διολισθήσεις, σε διζωνική. Εξάλλου το 1983 οι Τουρκοκύπριοι, δηλαδή οι Τούρκοι, ανακήρυξαν την ανεξαρτησία του ψευδοκράτους της Β. Κύπρου και όμως, η μόνη συνέπεια αυτής της πρόκλησης, υπήρξε η…. αποδοχή των τετελεσμένων. Διότι, στον βαθμό που η κυπριακή και η ελληνική ηγεσία συνέχιζαν τις συνομιλίες για διζωνική, αναγνώριζαν στην ουσία την τουρκική κατοχή και την εκδίωξη των προσφύγων, την ίδια στιγμή που διαμαρτύρονταν σε όλα τα διεθνή φόρα για την ανακήρυξη του ψευδοκράτους!
Μία ακόμα ευκαιρία για επανατοποθέτηση του κυπριακού είχε χαθεί. Από τότε και μετά άρχισε μία διαρκής και ατέρμονη διολίσθηση προς όλο και πιο ενδοτικές θέσεις, και τη σταδιακή απομάκρυνση της Ελλάδας από τα κυπριακά τεκταινόμενα.
Από το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας Κύπρου, και από την υποτιθέμενη αμυντική θωράκιση της Κύπρου με τους πυραύλους S300, περάσαμε στην οριστική εγκατάλειψη της στρατιωτικής προστασίας της Κύπρου από την Ελλάδα και προπαντός στη σταδιακή συναισθηματική και ψυχική αποξένωση Ελλαδιτών και Κυπρίων. Και όμως, η Κύπρος συνεχίζει να επιβιώνει, έστω με τη σημερινή κατάστασή της, επειδή ακριβώς υπάρχει ακόμη η Ελλάδα, ενώ και η Ελλάδα μπορεί να παίζει ένα ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο και να μην έχει μεταβληθεί σ’ ένα απλό βαλκανικό προτεκτοράτο, εξαιτίας της παρουσίας της Κύπρου. Ωστόσο, αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός παραθεωρείται, διαρκώς και από τα αισθήματα αλληλεγγύης και ταύτισης Ελλαδιτών και Κυπρίων, τουλάχιστον μέχρι το 1974, οδηγηθήκαμε σταδιακώς στη μεταβολή του κυπριακού σε ζήτημα «εξωτερικής πολιτικής».
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός της απομάκρυνσης, και ταυτόχρονα των δυνατοτήτων αναθεώρησης μιας καταστροφικής πορείας, υπήρξε το σχέδιο Ανάν, και η θριαμβική απόρριψή του από τον ελληνισμό της Κύπρου. Και όμως, και αυτή η μεγάλη ευκαιρία αναθεώρησης της στρατηγικής της ουσιαστικής αποδοχής των τουρκικών τετελεσμένων πήγε χαμένη. Ακόμα και ο Τάσσος Παπαδόπουλος, δεν τόλμησε να εγκαινιάσει άμεσα μια νέα στρατηγική για τον κυπριακό ελληνισμό, με αποτέλεσμα να παραδοθούμε σ’ άθλιους Χριστόφιες και Αναστασιάδηδες, οι οποίοι προχώρησαν ένα ακόμα βήμα προς την οδό της καταισχύνης και της οριστικής καταστροφής του ελληνισμού στην Κύπρο. Διότι, βέβαια, όλοι γνωρίζουν ότι ο στόχος της Τουρκίας είναι πλέον ολόκληρη η Κύπρος, όπως καταδεικνύεται και από τις πρόσφατες προκλήσεις της στην κυπριακή ΑΟΖ και όχι απλώς ο έλεγχος της Β. Κύπρου. Τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Έτσι, έκανε ένα ακόμα βήμα που επιχειρεί να ανατρέψει όλη τη στρατηγική της Κύπρου για την ΑΟΖ και τα πετρέλαια, επιβάλλοντας έναν ανοικτό εκβιασμό. Είτε οι Κύπριοι θα δεχτούν να ξανακάτσουν στο τραπέζι των «συνομιλιών», αποδεχόμενοι όλα τα τουρκικά αιτήματα, είτε η Τουρκία θα μεταβάλει άμεσα την Κύπρο σε προτεκτοράτο που θα έχει απολέσει και τα τελευταία στοιχεία της εθνικής της κυριαρχίας. Και γι’ αυτό, σπεύδουν οι καλοθελητές από τον ΟΗΕ και τις ΗΠΑ να πείσουν την κυπριακή κυβέρνηση, –που δεν θέλει και πολλά για να πεισθεί– να δεχτεί το σχέδιο Ανάν στο τετράγωνο που είχε δρομολογήσει ο άθλιος Χριστόφιας και συνέχιζε ο διάδοχός του. Όμως πλέον δεν υπάρχει δυνατότητα για νέα υποχώρηση. Οποιαδήποτε νέα υποχώρηση θα σημάνει την αποδοχή από εμάς, Ελλαδίτες και Κύπριους, της τουρκοποίησης της Κύπρου. Η τουρκική πρόκληση μεταβάλλεται έτσι σε μία νέα ευκαιρία ανατροπής της πορείας των τελευταίων σαράντα χρόνων. Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, ως εγγυήτρια δύναμη και ως μητρόπολη του κυπριακού ελληνισμού, να προστατέψει την Κύπρο, κινητοποιώντας τις ναυτικές της δυνάμεις και προκαλώντας άμεσα κρίση στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και προωθώντας περαιτέρω τη συμμαχία με τις δυνάμεις που στρέφονται ενάντια στον οθωμανικό επεκτατισμό σε όλη την περιοχή της Μ. Ανατολής. Η Κύπρος πρέπει να καλέσει τους Τούρκους να αποχωρήσουν από την ΑΟΖ και τα κατεχόμενα και να αναγνωρίσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, διαφορετικά θα πρέπει να μπλοκάρει με βέτο τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων Τουρκίας-Ε.Ε. Θα πρέπει να προχωρήσει μαζί με την Ελλάδα σε συγκρότηση αμυντικής συμφωνίας με όλους τους γείτονές της που αντιτίθενται στον τουρκικό επεκτατισμό, καθώς και με τη Ρωσία η οποία είναι διατεθειμένη να τη στηρίξει.
Πρέπει επιτέλους, πενήντα ολόκληρα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή, ν’ αρχίσει μία αντίστροφη πορεία –η τουρκική ιταμότητα, καθώς και η αλλαγή του γεωπολιτικού περιβάλλοντος, προσφέρει μία σημαντική ευκαιρία για επανατοποθέτηση του κυπριακού ζητήματος. Η φενάκη της επανένωσης του νησιού με παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, που υπήρξε το δόλωμα για την εξαπάτηση του κυπριακού ελληνισμού ότι δήθεν παλεύουμε γι’ αυτήν, στην πραγματικότητα οδήγησε στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Και στην ντε φάκτο (και εν μέρει ντε γιούρε) διχοτόμηση του νησιού και τη συνέχεια της παρουσίας της κατοχικής Τουρκίας σ’ όλο το νησί, ως «εγγυήτριας δύναμης». Η τουρκική πρόκληση μπορεί λοιπόν να αποτελέσει την ευκαιρία για μια νέα πορεία, η οποία θα διασφαλίσει τουλάχιστον την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού και την παρουσία της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο. Αν εξακολουθούν να υπάρχουν Έλληνες στις ηγεσίες των δύο χωρών, και οι Έλληνες στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν έχουν αποχαυνωθεί εντελώς από τη μνημονομολογία και τα φοβικά σύνδρομα.
Πηγή Άρδην
Από το 1977 η ελληνική και η κυπριακή ηγεσία ακολούθησαν μια θανατηφόρα πολιτική επιλογή, που στην ουσία αναγνώριζε την τουρκική εισβολή με την αποδοχή συνομιλιών με τους Τουρκοκυπρίους, δηλαδή στην πραγματικότητα με τους Τούρκους, για τη «λύση» του κυπριακού, την ίδια στιγμή που συνεχιζόταν η κατοχή και πάνω από διακόσιες χιλιάδες Κύπριοι είχαν μεταβληθεί σε πρόσφυγες στην πατρίδα τους. Αυτή η ενέργεια αποτέλεσε στην ουσία τη συνέχεια της Ζυρίχης, η οποία είχε ήδη αποδεχθεί την ανάμιξη της Τουρκίας στην Κύπρο ως εγγυήτριας δύναμης.
Έτσι, το σατανικό σχέδιο των Άγγλων να αποτρέψουν την αυτοδιάθεση της Κύπρου και την ένωσή της με την Ελλάδα, την οποία είχαν ήδη αποδεχθεί στη διάρκεια του πολέμου, χρησιμοποιώντας την τουρκοκυπριακή μειονότητα, απεδείχθη απολύτως αποδοτικό γι’ αυτούς και θανατηφόρο για μας. Εξήντα χρόνια μετά το 1955, οι Άγγλοι συνεχίζουν να βρίσκονται στην Κύπρο, οι δε Τούρκοι κατέχουν ένα μεγάλο μέρος της και απειλούν και την υπόλοιπη.
Η τουρκική εισβολή το 1974 θα μπορούσε να αποτελέσει μια αφετηρία επανατοποθέτησης του κυπριακού σε μία και μόνη βάση, ως ζητήματος εισβολής και κατοχής με παράλληλη οριστική καταγγελία και ενταφιασμό των συνθηκών της Ζυρίχης. Η Κύπρος, μαζί με την Ελλάδα, έπρεπε και μπορούσε τότε να αρνηθεί οποιαδήποτε περαιτέρω συνομιλία και επαφή με τους Τουρκοκυπρίους, ενόσω διατηρούνταν η παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, και συνεχιζόταν ο εξανδραποδισμός των διακοσίων χιλιάδων προσφύγων. Για να μην αναφέρουμε και άλλα ζητήματα, όπως εκείνο των αγνοουμένων. Και όμως η Ελλάδα και η Κύπρος, δηλαδή οι πολιτικές τους ηγεσίες, όχι μόνο αποδέχτηκαν τα τετελεσμένα της κατοχής, αλλά ενεπλάκησαν μετά το 1977 στη λογική ατέρμονων συνομιλιών, οι οποίες οδηγούν ανά δεκαετία σε νέες υποχωρήσεις και προσαρμογές στην τουρκική κατοχή.
Αρχικώς, με ευθύνη του Μακαρίου και της κυβέρνησης Καραμανλή, αποδέχτηκαν την έναρξη συνομιλιών για μια ομοσπονδιακή λύση, η οποία ξεκίνησε ως «πολυπεριφερειακή», για να καταλήξει, μέσα από αλλεπάλληλες διολισθήσεις, σε διζωνική. Εξάλλου το 1983 οι Τουρκοκύπριοι, δηλαδή οι Τούρκοι, ανακήρυξαν την ανεξαρτησία του ψευδοκράτους της Β. Κύπρου και όμως, η μόνη συνέπεια αυτής της πρόκλησης, υπήρξε η…. αποδοχή των τετελεσμένων. Διότι, στον βαθμό που η κυπριακή και η ελληνική ηγεσία συνέχιζαν τις συνομιλίες για διζωνική, αναγνώριζαν στην ουσία την τουρκική κατοχή και την εκδίωξη των προσφύγων, την ίδια στιγμή που διαμαρτύρονταν σε όλα τα διεθνή φόρα για την ανακήρυξη του ψευδοκράτους!
Μία ακόμα ευκαιρία για επανατοποθέτηση του κυπριακού είχε χαθεί. Από τότε και μετά άρχισε μία διαρκής και ατέρμονη διολίσθηση προς όλο και πιο ενδοτικές θέσεις, και τη σταδιακή απομάκρυνση της Ελλάδας από τα κυπριακά τεκταινόμενα.
Από το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας Κύπρου, και από την υποτιθέμενη αμυντική θωράκιση της Κύπρου με τους πυραύλους S300, περάσαμε στην οριστική εγκατάλειψη της στρατιωτικής προστασίας της Κύπρου από την Ελλάδα και προπαντός στη σταδιακή συναισθηματική και ψυχική αποξένωση Ελλαδιτών και Κυπρίων. Και όμως, η Κύπρος συνεχίζει να επιβιώνει, έστω με τη σημερινή κατάστασή της, επειδή ακριβώς υπάρχει ακόμη η Ελλάδα, ενώ και η Ελλάδα μπορεί να παίζει ένα ρόλο στην ανατολική Μεσόγειο και να μην έχει μεταβληθεί σ’ ένα απλό βαλκανικό προτεκτοράτο, εξαιτίας της παρουσίας της Κύπρου. Ωστόσο, αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός παραθεωρείται, διαρκώς και από τα αισθήματα αλληλεγγύης και ταύτισης Ελλαδιτών και Κυπρίων, τουλάχιστον μέχρι το 1974, οδηγηθήκαμε σταδιακώς στη μεταβολή του κυπριακού σε ζήτημα «εξωτερικής πολιτικής».
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός της απομάκρυνσης, και ταυτόχρονα των δυνατοτήτων αναθεώρησης μιας καταστροφικής πορείας, υπήρξε το σχέδιο Ανάν, και η θριαμβική απόρριψή του από τον ελληνισμό της Κύπρου. Και όμως, και αυτή η μεγάλη ευκαιρία αναθεώρησης της στρατηγικής της ουσιαστικής αποδοχής των τουρκικών τετελεσμένων πήγε χαμένη. Ακόμα και ο Τάσσος Παπαδόπουλος, δεν τόλμησε να εγκαινιάσει άμεσα μια νέα στρατηγική για τον κυπριακό ελληνισμό, με αποτέλεσμα να παραδοθούμε σ’ άθλιους Χριστόφιες και Αναστασιάδηδες, οι οποίοι προχώρησαν ένα ακόμα βήμα προς την οδό της καταισχύνης και της οριστικής καταστροφής του ελληνισμού στην Κύπρο. Διότι, βέβαια, όλοι γνωρίζουν ότι ο στόχος της Τουρκίας είναι πλέον ολόκληρη η Κύπρος, όπως καταδεικνύεται και από τις πρόσφατες προκλήσεις της στην κυπριακή ΑΟΖ και όχι απλώς ο έλεγχος της Β. Κύπρου. Τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Έτσι, έκανε ένα ακόμα βήμα που επιχειρεί να ανατρέψει όλη τη στρατηγική της Κύπρου για την ΑΟΖ και τα πετρέλαια, επιβάλλοντας έναν ανοικτό εκβιασμό. Είτε οι Κύπριοι θα δεχτούν να ξανακάτσουν στο τραπέζι των «συνομιλιών», αποδεχόμενοι όλα τα τουρκικά αιτήματα, είτε η Τουρκία θα μεταβάλει άμεσα την Κύπρο σε προτεκτοράτο που θα έχει απολέσει και τα τελευταία στοιχεία της εθνικής της κυριαρχίας. Και γι’ αυτό, σπεύδουν οι καλοθελητές από τον ΟΗΕ και τις ΗΠΑ να πείσουν την κυπριακή κυβέρνηση, –που δεν θέλει και πολλά για να πεισθεί– να δεχτεί το σχέδιο Ανάν στο τετράγωνο που είχε δρομολογήσει ο άθλιος Χριστόφιας και συνέχιζε ο διάδοχός του. Όμως πλέον δεν υπάρχει δυνατότητα για νέα υποχώρηση. Οποιαδήποτε νέα υποχώρηση θα σημάνει την αποδοχή από εμάς, Ελλαδίτες και Κύπριους, της τουρκοποίησης της Κύπρου. Η τουρκική πρόκληση μεταβάλλεται έτσι σε μία νέα ευκαιρία ανατροπής της πορείας των τελευταίων σαράντα χρόνων. Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, ως εγγυήτρια δύναμη και ως μητρόπολη του κυπριακού ελληνισμού, να προστατέψει την Κύπρο, κινητοποιώντας τις ναυτικές της δυνάμεις και προκαλώντας άμεσα κρίση στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και προωθώντας περαιτέρω τη συμμαχία με τις δυνάμεις που στρέφονται ενάντια στον οθωμανικό επεκτατισμό σε όλη την περιοχή της Μ. Ανατολής. Η Κύπρος πρέπει να καλέσει τους Τούρκους να αποχωρήσουν από την ΑΟΖ και τα κατεχόμενα και να αναγνωρίσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, διαφορετικά θα πρέπει να μπλοκάρει με βέτο τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων Τουρκίας-Ε.Ε. Θα πρέπει να προχωρήσει μαζί με την Ελλάδα σε συγκρότηση αμυντικής συμφωνίας με όλους τους γείτονές της που αντιτίθενται στον τουρκικό επεκτατισμό, καθώς και με τη Ρωσία η οποία είναι διατεθειμένη να τη στηρίξει.
Πρέπει επιτέλους, πενήντα ολόκληρα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή, ν’ αρχίσει μία αντίστροφη πορεία –η τουρκική ιταμότητα, καθώς και η αλλαγή του γεωπολιτικού περιβάλλοντος, προσφέρει μία σημαντική ευκαιρία για επανατοποθέτηση του κυπριακού ζητήματος. Η φενάκη της επανένωσης του νησιού με παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, που υπήρξε το δόλωμα για την εξαπάτηση του κυπριακού ελληνισμού ότι δήθεν παλεύουμε γι’ αυτήν, στην πραγματικότητα οδήγησε στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Και στην ντε φάκτο (και εν μέρει ντε γιούρε) διχοτόμηση του νησιού και τη συνέχεια της παρουσίας της κατοχικής Τουρκίας σ’ όλο το νησί, ως «εγγυήτριας δύναμης». Η τουρκική πρόκληση μπορεί λοιπόν να αποτελέσει την ευκαιρία για μια νέα πορεία, η οποία θα διασφαλίσει τουλάχιστον την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού και την παρουσία της Ελλάδας στην ανατολική Μεσόγειο. Αν εξακολουθούν να υπάρχουν Έλληνες στις ηγεσίες των δύο χωρών, και οι Έλληνες στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν έχουν αποχαυνωθεί εντελώς από τη μνημονομολογία και τα φοβικά σύνδρομα.
Πηγή Άρδην