Ο Στρατηγός Ζέρβας άφησε την τελευταία του πνοή στις 10 Δεκεμβρίου 1957. Η κηδεία του έγινε στο Μητροπολιτικό ναό την 13η Δεκεμβρίου. Ο επικήδειος λόγος του Κομνηνού Πυρομάγλου, υπαρχηγού των ΕΟΕΑ, για τα όσα έζησε δίπλα στον Αρχηγό του είναι συγκλονιστικός. Παρόλο που οι σχέσεις τους πέρασαν από χίλια κύματα, η αναγνώριση και ο σεβασμός μεταξύ τους δεν έλειψε ποτέ. Ο Κομνηνός Πυρομάγλου μεταπελευθερωτικά τόσο από τα βιβλία του όσο και από τη διαδρομή του στον πολιτικό στίβο, τάχθηκε στην Κεντροαριστερά – αριστερά. Αντιτάχθηκε στον Ζέρβα για την αναγκαστική πολιτική στροφή του, μέχρι και στην ίδρυση του Εθνικού Κόμματος Ελλάδος, καθώς θεώρησε ότι ο αρχηγός του ΕΔΕΣ «πρόδωσε» τους πολιτικούς στόχους που μαζί είχαν θέσει τον Σεπτέμβριο του 1941.
Από την άλλη, ο Ζέρβας και οι πιστοί μαχητές του θεώρησαν απαράδεκτη τη πολιτική συμπεριφορά του Πυρομάγλου να εκλεγεί βουλευτής με τη στήριξη της ΕΔΑ. Νόμιζαν ότι πρόδωσε τους εθνικούς αγώνες των Εθνικών Ομάδων. Όπως και να ‘χει, ο σεβασμός και των δύο πλευρών δεν ξεχάστηκε ποτέ. Ο Πυρομάγλου επαινούσε μέχρι το τέλος του, τον εθνικό αντιστασιακό και πατριωτικό αγώνα του Ναπολέοντα Ζέρβα. Επιπλέον, χαρακτηριστικός υπήρξε ο λόγος του στην κηδεία του αντάρτη αρχηγού του:
Από την άλλη, ο Ζέρβας και οι πιστοί μαχητές του θεώρησαν απαράδεκτη τη πολιτική συμπεριφορά του Πυρομάγλου να εκλεγεί βουλευτής με τη στήριξη της ΕΔΑ. Νόμιζαν ότι πρόδωσε τους εθνικούς αγώνες των Εθνικών Ομάδων. Όπως και να ‘χει, ο σεβασμός και των δύο πλευρών δεν ξεχάστηκε ποτέ. Ο Πυρομάγλου επαινούσε μέχρι το τέλος του, τον εθνικό αντιστασιακό και πατριωτικό αγώνα του Ναπολέοντα Ζέρβα. Επιπλέον, χαρακτηριστικός υπήρξε ο λόγος του στην κηδεία του αντάρτη αρχηγού του:
«Όταν μια μέρα η πραγματική ιστορία πάρη την πένα και γράψη την αθάνατη κρίσι της, μπορώ να σου το βεβαιώσω από τώρα, αντάρτη στρατηγέ, πως θα σε κατατάξη στην πρώτη σειρά των γενναίων αγωνιστών του Έθνους. Γιατί η Ιστορία, πέρα από το πάθος και την υποκειμενική ερμηνεία των συγχρόνων σου, θα διαπιστώσει προ παντός τούτο: ό,τι εναντίον της απάνθρωπης κατοχής πήρες το ντουφέκι σαν απλός αντάρτης και ανέβηκες στο βουνό με ένα μόνο διακαή πόθο: να χτυπήσης τον Αγαρινό, που πάτησε με το βάρβαρο πόδι του το ιερό ελληνικό έδαφος.
Στην απόφασή σου αυτή τότε, δεν λογάριασες ούτε τη ζωή σου, δεν υπολόγησες ποία ήταν η πιθανότης της επιτυχίας, ούτε και φοβήθηκες τον κίνδυνο της αποτυχίας. Μου είπες μόνο τούτο: «Στους Ελληνάδες και στους ξένους πρέπει να δείξουμε ότι εμείς δεν είμαστε αρνιά, να μας μαζεύουν οι Γενίτσαροι του Χίτλερ και να μας σφάζουν μέσα στο μαντρί». Το θυμάσαι; Και βέβαια θα το θυμάσαι, γιατί εσύ μου το θύμισες λίγο πριν έρθω, εδώ μπροστά σου να ξαναθυμηθώ μαζί σου μερικές στιγμές από τα δυόμισυ χρόνια της αντάρτικης ζωής μας.
Ξέρεις πως στο βουνό δεν βγάζαμε επικήδειους για τους αντάρτες μας που πέθαιναν. Αδελφωνόμαστε μπροστά τους και τους ιστορούσαμε τις πράξεις που μας ήνωναν, που μας ζωντάνευαν το σκοπό. Σήμερα, αυτό θα κάμω και εγώ μαζί σου, αυτό θα κάμουμε όλοι που είμαστε εδώ μέσα, όλοι οι παληοί σου αντάρτες, που θα σε ξεπροβοδίσουν. Έτσι πριν φύγης απ’ εδώ για το μεγάλο σου ταξίδι, στάσου για λίγο να ξαναθυμηθούμε μερικές στιγμές από τις παληές ζωντανές ημέρες.
Θυμάσαι πως μια μέρα πριν ξεκινήσουμε από την Αθήνα για το βουνό μου έλεγες: «Μην παραξενεύεσαι όταν σου λένε πως το αντάρτικο είναι τρέλλα. Οι στιγμές είναι σκληρές και δύσκολες. Τους έχει φύγει η ψυχή, η καρδιά τους μίκρυνε. Πρέπει πάντα να ξεκινήσει πρώτα ο ένας. Εκεί που θα πάμε αντρειώνεται ο άνθρωπος. Η ζωή ψηλώνει σαν τα έλατα και ο θάνατος γίνεται βροντή που θα ρίξει το νερό, να κατεβάσουν τα ποτάμια, να πνίξουν τον Αγαρινό και να ποτίσουν την Ελληνική γή για να ξαναβλαστήση η λευτεριά».
Αυτά μου έλεγες, αντάρτη – στρατηγέ. Και όταν, πάνω από τις κορφές του Μακρυνόρους, αντικρύσαμε τα Σουλιώτικα βουνά, στάθηκες και με βαθιά αναπνοή φώναξες σε όλους τους Ελληνάδες – έτσι τους έλεγες – το παληό σουλιώτικο τραγούδι:
Λίγες μέρες ύστερα μαντεύοντας την ανυπομονησία μου, μου είπες πάλι: «Μή βιάζεσαι. Πρέπει να φωτίση ο Θεός τους Ιταλούς ν’ ανέβουν κάποια μέρα να μας κυνηγήσουν. Γι΄αυτό στέλνω μηνύματα στην Άρτα και λέω πως είμαστε 500, 1000. Και ας είμαστε μόνον δεκαπέντε. Τότε θα δής πως θα φουντώση…». Και έτσι ήταν όπως το είπες.
Την ημέρα που οι Ιταλοί πέρασαν το Κλειδί και ανέβαιναν προς τη Σκουληκαριά, μέσα από τα έλατα έτρεχαν να μας βρούν Ελληνάδες με το ντουφέκι στο χέρι. Τσοπάνηδες, χωρικοί, δάσκαλοι, παπάδες, γιατροί από όλα τα χωριά του Γαβρόβου τρέξανε να παίξουν ντουφεκιές τους Ιταλούς. Και το αντάρτικο φούντωσε.
Μιά άλλη μέρα, πάνω από την πιο ψηλή κορφή του Γαβρόβου μπροστά σε μια πηγή με γάργαρο νερό, μου είπες, δείχνοντάς τα Τζουμέρκα και πιο πέρα το Σούλι: «Τα βλέπεις αυτά τα ψηλά βουνά; Και κεί σε λίγο το αντάρτικο θα φουντώση, γιατί έχει παιδιά πολέμαρχους». Και φούντωσε.
Ξεκινήσαμε για το Γοργοπόταμο από τα Αργύρια ως το Μαύρο Λιθάρι, και από το Μαύρο Λιθάρι ως το Μεσόπυργο. Απ΄όλα τα χωριά που περνούσαμε, άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι έβγαιναν να μας δεχτούν. Οι καμπάνες χτυπούσαν, οι παπάδες φορούσαν τα άμφιά τους, οι γυναίκες έκαιαν λιβανωτό και τα παλλικάρια ζητούσαν ντουφέκι. Και ρίξαμε το γεφύρι του Γοργοποτάμου. Και μια μέρα κάτω από έναν πανύψηλον πλάτανον μάθαμε πως ένα πρωί οι τοίχοι της Αθήνας είχαν σκεπαστή από φωτογραφίες του Ζέρβα.
Δεν πέρασε καιρός, και σ΄όλες τις βουνοκροφές, σε όλα τα φαράγγια βρόντησε και αντήχησε, άναψε το ντουφέκι. Και ξαναζωντάνεψεν ο τόπος, ξεθάρρεψεν η ζωή, όταν η ελληνική λεβεντιά ξαναπήρε στα χέρια της τη δόξα και την τιμή της Ελλάδας. Και το αντάρτικο πλήθυνε. Και έγινε αντάρτικος στρατός. Τα ελληνικά βουνά έγιναν η Ελεύθερη Ορεινή Ελλάδα. Και ξαναζωντάνεψε ο θρύλος της κλεφτουργιάς. Μεγάλωσε και ο θρύλος ο δικός σου. Και ο κατακτητής χτυπήθηκε παντού. Και άρχιζε να λογαριάζει τον αντάρτικο στρατό. Και οι σύμμαχοί μας του πολέμου άρχιζαν να τον υπολογίζουν και αυτοί. Και όταν ήρθε η ώρα να περάσουν από την Αφρική στην Ευρώπη, ζήτησαν τη βοήθειά μας. Και τους τη δώσαμε όλοι οι αντάρτες. Και το χτύπημά τους εναντίον του κατακτητού ήταν πολύ δυνατό. Γιατί ο Άξονας πίστεψε πως η απόβαση θα γινόταν στην Ελλάδα. Και κατέβασε στην Ελλάδα στρατό, και άλλο πολύ στρατό.
Μια μέρα, που ο κατακτητής λυσσομανώντας όρμησε πάνω στα ελληνικά βουνά να σβήση το αντάρτικο και απ΄όπου διάβαινε περνούσε τα πάντα από τη φωτιά και από το σίδερο, στάθηκες ανάμεσα στους χωρικούς και, κοντός, όπως ήσουνα, δεν ακούγαμε παρά μόνο τη φωνή σου να λέει: «Παιδιά, τα χωριά σας καίονται…». Και πριν τελειώσης, όλοι μαζί με μιά φωνή, οι χωρικοί, σου απάντησαν: «Μή σε νιάζη, καπετάνιο. Δεν είναι τίποτα. Όλα ας ρημάξουν. Όταν ξανάρθει η Λευτεριά, όλα θα τα φτιάξουμε πάλι». Και γυρίζοντας προς τους αντάρτες, είπες: «Σας είπα πως οι Ελληνάδες είναι μεγάλη ράτσα. Και δεν θα σβήση ποτέ. Τραβάτε, χτυπάτε το Βάρβαρο, το Σκύλο…».
Μια άλλη μέρα, ήταν οι μέρες που κατά χιλιάδες οι Ιταλοί στρατιώτες ανέβαιναν να παραδωθούν σε μας, και είχαν σκορπίσει σε όλα τα κατεστραμμένα χωριά, περνούσαμε απ΄τα Τζουμέρκα και το Ξηροβούνι προς τη Λάκκα Σούλι. Μαζί μας ήταν και κάμποσοι σύμμαχοι αξιωματικοί, Άγγλοι και Αμερικανοί. Και σου είπαν μερικοί από αυτούς: «Γιατί Στρατηγέ, αφήνετε οι κατεστραμμένοι και κατατρεγμένοι χωρικοί να μοιράζουν το ψωμί τους με τους Ιταλούς, αυτούς τους ίδιους Ιταλούς που ένα μήνα πριν έκαψαν τα χωριά τους και τη σοδειά τους;». Και όταν ρώτησες τους χωρικούς, τους Ελληνάδες χωρικούς, γιατί μοίραζαν το ψωμί τους με τους Ιταλούς απάντησαν: «Εχθρός είναι μόνο εκείνος που έχει το ντουφέκι και σε χτυπά. Χωρίς ντουφέκι είναι άνθρωπος». Και είπες τότε στους Συμμάχους: «Αυτό θα πή ανθρωπιά. ‘Έχετε και σεις στον τόπο σας αυτή την ανθρωπιά;». Το θυμάσαι αντάρτη στρατηγέ; Δεν μπορεί παρά να το θυμάσαι. Γιατί πίστεψες, όπως πιστέψαμε όλοι μας, πως ο Ελληνικός Λαός είναι μεγάλη ράτσα, έχει μεγάλη ανθρωπιά. Την φέρνει μαζί του από τα τρίσβαθα των αιώνων, για να ξεχωρίζει από τον άλλο κόσμο, και στις καλές και στις δύστυχες στιγμές, και σ΄αυτό τον κόσμο, και αν μπορεί και στον άλλο κόσμο. Τα θυμάσαι όλα αυτά; Δεν μπορεί να μην τα θυμάσαι. Και θα θυμάσαι και άλλα πολλά, όπως όλοι οι αντάρτες σου θα τα θυμούνται.
Δεν θέλω να σε κουράσω πιο πολύ. Τώρα πρέπει να χωρίσουμε. Άφησε. Θα τα λέμε οι αντάρτες αναμεταξύ μας, θα τα λέμε στους άλλους, θα προσπαθήσουμε, όσοι μείνουμε πίσω, να τα μαθαίνουν και οι άλλες γενιές που θάρθουν. Τώρα αντάρτη – στρατηγέ, θα ξεκινήσης για το μεγάλο σου και τελειωτικό ταξίδι. Ξέρω πως ώσπου να φτάσης, το μακρύ δρόμο που θα τον περάσης, θα τον περπατήσης και αυτή τη φορά λεβέντικα. Ξέρω πως και στο δρόμο αυτό θα είσαι εσύ ο καπετάνιος. Ο χάρος θα είναι στρατιώτης σου. Γιατί σήμερα που φεύγεις δεν σε παίρνει ο χάρος. Σε παίρνει η ζωή. Η ελληνική ζωή, στην οποία η αντρεία σου έδωσε κάποιο νόημα, πάνω στα ελληνικά βουνά.
Εκεί που θα πάς θα συναντήσεις όλους τους γενναίους, γιατί μαζί με τους γενναίους σε στέλνει η ιστορία, τους γενναίους που πέθαναν για την Πατρίδα. Πες τους, πες τους σε παρακαλώ, αντάρτη – στρατηγέ, το μήνυμά μας, δεν είναι μόνο δικό μου, είναι όλων των ανταρτών που βγήκαν στα ελληνικά βουνά ενάντια στον κατακτητή, πες τους πως κάθε φορά που ο τόπος περνά δύστυχες μέρες, να ξαναγυρίσουν στα βουνά της Ελλάδος και, όπως και στον καιρό τον δικό μας, οι ίσκιοι των να δρασκελούν και πάλι τις κορφές, τις ρεματιές και τα φαράγγια, να συνοδεύουν τους Έλληνες πολεμιστές, να τους ενθαρρύνουν και να πολεμούν μαζί των. Και να σαι και σύ μαζί των, αντάρτη Ζέρβα. Γιατί και συ ξέρεις, να διδάσκης, να δείχνης, όπως το έκαμες τόσες φορές, τί είναι παλληκαριά, τί είναι αγάπη στην Ελληνική Πατρίδα».
http://ellhnikaxronika.com/
Στην απόφασή σου αυτή τότε, δεν λογάριασες ούτε τη ζωή σου, δεν υπολόγησες ποία ήταν η πιθανότης της επιτυχίας, ούτε και φοβήθηκες τον κίνδυνο της αποτυχίας. Μου είπες μόνο τούτο: «Στους Ελληνάδες και στους ξένους πρέπει να δείξουμε ότι εμείς δεν είμαστε αρνιά, να μας μαζεύουν οι Γενίτσαροι του Χίτλερ και να μας σφάζουν μέσα στο μαντρί». Το θυμάσαι; Και βέβαια θα το θυμάσαι, γιατί εσύ μου το θύμισες λίγο πριν έρθω, εδώ μπροστά σου να ξαναθυμηθώ μαζί σου μερικές στιγμές από τα δυόμισυ χρόνια της αντάρτικης ζωής μας.
Ξέρεις πως στο βουνό δεν βγάζαμε επικήδειους για τους αντάρτες μας που πέθαιναν. Αδελφωνόμαστε μπροστά τους και τους ιστορούσαμε τις πράξεις που μας ήνωναν, που μας ζωντάνευαν το σκοπό. Σήμερα, αυτό θα κάμω και εγώ μαζί σου, αυτό θα κάμουμε όλοι που είμαστε εδώ μέσα, όλοι οι παληοί σου αντάρτες, που θα σε ξεπροβοδίσουν. Έτσι πριν φύγης απ’ εδώ για το μεγάλο σου ταξίδι, στάσου για λίγο να ξαναθυμηθούμε μερικές στιγμές από τις παληές ζωντανές ημέρες.
Θυμάσαι πως μια μέρα πριν ξεκινήσουμε από την Αθήνα για το βουνό μου έλεγες: «Μην παραξενεύεσαι όταν σου λένε πως το αντάρτικο είναι τρέλλα. Οι στιγμές είναι σκληρές και δύσκολες. Τους έχει φύγει η ψυχή, η καρδιά τους μίκρυνε. Πρέπει πάντα να ξεκινήσει πρώτα ο ένας. Εκεί που θα πάμε αντρειώνεται ο άνθρωπος. Η ζωή ψηλώνει σαν τα έλατα και ο θάνατος γίνεται βροντή που θα ρίξει το νερό, να κατεβάσουν τα ποτάμια, να πνίξουν τον Αγαρινό και να ποτίσουν την Ελληνική γή για να ξαναβλαστήση η λευτεριά».
Αυτά μου έλεγες, αντάρτη – στρατηγέ. Και όταν, πάνω από τις κορφές του Μακρυνόρους, αντικρύσαμε τα Σουλιώτικα βουνά, στάθηκες και με βαθιά αναπνοή φώναξες σε όλους τους Ελληνάδες – έτσι τους έλεγες – το παληό σουλιώτικο τραγούδι:
Το Ζέρβα και τον Μπότσαρη φώναξε ο Τζαβέλλας.
Παιδιά σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντρειωμένα.
Ο πόλεμος ξανάρχισε θ’ ανάψουν τα ντουφέκια…Και σου είπαμε θ’ ανάψουν τα ντουφέκια. Στην Ντούνιστα, μπαίνοντας στο σπίτι που μας δέχτηκε, είπες: «Το αντάρτικο ξεκινά από ένα σπίτι της γενιάς των Καραϊσκάκιδων. Ύστερα ανεβήκαμε πιο ψηλά. Και περιπλανηθήκαμε πολλές εβδομάδες για να μεταφέρουμε την ψυχή και να μεγαλώσουμε την καρδιά των Ελληνάδων. Από την Καλάνα στο Γάβροβο. Από τις στάνες του Ράβδου στις κάνες του Βράζου. Φτάσαμε και στη Σβάρνα, στην καλύβα του Αρβανίτη. Και ο Αρβανίτης που είχε και ψυχή και καρδιά, ήρθε την άλλη μέρα το πρωί, κρατώντας από το χέρι τον πιο μεγάλο του γιό, 17 χρονών και μέσα στη μικρή εκκλησία σου είπε: «Στρατηγέ, πιστεύω στον αγώνα σου. Σου φέρνω τον γιό μου να τον γράψης αντάρτη». Και ήταν ο πρώτος αντάρτης. Πήρες τον μικρό σου αντάρτη, το Γιώργο Αρβανίτη, τον φίλησες, έκανες το σταυρό σου προς το ιερό και με δάκρυα στα μάτια μας είπες: «η πίστις ενός πατέρα που προσφέρει το παιδί του στη θυσιά είναι μεγάλο πράγμα για την Ελλάδα. Το αντάρτικο θα φουντώση».
Λίγες μέρες ύστερα μαντεύοντας την ανυπομονησία μου, μου είπες πάλι: «Μή βιάζεσαι. Πρέπει να φωτίση ο Θεός τους Ιταλούς ν’ ανέβουν κάποια μέρα να μας κυνηγήσουν. Γι΄αυτό στέλνω μηνύματα στην Άρτα και λέω πως είμαστε 500, 1000. Και ας είμαστε μόνον δεκαπέντε. Τότε θα δής πως θα φουντώση…». Και έτσι ήταν όπως το είπες.
Την ημέρα που οι Ιταλοί πέρασαν το Κλειδί και ανέβαιναν προς τη Σκουληκαριά, μέσα από τα έλατα έτρεχαν να μας βρούν Ελληνάδες με το ντουφέκι στο χέρι. Τσοπάνηδες, χωρικοί, δάσκαλοι, παπάδες, γιατροί από όλα τα χωριά του Γαβρόβου τρέξανε να παίξουν ντουφεκιές τους Ιταλούς. Και το αντάρτικο φούντωσε.
Η νεκρική πομπή με τις στρατιωτικές τιμές στη σορό του Ναπολέοντα Ζέρβα, 13 Δεκεμβρίου 1957. |
Ξεκινήσαμε για το Γοργοπόταμο από τα Αργύρια ως το Μαύρο Λιθάρι, και από το Μαύρο Λιθάρι ως το Μεσόπυργο. Απ΄όλα τα χωριά που περνούσαμε, άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι έβγαιναν να μας δεχτούν. Οι καμπάνες χτυπούσαν, οι παπάδες φορούσαν τα άμφιά τους, οι γυναίκες έκαιαν λιβανωτό και τα παλλικάρια ζητούσαν ντουφέκι. Και ρίξαμε το γεφύρι του Γοργοποτάμου. Και μια μέρα κάτω από έναν πανύψηλον πλάτανον μάθαμε πως ένα πρωί οι τοίχοι της Αθήνας είχαν σκεπαστή από φωτογραφίες του Ζέρβα.
Δεν πέρασε καιρός, και σ΄όλες τις βουνοκροφές, σε όλα τα φαράγγια βρόντησε και αντήχησε, άναψε το ντουφέκι. Και ξαναζωντάνεψεν ο τόπος, ξεθάρρεψεν η ζωή, όταν η ελληνική λεβεντιά ξαναπήρε στα χέρια της τη δόξα και την τιμή της Ελλάδας. Και το αντάρτικο πλήθυνε. Και έγινε αντάρτικος στρατός. Τα ελληνικά βουνά έγιναν η Ελεύθερη Ορεινή Ελλάδα. Και ξαναζωντάνεψε ο θρύλος της κλεφτουργιάς. Μεγάλωσε και ο θρύλος ο δικός σου. Και ο κατακτητής χτυπήθηκε παντού. Και άρχιζε να λογαριάζει τον αντάρτικο στρατό. Και οι σύμμαχοί μας του πολέμου άρχιζαν να τον υπολογίζουν και αυτοί. Και όταν ήρθε η ώρα να περάσουν από την Αφρική στην Ευρώπη, ζήτησαν τη βοήθειά μας. Και τους τη δώσαμε όλοι οι αντάρτες. Και το χτύπημά τους εναντίον του κατακτητού ήταν πολύ δυνατό. Γιατί ο Άξονας πίστεψε πως η απόβαση θα γινόταν στην Ελλάδα. Και κατέβασε στην Ελλάδα στρατό, και άλλο πολύ στρατό.
Μια μέρα, που ο κατακτητής λυσσομανώντας όρμησε πάνω στα ελληνικά βουνά να σβήση το αντάρτικο και απ΄όπου διάβαινε περνούσε τα πάντα από τη φωτιά και από το σίδερο, στάθηκες ανάμεσα στους χωρικούς και, κοντός, όπως ήσουνα, δεν ακούγαμε παρά μόνο τη φωνή σου να λέει: «Παιδιά, τα χωριά σας καίονται…». Και πριν τελειώσης, όλοι μαζί με μιά φωνή, οι χωρικοί, σου απάντησαν: «Μή σε νιάζη, καπετάνιο. Δεν είναι τίποτα. Όλα ας ρημάξουν. Όταν ξανάρθει η Λευτεριά, όλα θα τα φτιάξουμε πάλι». Και γυρίζοντας προς τους αντάρτες, είπες: «Σας είπα πως οι Ελληνάδες είναι μεγάλη ράτσα. Και δεν θα σβήση ποτέ. Τραβάτε, χτυπάτε το Βάρβαρο, το Σκύλο…».
Μια άλλη μέρα, ήταν οι μέρες που κατά χιλιάδες οι Ιταλοί στρατιώτες ανέβαιναν να παραδωθούν σε μας, και είχαν σκορπίσει σε όλα τα κατεστραμμένα χωριά, περνούσαμε απ΄τα Τζουμέρκα και το Ξηροβούνι προς τη Λάκκα Σούλι. Μαζί μας ήταν και κάμποσοι σύμμαχοι αξιωματικοί, Άγγλοι και Αμερικανοί. Και σου είπαν μερικοί από αυτούς: «Γιατί Στρατηγέ, αφήνετε οι κατεστραμμένοι και κατατρεγμένοι χωρικοί να μοιράζουν το ψωμί τους με τους Ιταλούς, αυτούς τους ίδιους Ιταλούς που ένα μήνα πριν έκαψαν τα χωριά τους και τη σοδειά τους;». Και όταν ρώτησες τους χωρικούς, τους Ελληνάδες χωρικούς, γιατί μοίραζαν το ψωμί τους με τους Ιταλούς απάντησαν: «Εχθρός είναι μόνο εκείνος που έχει το ντουφέκι και σε χτυπά. Χωρίς ντουφέκι είναι άνθρωπος». Και είπες τότε στους Συμμάχους: «Αυτό θα πή ανθρωπιά. ‘Έχετε και σεις στον τόπο σας αυτή την ανθρωπιά;». Το θυμάσαι αντάρτη στρατηγέ; Δεν μπορεί παρά να το θυμάσαι. Γιατί πίστεψες, όπως πιστέψαμε όλοι μας, πως ο Ελληνικός Λαός είναι μεγάλη ράτσα, έχει μεγάλη ανθρωπιά. Την φέρνει μαζί του από τα τρίσβαθα των αιώνων, για να ξεχωρίζει από τον άλλο κόσμο, και στις καλές και στις δύστυχες στιγμές, και σ΄αυτό τον κόσμο, και αν μπορεί και στον άλλο κόσμο. Τα θυμάσαι όλα αυτά; Δεν μπορεί να μην τα θυμάσαι. Και θα θυμάσαι και άλλα πολλά, όπως όλοι οι αντάρτες σου θα τα θυμούνται.
Δεν θέλω να σε κουράσω πιο πολύ. Τώρα πρέπει να χωρίσουμε. Άφησε. Θα τα λέμε οι αντάρτες αναμεταξύ μας, θα τα λέμε στους άλλους, θα προσπαθήσουμε, όσοι μείνουμε πίσω, να τα μαθαίνουν και οι άλλες γενιές που θάρθουν. Τώρα αντάρτη – στρατηγέ, θα ξεκινήσης για το μεγάλο σου και τελειωτικό ταξίδι. Ξέρω πως ώσπου να φτάσης, το μακρύ δρόμο που θα τον περάσης, θα τον περπατήσης και αυτή τη φορά λεβέντικα. Ξέρω πως και στο δρόμο αυτό θα είσαι εσύ ο καπετάνιος. Ο χάρος θα είναι στρατιώτης σου. Γιατί σήμερα που φεύγεις δεν σε παίρνει ο χάρος. Σε παίρνει η ζωή. Η ελληνική ζωή, στην οποία η αντρεία σου έδωσε κάποιο νόημα, πάνω στα ελληνικά βουνά.
Εκεί που θα πάς θα συναντήσεις όλους τους γενναίους, γιατί μαζί με τους γενναίους σε στέλνει η ιστορία, τους γενναίους που πέθαναν για την Πατρίδα. Πες τους, πες τους σε παρακαλώ, αντάρτη – στρατηγέ, το μήνυμά μας, δεν είναι μόνο δικό μου, είναι όλων των ανταρτών που βγήκαν στα ελληνικά βουνά ενάντια στον κατακτητή, πες τους πως κάθε φορά που ο τόπος περνά δύστυχες μέρες, να ξαναγυρίσουν στα βουνά της Ελλάδος και, όπως και στον καιρό τον δικό μας, οι ίσκιοι των να δρασκελούν και πάλι τις κορφές, τις ρεματιές και τα φαράγγια, να συνοδεύουν τους Έλληνες πολεμιστές, να τους ενθαρρύνουν και να πολεμούν μαζί των. Και να σαι και σύ μαζί των, αντάρτη Ζέρβα. Γιατί και συ ξέρεις, να διδάσκης, να δείχνης, όπως το έκαμες τόσες φορές, τί είναι παλληκαριά, τί είναι αγάπη στην Ελληνική Πατρίδα».
http://ellhnikaxronika.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου