Του Θανάση Τζιούμπα
Την Τρίτη 28/7 συγκλήθηκε, με αίτημα της Τουρκίας, έκτακτη σύνοδος του ΝΑΤΟ, για να εξετάσει τα «θέματα ασφαλείας», μετά το μακελειό στο Σουρούτς και την «επίθεση» του ISIS στο μεθοριακό φυλάκιο που κόστισε την ζωή σε ένα τούρκο στρατιωτικό.
Πρόκειται για την ενεργοποίηση ενός σχεδίου που από καιρό έχει καταστρωθεί από την πολιτική ηγεσία του νεο-οθωμανισμού και τα στρατιωτικά επιτελεία. Η κυβέρνηση του Σουλτάνου Ερντογάν και του Μεγάλου Βεζύρη Νταβούτογλου, από την αρχή του συριακού εμφυλίου αναζητά τρόπους να μεταβάλλει την έμμεση εμπλοκή σε άμεση στρατιωτική επέμβαση και κατοχή συριακού εδάφους.
Αν κάτι τέτοιο δεν έγινε ακόμη πραγματικότητα, οφείλεται σε δύο λόγους: ο ένας είναι και του καθεστώτος της Δαμασκού, σε συνδυασμό με το χαοτικό τοπίο του συρφετού της «συριακής αντιπολίτευσης». Το δεύτερο και σημαντικότερο είναι η ηρωική αντίσταση των Κούρδων της Συρίας που μέσα σε μερικούς μήνες κατάφεραν μια ταπεινωτική ήττα του τζιχαντισμού στο Κομπάνι και έφτασαν να απειλούν την ίδια την «πρωτεύουσα» του ISIS, την Ράκα.
Όλα αυτά έφεραν σε αδιέξοδο τα τουρκικά σχέδια για διαμελισμό της Συρίας με έναν πόλεμο μέσω αντιπροσώπων: η υποτιθέμενη εξόριστη κυβέρνηση που εγκατέστησε στην Κωνσταντινούπολη δεν αντιπροσωπεύει τίποτε, ενώ στο πεδίο των συγκρούσεων κυριάρχησαν οι Κούρδοι πεσμεργκά έναντι των μαυροφορεμένων συντρόφων του «Τζιχάντι Τζών». Η υποστήριξη και η συνεργασία των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας με τον ISIS υπήρξε απροκάλυπτη, αλλά όχι αρκετή. Η ανατροπή ήταν τεράστια, οι κουρδικές σημαίες ανεμίζουν στα ΝΑ σύνορα της Τουρκίας, ενώ στο εσωτερικό της, ως αντανάκλαση, το κουρδικό κίνημα γνωρίζει νέα άνθηση με το HDP, που εξελίσσεται σε ρυθμιστή της πολιτικής ζωής.
Είναι η ώρα για το σχέδιο Β΄, αυτό της στρατιωτικής δράσης. Κι εδώ έρχεται η προβοκάτσια. Γιατί πως αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί η επίθεση στο πολιτιστικό κέντρο του Σουρούτς με τα δεκάδες θύματα, σε μια περιοχή όπου ο στρατιωτικός και αστυνομικός έλεγχος των δυνάμεων είναι κάτι παρά πάνω από ασφυκτικός; Ή ακόμη περισσότερο το «μεθοριακό επεισόδιο» της σύγκρουσης με ενόπλους του ISIS; Το καθεστώς της Άγκυρας κατασκεύασε τις αφορμές για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης και ξεκαθάρισε από την αρχή τους στόχους: ο ISIS και (κυρίως) το ΡΚΚ.
Η κλιμάκωση άρχισε με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, που, ας σημειωθεί, συνοδεύτηκαν από μια παροιμιώδη αστοχία όσον αφορά στους στόχους του ISIS. Το επόμενο στάδιο είναι η δημιουργία μιας «ελεγχόμενης ζώνης» σε βάθος 40 χιλιομέτρων. Η ζώνη βέβαια αυτή περιλαμβάνει τα εδάφη που τα κουρδικά όπλα και η θυσία των ανδρών και γυναικών του YPG και YPJ έχουν ήδη απελευθερώσει και εκκαθαρίσει από τους τζιχαντιστές, που η μόνη πρόσβαση που έχουν πλέον εκεί είναι μέσω Τουρκίας και σε συνεργασία με τις τουρκικές αρχές (από εκεί έγινε και η προσπάθεια αντιπερισπασμού με την επίθεση στο Κομπάνι στις 25/6).
Η κατάσταση παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις για την διεθνή ειρήνη. Ο τυχοδιωκτισμός του σουλτανάτου, όχι άσχετος με τα εσωτερικά αδιέξοδα, επιχειρεί να μεταβάλλει έναν ήδη τραγικό εμφύλιο πόλεμο σε πόλεμο κρατών και αλλαγή συνόρων. Οι διαστάσεις που μπορεί να πάρει με δεδομένη την αντίθεση του Ιράν που μπορεί να εξελιχθεί σε άμεση εμπλοκή (προς μεγάλη ανακούφιση των Ισραηλινών που ηττήθηκαν διπλωματικά στο ζήτημα των πυρηνικών), είναι απρόβλεπτες.
Σε ένα τέτοιο θολό τοπίο η Άγκυρα επιχειρεί να σπάσει την απομόνωση και να δημιουργήσει μια «συμμαχία προθύμων» μέσω του ΝΑΤΟ. Δίνοντας ως αντάλλαγμα την χρήση της βάσης του Ινσιρλίκ από την αεροπορία των ΗΠΑ, επιδιώκει την πολιτική κάλυψη της επιθετικότητας της με την καραμέλα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, όπως η ίδια βέβαια την αντιλαμβάνεται.
Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, και θα κληθεί να στηρίξει την τυχοδιωκτική αυτή επιχείρηση εναντίον του κουρδικού κινήματος και λαού και εναντίον της σταθερότητας, (όσης έχει απομείνει) στην περιοχή. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει με ποια πολιτική είναι. Και κριτήρια για την στάση της δεν μπορεί παρά να είναι το δίκαιο και το εθνικό συμφέρον, που στην περίπτωση αυτή ταυτίζονται απόλυτα: καμία συνέργεια, ούτε καν έμμεση, στα σχέδια των νεο-οθωμανών και της βουλιμίας τους, βουλιμίας που ήδη μας αγγίζει, στην Κύπρο, το Αιγαίο, την Θράκη.
Πηγή Άρδην
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Την Τρίτη 28/7 συγκλήθηκε, με αίτημα της Τουρκίας, έκτακτη σύνοδος του ΝΑΤΟ, για να εξετάσει τα «θέματα ασφαλείας», μετά το μακελειό στο Σουρούτς και την «επίθεση» του ISIS στο μεθοριακό φυλάκιο που κόστισε την ζωή σε ένα τούρκο στρατιωτικό.
Πρόκειται για την ενεργοποίηση ενός σχεδίου που από καιρό έχει καταστρωθεί από την πολιτική ηγεσία του νεο-οθωμανισμού και τα στρατιωτικά επιτελεία. Η κυβέρνηση του Σουλτάνου Ερντογάν και του Μεγάλου Βεζύρη Νταβούτογλου, από την αρχή του συριακού εμφυλίου αναζητά τρόπους να μεταβάλλει την έμμεση εμπλοκή σε άμεση στρατιωτική επέμβαση και κατοχή συριακού εδάφους.
Αν κάτι τέτοιο δεν έγινε ακόμη πραγματικότητα, οφείλεται σε δύο λόγους: ο ένας είναι και του καθεστώτος της Δαμασκού, σε συνδυασμό με το χαοτικό τοπίο του συρφετού της «συριακής αντιπολίτευσης». Το δεύτερο και σημαντικότερο είναι η ηρωική αντίσταση των Κούρδων της Συρίας που μέσα σε μερικούς μήνες κατάφεραν μια ταπεινωτική ήττα του τζιχαντισμού στο Κομπάνι και έφτασαν να απειλούν την ίδια την «πρωτεύουσα» του ISIS, την Ράκα.
Όλα αυτά έφεραν σε αδιέξοδο τα τουρκικά σχέδια για διαμελισμό της Συρίας με έναν πόλεμο μέσω αντιπροσώπων: η υποτιθέμενη εξόριστη κυβέρνηση που εγκατέστησε στην Κωνσταντινούπολη δεν αντιπροσωπεύει τίποτε, ενώ στο πεδίο των συγκρούσεων κυριάρχησαν οι Κούρδοι πεσμεργκά έναντι των μαυροφορεμένων συντρόφων του «Τζιχάντι Τζών». Η υποστήριξη και η συνεργασία των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας με τον ISIS υπήρξε απροκάλυπτη, αλλά όχι αρκετή. Η ανατροπή ήταν τεράστια, οι κουρδικές σημαίες ανεμίζουν στα ΝΑ σύνορα της Τουρκίας, ενώ στο εσωτερικό της, ως αντανάκλαση, το κουρδικό κίνημα γνωρίζει νέα άνθηση με το HDP, που εξελίσσεται σε ρυθμιστή της πολιτικής ζωής.
Είναι η ώρα για το σχέδιο Β΄, αυτό της στρατιωτικής δράσης. Κι εδώ έρχεται η προβοκάτσια. Γιατί πως αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί η επίθεση στο πολιτιστικό κέντρο του Σουρούτς με τα δεκάδες θύματα, σε μια περιοχή όπου ο στρατιωτικός και αστυνομικός έλεγχος των δυνάμεων είναι κάτι παρά πάνω από ασφυκτικός; Ή ακόμη περισσότερο το «μεθοριακό επεισόδιο» της σύγκρουσης με ενόπλους του ISIS; Το καθεστώς της Άγκυρας κατασκεύασε τις αφορμές για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης και ξεκαθάρισε από την αρχή τους στόχους: ο ISIS και (κυρίως) το ΡΚΚ.
Η κλιμάκωση άρχισε με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, που, ας σημειωθεί, συνοδεύτηκαν από μια παροιμιώδη αστοχία όσον αφορά στους στόχους του ISIS. Το επόμενο στάδιο είναι η δημιουργία μιας «ελεγχόμενης ζώνης» σε βάθος 40 χιλιομέτρων. Η ζώνη βέβαια αυτή περιλαμβάνει τα εδάφη που τα κουρδικά όπλα και η θυσία των ανδρών και γυναικών του YPG και YPJ έχουν ήδη απελευθερώσει και εκκαθαρίσει από τους τζιχαντιστές, που η μόνη πρόσβαση που έχουν πλέον εκεί είναι μέσω Τουρκίας και σε συνεργασία με τις τουρκικές αρχές (από εκεί έγινε και η προσπάθεια αντιπερισπασμού με την επίθεση στο Κομπάνι στις 25/6).
Η κατάσταση παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις για την διεθνή ειρήνη. Ο τυχοδιωκτισμός του σουλτανάτου, όχι άσχετος με τα εσωτερικά αδιέξοδα, επιχειρεί να μεταβάλλει έναν ήδη τραγικό εμφύλιο πόλεμο σε πόλεμο κρατών και αλλαγή συνόρων. Οι διαστάσεις που μπορεί να πάρει με δεδομένη την αντίθεση του Ιράν που μπορεί να εξελιχθεί σε άμεση εμπλοκή (προς μεγάλη ανακούφιση των Ισραηλινών που ηττήθηκαν διπλωματικά στο ζήτημα των πυρηνικών), είναι απρόβλεπτες.
Σε ένα τέτοιο θολό τοπίο η Άγκυρα επιχειρεί να σπάσει την απομόνωση και να δημιουργήσει μια «συμμαχία προθύμων» μέσω του ΝΑΤΟ. Δίνοντας ως αντάλλαγμα την χρήση της βάσης του Ινσιρλίκ από την αεροπορία των ΗΠΑ, επιδιώκει την πολιτική κάλυψη της επιθετικότητας της με την καραμέλα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, όπως η ίδια βέβαια την αντιλαμβάνεται.
Η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, και θα κληθεί να στηρίξει την τυχοδιωκτική αυτή επιχείρηση εναντίον του κουρδικού κινήματος και λαού και εναντίον της σταθερότητας, (όσης έχει απομείνει) στην περιοχή. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει με ποια πολιτική είναι. Και κριτήρια για την στάση της δεν μπορεί παρά να είναι το δίκαιο και το εθνικό συμφέρον, που στην περίπτωση αυτή ταυτίζονται απόλυτα: καμία συνέργεια, ούτε καν έμμεση, στα σχέδια των νεο-οθωμανών και της βουλιμίας τους, βουλιμίας που ήδη μας αγγίζει, στην Κύπρο, το Αιγαίο, την Θράκη.
Πηγή Άρδην
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου