Ιωάννης Μεταξάς: Ο πατέρας της Νίκης του 1940-'41 και τα διδάγματα προς την σύγχρονη πολιτική & στρατιωτική ηγεσία
Αν και τα τελευταία χρόνια γίνεται συστηματική προσπάθεια να αμαυρωθεί η μνήμη του, ο Μεταξάς συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία του Έπους του 1940. Η πολιτική και στρατιωτική του ευστροφία σήμερα δεν αμφισβητείται από κανέναν σοβαρό αναλυτή. Είναι ο ίδιος Ιωάννης Μεταξάς, που ως απλός ταγματάρχης του Γενικού Επιτελείου κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας είχε εναντιωθεί με τεκμηριωμένη εισήγηση στην προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων στην Ανατολία.
Ο Ιωάννης Μεταξάς δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος. Κάτω από το ταπεινό παρουσιαστικό του, κρυβόταν η ατσάλινη θέλησή του και η πλέον κρυστάλλινη λογική.
Ήταν ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, που όμως είχε πάντα το θάρρος της γνώμης του,αδιαφορώντας για το αν θα είναι αρεστός ή όχι.
Γεννήθηκε στις 12 Απριλίου 1871 στην Ιθάκη. Η οικογένειά του ήταν από τις ιστορικότερες των Επτανήσιων, με τα κυριότερα μέλη της να συμμετάσχουν σε όλους τους εθνικούς αγώνες από τον 12ο αιώνα και μετά.
Ο πατέρας του, Παναγής Μεταξάς, ήταν έπαρχος στην Ιθάκη.
Το 1879 όμως ο πατέρας του έχασε τη θέση του. Έτσι, η οικογένεια άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και υποχρεώθηκε να μετακομίσει στην Κεφαλονιά.
Ο νεαρός Μεταξάς αποφάσισε να εισέλθει στη Σχολή Ευελπίδων σε ηλικία 14 μόλις ετών, το 1885.
Αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του Μηχανικού το 1890, έχοντας αριστεύσει.
Tεράστιο ενδιαφέρον για το αντικείμενό του και δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να αποκτήσει περισσότερες γνώσεις (αυτό να το έχουν υπ'όψιν τους και να το κάνουν "Ευαγγέλιο" οι νέοι Ελληνες αξιωματικοί. Γιατί κάποια στιγμή μπορεί να κληθούν να προσφέρουν πολλά περισσότερα από τα αυστηρά υπηρεσιακά τους καθήκοντα...).
Το διάστημα 1892-94 παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Μηχανικού.
Όλοι οι καθηγητές και οι συνάδελφοί του ομολογούσαν ότι ήταν εξαίρετος αξιωματικός. Πολέμησε στον ατυχή πόλεμο του 1897. Η άριστη κατάρτισή του τον οδήγησε στο επιτελείο του Αρχηγού Στρατού.
Το 1899 επιλέχθηκε να φοιτήσει στη Γερμανική Πολεμική Ακαδημία, από την οποία εξήλθε αριστούχος (1903).
Το 1904 τοποθετήθηκε πάλι στο Γενικό Επιτελείο, και βοήθησε στον καταρτισμό του νέου οργανισμού Στρατού.
Το 1909 τοποθετήθηκε στρατιωτικός σύμβουλος του Ελ. Βενιζέλου. Στις παραμονές του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου στάλθηκε στη Σόφια για την επίτευξη συμφωνίας με τη Βουλγαρία.
Με την έκρηξη του πολέμου ο Μεταξάς, λοχαγός πλέον, τοποθετήθηκε και πάλι στο επιτελείο του αρχιστράτηγου, θεωρούμενος, δικαίως, ως ένας από τους καλύτερα καταρτισμένους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού. Ο ίδιος συνέταξε και το σχέδιο επιχειρήσεων για την κατάληψη του Μπιζανίου.
Λίγο πριν την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μεταξάς συνέταξε ένα σχέδιο αιφνιδιαστικής κατάληψης των Δαρδανελίων, εφόσον θεωρούνταν βέβαιο πως οι Τούρκοι θα διενεργούσαν επίθεση κατά της Ελλάδας εντός του 1914.
Τους πρόλαβε ο πόλεμος. Το 1915 το σχέδιο Μεταξά τέθηκε υπόψη των δυνάμεων της Αντάντ, αλλά, δυστυχώς γι’ αυτούς, υιοθετήθηκε κατά την εκστρατεία τους στα Δαρδανέλια (1915-16), το σχέδιο του Ο.Τσώρτσιλ με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.
Ακολούθησε ο Εθνικός Διχασμός μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου. Ο Μεταξάς στήριξε το βασιλιά, με τη λογική ότι οι δυνάμεις της Αντάντ θα έπρεπε πρώτα να δεσμευτούν για συγκεκριμένες εδαφικές παραχωρήσεις στην Ελλάδα, πριν αυτή εξέλθει στον πόλεμο στο πλευρό τους.
Η επικράτηση του Βενιζέλου και η έξωση του βασιλιά οδήγησαν τον Μεταξά στην εξορία. Έτσι, γλίτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα, αφού το 1920 οι Βενιζελικοί τον είχαν καταδικάσει ερήμην σε θάνατο.
Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, αλλά δεν αναμείχθηκε στην πολιτική. Αρθρογραφούσε μόνο, στηλιτεύοντας τον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων στη Μ. Ασία.
Ιδιαίτερα σκληρή ήταν η στάση του απέναντι στις επιχειρήσεις προς την Άγκυρα το 1921. Ηταν απόλυτος και κάθετα αντίθετς με την προέλαση στην μικραστιατική ενδοχώρα και την επιθετική επχειρησιακή δράση του Ελληνικού Στρατού.
Γιατί γνώριζε άριστα τις δυνατότητες και τις αδυναμίες και του Ελληνικού και του τουρκικού Στρατού.
Ο Ελληνικός Στρατός μαχόταν σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν γνώριζε, με ερήμους, τεράστιες ανάγκες υποστήριξης, τις οποίες δεν είχε, εξαιρετικά προβληματικές επικοινωνίες και βέβαια διαισθανόταν ότι οι ισορροπίες είχαν αλλάξει. Μόνο η Βρετανία εξακολουθούσε και υποστήριζε την Ελλάδα. Ιταλία, Γαλλία και Σοβιετική Ενωση είχαν ξεκινήσει να εφοδιάζουν με τεράστιες πόσοτητες υλικού τον τουρκικό Στρατό του Κεμάλ.
Το 1922, τις παραμονές της καταστροφής, του προτάθηκε να αναλάβει την αρχιστρατηγία στη Μ. Ασία, αλλά αρνήθηκε επιμένοντας στην ικανοποίηση συγκεκριμένων στρατιωτικών προϋποθέσεων που δεν έγιναν δεκτοί από τους τότε κυβερνώντες.
Το 1923 αναμείχθηκε στο κίνημα Λεοναρδόπουλου και καταδικάστηκε για δεύτερη φορά σε θάνατο.
Είχε, όμως, προλάβει να διαφύγει στο εξωτερικό.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1924 και ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων. Συμμετείχε σε διάφορες βραχύβιες κυβερνήσεις μεταξύ 1926-34 και ανέλαβε κατά καιρούς χαρτοφυλάκιο. Βοήθησε πολύ στην καταστολή του βενιζελικού πραξικοπήματος του 1935 και στήριξε την επιστροφή της μοναρχίας.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1936 του δόθηκε η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Ο Μεταξάς ζήτησε τότε και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο. Όταν όμως είδε ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι του δημιουργούσαν προσκόμματα, εισηγήθηκε στον βασιλιά Γεώργιο Β’ την αναστολή των εργασιών του Κοινοβουλίου στις 4 Αυγούστου 1936, προχωρώντας σε στρατιωτικό κίνημα.
Ακολούθησαν τέσσερα χρόνια εθνικής ανάτασης και τεράστιων μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς της διοίκησης. Και πάνω απ'όλα διέγραψε μονομερώς το ελληνικό εξωτερικό χρέος, χωρίς να πειράξει τούτε δραχμή από τα εθνικά ταμεία και τα ομόλογα των Ελλήνων.
Η διαγραφή του χρέους προς την βελγικὴ τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique», αλλάξε την πορεία του Εθνούς και του ελληνικού κράτους και του έδωσε την δυνατότητα να πετύχχει το Έπος του 1940.
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 δέχθηκε την επίσκεψη του Ιταλού πρέσβη στο σπίτι του και απέρριψε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Σε όλο το διάστημα του πολέμου, έως τον μυστηριώδη θάνατό του στις 29 Ιανουαρίου 1941, εργάστηκε με ζήλο για τη νίκη, εμψυχώνοντας λαό και ένοπλες δυνάμεις.
Η καλύτερη κρίση για τον ίδιο τον Μεταξά και το έργο του ανήκει στον, πολιτικό του αντίπαλο, λογοτέχνη Γ. Θεοτοκά, ο οποίος την ημέρα της κηδείας του Μεταξά έγραψε: «Η κηδεία, επιβλητική. Πάρα πολύς κόσμος στους δρόμους. Είναι φανερό ότι ο λαός τον λυπήθηκε και ότι αυτή τη στιγμή συλλογίζεται μόνο την καλή πλευρά του ανθρώπου και ξεχνά όλα τα άλλα. Κυρίως συλλογίζεται το ΟΧΙ και την απόκρουση της εισβολής. Το παρελθόν σβήνει, νομίζω οριστικά, και μένει η ένδοξη στιγμή της ζωής του, αυτή που του εξασφαλίζει την υστεροφημία.
Η σχέση του λαού με τον Μεταξά δεν υπήρξε ποτέ ερωτική. Υπήρξε ψυχρή, λογική, υπολογιστική.
Σήμερα ο λαός λυπάται με τον ίδιο τρόπο που λυπάται κανείς για το θάνατο χρησιμότατου συνεταίρου. Αυτό το αίσθημα, συνδυασμένο με αντρική εκτίμηση και τελικά με σεβασμό. Τούτο είναι αναμφισβήτητο.
Ο Μεταξάς, που τόσο πολύ διαπληκτίστηκε και βρίστηκε και διασύρθηκε στην αγορά και που έως τα 65 του ήταν στα μάτια του λαού ένας αποτυχημένος, κατόρθωσε στο τέλος να μας επιβάλλει το σεβασμό.
Έκανε αυτό που ήθελε.
Κυβέρνησε την Ελλάδα, μπήκε στην Ιστορία ως ο αρχηγός και σωτήρας του τόπου του και μας έκανε να παρακολουθήσουμε το λείψανό του με λύπη που τον χάσαμε και με σεβασμό προς τη δύναμη, την κρίση, την εξαιρετική του επιμονή, τη γενναιότητα του».
Η ώρα του «ΟΧΙ»
Η μικρή Ελλάδα, στο μεταξύ, συνέχιζε τα ειρηνικά της έργα και προσπαθούσε να επιζήσει μέσα στον παγκόσμιο κατακλυσμό που κάποιοι παρανοϊκοί είχαν ξεκινήσει. Η μικρή χώρα κοιμόταν ήσυχη. Λίγοι μόνο ξαγρυπνούσαν. Οι λίγοι που γνώριζαν. Εδώ και καιρό η Ιταλία είχε δείξει τις διαθέσεις της.
Οι προκλήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Η κορύφωση ήρθε στις 15 Αυγούστου του 1940, όταν οι Ιταλοί τορπίλισαν το ελληνικό πολεμικό «Έλλη», που απέδιδε τιμές στη Θεοτόκο στο λιμάνι της Τήνου.
Οι λίγοι αυτοί, με τους ώμους βαρείς από τις τεράστιες ευθύνες, γνώριζαν καλά πια ότι, παρά τις άοκνες προσπάθειές τους να κρατήσουν την Ελλάδα έξω από την ανθρωποσφαγή, ο πόλεμος θα έφτανε και στη μικρή ετούτη γωνιά της γης. Ήταν έτοιμοι. Περίμεναν απλώς την κίνηση του ισχυρού.
Ένα αυτοκίνητο κινούνταν με ταχύτητα στους άδειους δρόμους της Αθήνας. Γύρω στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου σταμάτησε έξω από την κατοικία του τότε πρωθυπουργού, γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή, στην Κηφισιά. Ένας άνδρας κατέβηκε.
Πλησίασε τον χωροφύλακα σκοπό και του είπε ότι ο πρεσβευτής της Ιταλίας ζητούσε τον πρωθυπουργό. Ο σκοπός χτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι. Τα φώτα άναψαν. Μέσα στο σκοτάδι, μια γέρικη φιγούρα πλησίασε στο παράθυρο. Είδε τον Ιταλό πρέσβη, τον κόμη Γκράτσι. Η ώρα της ευθύνης είχε έρθει.
Από το αυτοκίνητο κατέβηκαν τρεις άνδρες. Ο ένας από αυτούς πέρασε το φυλάκιο και κατευθύνθηκε στο σπίτι.
Ο Μεταξάς, τυλιγμένος με ένα παλαιό πανωφόρι, τον υποδέχθηκε και τον οδήγησε σε ένα μικρό, ταπεινό δωμάτιο, με λιγοστά παλιά έπιπλα (καμία σχέση φυσικά με την χλιδή των σύγχρονων πρωθυπουργικών γραφείων, των πρωθυπουργών που πτώχευσαν την χώρα και οδήγησαν στην ατίμωση τους Ελληνες πολίτες).
Κάθισαν ο ένας αντικριστά στον άλλον, σαν αντίπαλοι. Ο Ιταλός άνοιξε το χαρτοφύλακά του και παρέδωσε ένα έγγραφο στα γέρικα χέρια του οικοδεσπότη του.
Μια ταπεινή μικρή φιγούρα, με ολοστρόγγυλα μυωπικά γυαλιά, τυλιγμένη σε ένα παλιό πανωφόρι, πήρε το έγγραφο. Άρχισε να διαβάζει. Με έκπληξη ο Ιταλός διαπίστωσε ότι ο απέναντί του γέροντας έτρεμε ελαφρά καθώς διάβαζε.
Διέκρινε επίσης ένα δάκρυ να κυλά, πίσω από τα μικρά του γυαλιά. Ο Μεταξάς, ο στρατηγός Μεταξάς, που τα γέρικα μάτια του τόσα είχαν δει, δεν μπορούσε να κρύψει τη συγκίνησή του διαβάζοντας το χαρτί.
Ένα χαρτί που του ζητούσε να παραδώσει «στρατηγικά» σημεία του ελλαδικού χώρου στην Ιταλία. Μα ζητούσαν πραγματικά τα στρατηγικά σημεία οι Ιταλοί, ή μήπως ζητούσαν από τον γέρο στρατηγό να τους παραδώσει τα όσια και τα ιερά, για τα οποία σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε, στα οποία αφιέρωσε κάθε λεπτό του;
Του ζητούσαν να παραδώσει χιλιάδες χρόνια Ιστορίας, ενός τόπου που, όπως έγραψε ο αείμνηστος Άγγελος Βλάχος, «έμαθε όλο τον κόσμο να ζει και, αν χρειαστεί, θα τον μάθει πώς να πεθαίνει».
Οπως στους Ελληνες πρωθυπουργούς από το 2009 και μετά τους ζήτησαν να παραδώσουν την Ελλάδα, στις "μεραρχίες" των ξένων τοκοφλύφων και τα σμήνη των "γυπών" των αγορών, με την μόνη διαφορά ότι εκείνοι τα έδωσαν όλα: Γ.Παπανδρέου, Λ.Παπαδήμος, Αντώνης Σαμαράς. Οι ευρισκόμενοι στον αντίποδα του "ΟΧΙ" του Ιωάννη Μεταξά...
Ο Ι.Μεταξάς, όμως, δεν δίστασε ούτε λεπτό. Πώς ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο, πώς θα μπορούσε ένας Έλληνας, και μάλιστα ένας Έλληνας αξιωματικός, να προδώσει «της πατρίδος τα ιερά»; Δεν μπορούσε να συμβεί. Νομοτελειακά δεν μπορούσε να συμβεί.
Και ο Μεταξάς το γνώριζε. Εκείνο το βράδυ ο Μεταξάς εξέφραζε όλους τους Έλληνες που έζησαν στους αιώνες.
Τελείωσε την ανάγνωση, σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε κατάματα τον Γκράτσι, αναγκάζοντάς τον να σκύψει τα δικά του από ντροπή, και του είπε στα γαλλικά: «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»!
Πολλά έχουν ειπωθεί τα τελευταία χρόνια, αμαυρώνοντας ακόμα και αυτήν τη δραματική στιγμή, αλλά και τη μνήμη ενός πραγματικά μεγάλου Έλληνα, του στρατηγού Ιωάννη Μεταξά. Σε πολλά, μάλλον στα περισσότερα, κρατικά και ιδιωτικά σχολεία δεν αναφέρθηκε στους εορτασμούς τουςκν ο μεγάλος Ελληνας Ιωάννης Μεταξάς.
Αυτός που όντας υπόλογος όντας στην ίδια την Ιστορία της Ελλάδας απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο γιατί ο ίδιος πίστευε πως αυτό όφειλε να πράξει.
Η ατιμία δεν υπήρξε ποτέ ελληνική αρετή. Και ο Μεταξάς μπορούσε να καυχάται για την ελληνική του καταγωγή, από τα βυζαντινά τα χρόνια.
Εξάλλου, γνώριζε ήδη τις ιταλικές προθέσεις, πολύ πριν την επίσημη κήρυξη του πολέμου, και είχε ήδη λάβει τις αποφάσεις του. Ο ίδιος ο τότε Ιταλός πρεσβευτής, στο βιβλίο του «Η Αρχή του Τέλους», αναφέρει ότι στο άκουσμα της λέξης πόλεμος από τον Μεταξά, του απάντησε ότι δεν πρόκειται για κήρυξη πολέμου και ότι η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει πως η ελληνική θα δεχθεί τους όρους της.
Ο Μεταξάς τότε ρώτησε ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία που ζητούσαν να καταλάβουν οι Ιταλοί. Η ερώτησή του είχε σκοπό να ξεσκεπάσει τον ξεπεσμό των Ιταλών. Ο Γκράτσι απάντησε ότι δεν γνώριζε ποια ήταν τα σημεία αυτά! Ο Μεταξάς τότε απάντησε: «Εν τοιαύτη περιπτώσει, η διακοίνωση αυτή αποτελεί κήρυξη πολέμου της Ιταλίας στην Ελλάδα». «Όχι, εξοχότατε, είναι τελεσίγραφο»,έσπευσε να απαντήσει ο Γκράτσι.
Ο Μεταξάς επέμεινε: «Είναι κήρυξη πολέμου», του είπε. «Αλλά θα παράσχετε βεβαίως τις διευκολύνσεις που ζητά η κυβέρνησή μου», ανταπάντησε ο Γκράτσι.
«ΟΧΙ. Δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει περί ελεύθερης διέλευσης», απάντησε ο Μεταξάς.
Ο Ιταλός πρεσβευτής γράφει χαρακτηριστικά: «Εκείνη τη στιγμή μίσησα το επάγγελμά μου, το οποίο μου επέβαλε ένα τόσο θλιβερό και ταπεινωτικό καθήκον. Υποκλίθηκα με βαθύτατο σεβασμό στον υπερήφανο γέροντα, ο οποίος δεν δίστασε ούτε για μια στιγμή να διαλέξει για την πατρίδα του την οδό της θυσίας, αντί της ατίμωσης, και αποχώρησα».
Ο Γκράτσι αποχώρησε με σκυμμένο κεφάλι. Αμέσως ο Μεταξάς πήρε τηλέφωνο και ειδοποίησε τον βασιλιά, τον αρχιστράτηγο και όλους όσους έπρεπε να ειδοποιηθούν. Συγκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο. Μίλησε στον βασιλιά και στους υπουργούς για την επίσκεψη του Γκράτσι και κατέθεσε ενώπιον όλων τα ήδη έτοιμα από πριν διατάγματα, τα σχετικά με την επιστράτευση, τις επιτάξεις. Ζήτησε από τους υπουργούς να τα υπογράψουν, τονίζοντας ότι όποιος δεν συμφωνεί, είναι ελεύθερος να παραιτηθεί. «Κύριοι, με κατηγόρησαν για δύο πράγματα. Πρώτον πως είμαι γερμανόφιλος και, δεύτερον, πως δεν έχω φαντασία και συναίσθημα, όπως ο Βενιζέλος. Είναι αλήθεια πως ανατράφηκα στη Γερμανία και πως είχα πολλούς δεσμούς με αυτή τη χώρα. Αλλά όπως μισεί κανείς έναν φίλο που δεν στάθηκε στο ύψος της φιλίας του περισσότερο από έναν αδιάφορο άνθρωπο, έτσι μισώ τώρα τους Γερμανούς. Όσο για το άλλο, είμαι βέβαια Κεφαλλονίτης και το έχω φυσικό να τα βάζω κάτω τα πράγματα και να τα ζυγιάζω. Αλλά είναι στιγμές που, αφού τα ζυγιάσει κανείς και τα μετρήσει όλα, πρέπει να αφήσει την καρδιά του να υπαγορεύσει την τελειωτική απόφαση. Και η καρδιά μου μου λέγει πως δεν μπορώ να προδώσω μια Ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων», είπε. Αμέσως μετά έκανε τον σταυρό του και άρχισε να υπογράφει πρώτος. «Ο Θεός σώζει την Ελλάδα», είπε. Όλοι υπέγραψαν, επαναλαμβάνοντας τη φράση του. «Ο Θεός σώζει την Ελλάδα». Η ώρα πλησίαζε 06.00. Πάνω στα βουνά, το κανόνι είχε ήδη βροντήξει. Ο πόλεμος είχε αρχίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου