Του δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα
Μετά τις τελευταίες δραματικές εξελίξεις με την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού Sukhoi Su-24 από την Τουρκία, άποψη του γράφοντος είναι ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες προκειμένου η Ελλάδα να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο σύναψης στρατηγικής συμμαχίας με τη Ρωσία.
Είναι δεδομένο ότι η άποψη αυτή προκαλεί... αναφυλαξία στην ηγεμονεύουσα νομενκλατούρα που κυβερνά διαχρονικά τη χώρα, για την οποία μοναδική αποδεκτή πραγματικότητα είναι το «ανήκομεν εις την Δύσιν». Στο πλαίσιο αυτό, δεν έχει νόημα να αρχίσουμε να επιχειρηματολογούμε αναφορικά με τα θετικά στοιχεία που θα είχε για την Ελλάδα μια στρατηγική προσέγγιση με τη Ρωσία. Θα περιοριστούμε, λοιπόν, να προσδιορίσουμε κάποιους λόγους για τους οποίους μια παρόμοια κίνηση ενδέχεται, τη δεδομένη στιγμή, να είναι ιδιαίτερα πολύτιμη όχι για τη χώρα μας, αλλά για τη Δύση. Δηλαδή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη.
«Σουλτάνος» εναντίον «τσάρου»
Μετά την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού, ένας συρφετός «ειδικών» έσπευσε να ερμηνεύσει τη ρωσοτουρκική σύγκρουση ως έναν ανταγωνισμό υπερφίαλων προσωπικοτήτων των ηγετών των δύο χωρών. Με άλλα λόγια, όλη η βαθιά και πολύπλοκη γεωπολιτική εξίσωση στις ρωσοτουρκικές σχέσεις πήγε περίπατο κι έμεινε το «ο σουλτάνος εναντίον του τσάρου». Ακόμη όμως κι αν περιοριστούμε σε αυτό το απλοϊκό επίπεδο, η συμπεριφορά των δύο ηγετών είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Ενώ στην περίπτωση της Άγκυρας έχουμε κινήσεις ακραίου ρίσκου, που θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με γεωπολιτική ρώσικη ρουλέτα, η πολιτική της Μόσχας είναι εξαιρετικά μετριοπαθής και προσεκτική, κι αυτό είναι ευτύχημα για την παγκόσμια ειρήνη.
Για όποιον δεν έχει κατανοήσει τη διακύβευση, για πρώτη φορά έπειτα από πενήντα χρόνια έχουμε πολεμικό επεισόδιο μεταξύ χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας. Σε αντίθεση δε με ό,τι γενικώς πιστεύεται, αν αυτό ήταν επικίνδυνο μια φορά τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, είναι δέκα φορές πιο επικίνδυνο σήμερα. Κι αυτό γιατί ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια αρκετά σταθερή γεωστρατηγική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ακραία πλην μεμονωμένα συμβάντα μπορούσαν να απομονωθούν και να ελεγχθούν. Σήμερα, ωστόσο, η κατάσταση στην Ευρώπη είναι πολύ πιο εύθραυστη. Υπάρχει ήδη ένα ανοιχτό μέτωπο στην Ουκρανία, ενώ επικίνδυνα ασταθής είναι και η κατάσταση στις ευάλωτες δημοκρατίες της Βαλτικής, τις οποίες η Μόσχα θεωρεί επιθετικά προγεφυρώματα της Δύσης.
Εκτός όμως από την πολύ πιο εύθραυστη γεωπολιτική αρχιτεκτονική σε σχέση με τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, έχει ανακύψει κι ένας άλλος παράγοντας που καθιστά εν δυνάμει ιδιαίτερα επικίνδυνη την κατάσταση στην Ευρώπη σήμερα. Ο παράγοντας αυτός είναι η τεράστια ανισορροπία συμβατικής στρατιωτικής ισχύος που έχει διαμορφωθεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Παρόλο που ο σημερινός ρωσικός στρατός είναι πολύ μικρότερος από τον σοβιετικό προκάτοχό του, εντούτοις είναι πολύ ισχυρότερος απ’ ό,τι μπορούν να μαζέψουν οι Δυτικοευρωπαίοι, οι οποίοι συστηματικά και επίμονα τις τελευταίες δεκαετίες έχουν συρρικνώσει έως εξαλείψεως τις στρατιωτικές τους δυνάμεις. Αν θέλουμε να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, πλέον οι ευρωπαϊκοί στρατοί είναι ικανοί μόνο για «αστυνομικά» καθήκοντα σε χώρες όπως το Μάλι ή για να λειτουργούν ως «ουρά» των Αμερικανών στις διάφορες επιχειρήσεις «οικοδόμησης κρατών», όπως αυτές που οδήγησαν στο χάος στη Μέση Ανατολή που αντιμετωπίζουμε σήμερα...
Δεδομένου ότι ταυτοχρόνως και οι ΗΠΑ έχουν ουσιαστικά αποσυρθεί από την Ευρώπη, διατηρώντας σε αυτή μόνο συμβολικές δυνάμεις, μία αντιπαράθεση μεταξύ Δύσης και Ανατολής στην Ευρώπη, εάν έφτανε στο στρατιωτικό επίπεδο, δεν θα άφηνε άλλα περιθώρια στις δυτικές δυνάμεις παρά να επιλέξουν μεταξύ της ισοπέδωσης από τον ρωσικό οδοστρωτήρα και της καταφυγής στις αποτρεπτικές ικανότητες του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου. Με άλλα λόγια, στη δυτική Ευρασία έχει δημιουργηθεί μία γεωπολιτική φιάλη νιτρογλυκερίνης, την οποία απείλησε να τινάξει στον αέρα η τουρκική επίθεση στην Ρωσία.
Ευτυχώς για την ανθρωπότητα, ο πρόεδρος Πούτιν αντέδρασε πολύ μετριοπαθώς –όπως, άλλωστε, αρμόζει στη ρωσική σχολή της υψηλής στρατηγικής, η οποία χαρακτηρίζεται από προσεκτικές κινήσεις που έχουν μελετηθεί εξονυχιστικά πριν αναληφθούν. Η παράδοση αυτή υπάρχει από τα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου και υιοθετήθηκε σχεδόν αναλλοίωτη και από τη Σοβιετική Ένωση. Γενικότερα, οι χερσαίες δυνάμεις, από την εποχή της αρχαίας Σπάρτης μέχρι και σήμερα, είναι κατά κανόνα πολύ πιο προσεκτικές και συντηρητικές στις ενέργειές τους απ’ ότι οι ναυτικές δυνάμεις, που τείνουν να είναι περισσότερο παρορμητικές, φιλόδοξες και αναθεωρητικές.
Μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους η αυτοσυγκράτηση της Ρωσίας είναι εμφανής σε σημείο παρεξηγήσεως. Πράγματι, η επιλογή της μη άμεσης ανταπόδοσης στο αναίτιο τουρκικό πλήγμα θα έχει πολιτικό κόστος για την ηγεσία της Ρωσίας στο εσωτερικό της χώρας, ενώ αποτελεί πλήγμα και για το status της ως υπερδύναμης στο εξωτερικό. Αντιθέτως, στην Τουρκία αυτή η τυχοδιωκτική ενέργεια έχει ήδη ενισχύσει την εικόνα του Ερντογάν στις πλατιές λαϊκές μάζες που αποτελούν την αστείρευτη δεξαμενή των ψηφοφόρων του, ενώ ενισχύει και το γόητρο της χώρας στο εξωτερικό. Είναι δεδομένο ότι μεγάλο μέρος του τουρκικού λαού, αλλά και άλλων μουσουλμανικών εθνών, θα αναγνώσει αυτή τη μετριοπάθεια της Μόσχας ως φόβο έναντι της Άγκυρας και όχι ως ανησυχία για το που θα μπορούσαν να οδηγηθούν τα πράγματα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτή η «επιτυχία», ωστόσο, θα έχει και τις αρνητικές της συνέπειες. Μεταξύ των άλλων, ενώ ένα βίαιο και άμεσο στρατιωτικού τύπου «ισοδύναμο τετελεσμένο» από πλευράς Ρωσίας θα μπορούσε να λειτουργήσει καθαρτικά, η επιλογή της μη απάντησης αφήνει την πληγή στο ρωσικό γόητρο να κακοφορμίσει και διαχέει τις επιπτώσεις στις σχέσεις των δύο χωρών σε βάθος χρόνου, διαιωνίζοντας την έχθρα τους, η οποία έχει, άλλωστε, βαθιές ιστορικές ρίζες. Ταυτοχρόνως ωθεί την Τουρκία προς μία έτι περαιτέρω ισλαμοεθνικιστική πολιτική, η οποία την απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από τη Δύση, στρέφοντάς την προς τις ακραίες σουνιτικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, οργανικό κομμάτι των οποίων είναι και οι τζιχαντιστές του ISIS.
ΗΠΑ – ΝΑΤΟ «τσιράκια» των Τούρκων;
Και το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνουν τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Άραγε, θέλουν πράγματι να θυσιάσουν τη ρωσοευρωπαϊκή προσέγγιση που προέκυψε μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι για να στηρίξουν τον Ερντογάν; Πολύ δύσκολο, τουλάχιστον όσον αφορά στη Γαλλία.
Όπως είπαμε και προηγουμένως, οι πολεμικές ικανότητες των Ευρωπαίων, συμπεριλαμβανομένων και των Γάλλων, είναι σκιά του παλιού τους εαυτού, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να κάνουν εναντίον του ISIS παρά μόνο συμβολικού τύπου ενέργειες, όπως ήταν οι περιβόητες «είκοσι βόμβες», που αποτέλεσαν το «Σοκ και Δέος» της γαλλικής απάντησης μετά τα χτυπήματα στο Παρίσι. Άρα, αν θέλουν να έχουν ουσιαστική ελπίδα κατανίκησης των τζιχαντιστών χρειάζονται ξεκάθαρα τη Ρωσία. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που οι ρώσοι διατηρούν στενή σχέση με τις χώρες που προσφέρουν χερσαίες δυνάμεις στον πόλεμο κατά του Χαλιφάτου, συγκεκριμένα, με τον συριακό στρατό και τα ιρανικά στρατεύματα.
Ακόμη όμως κι αν Ευρωπαίοι και Αμερικανοί δεν θέλουν τους ρώσους για συμμάχους, σε καμία περίπτωση δεν τους θέλουν για εχθρούς. Πολλώ δε μάλλον, δεν επιθυμούν να τεθούν με το δάχτυλο στην σκανδάλη –ενδεχομένως δε και στην πυρηνική σκανδάλη- για να στηρίξουν τον Ερντογάν και κατ’ επέκταση τους ισλαμιστές στη Συρία. Αυτό είναι απλώς αδιανόητο. Μέχρι και οι πλέον αντιρωσικές χώρες στην Ευρώπη, όπως είναι η Πολωνία, φρικιάζουν στην σκέψη ότι θα εμπλέκονταν σε μία πρόωρη αντιπαράθεση με τη Ρωσία για χάρη των Τούρκων και των ισλαμιστών συμμάχων τους.
Όσο για την Τουρκία, έδειξε ότι δεν έχει απολύτως κανένα πρόβλημα να θέσε την παγκόσμια ασφάλεια εν κινδύνω για να υπονομεύσει τη γαλλορωσική προσέγγιση και εν γένει για να προωθήσει τους σκοπούς της. Μετατρέπεται, δηλαδή, τρόπον τινά σε «υπερταραχοποιό» κράτος (super rogue state), που κερδίζει τον τίτλο αυτό χάρη στη συμμετοχή του στο ΝΑΤΟ κα τη δυνατότητα του να στρέψει τη Δύση εναντίον της Ανατολής.
Ακόμη κι αν περιοριστούμε σε επίπεδο συμβολισμών, η Τουρκία με την ενέργειά της αυτή χειραγωγεί το ΝΑΤΟ και το θέτει στην υπηρεσία της δικής της πολιτικής. Υπό μία έννοια, λοιπόν, μετατρέπεται σε ένα είδος άτυπου ηγέτη της Συμμαχίας. Αυτό, πολύ απλά, είναι απολύτως απαράδεκτο από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και, φυσικά, από τις ΗΠΑ. Ιδίως μάλιστα, τη στιγμή που αυτή η άτυπη ηγεμονία δεν περιορίζεται στο επίπεδο των συμβολισμών, αλλά απειλεί να τινάξει την παγκόσμιο σταθερότητα στον αέρα.
Από την άλλη, βέβαια, η Δύση δύσκολα μπορεί να «αδειάσει» την Τουρκία και να την αφήσει ανυπεράσπιστη έναντι της Ρωσίας, καθώς με τον τρόπο αυτό θα αποδυναμωνόταν έως εξαλείψεως η πολιτικοστρατιωτική συνοχή του ΝΑΤΟ. Αν αφεθεί ακάλυπτη η Τουρκία σημαίνει ότι αφήνονται εν δυνάμει ακάλυπτες και οι άλλες χώρες της Συμμαχίας που φοβούνται τη Ρωσία, όπως είναι οι δημοκρατίες της Βαλτικής, και ουσιαστικά το ΝΑΤΟ οδηγείται στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Δεδομένων όλων των παραπάνω, η αντιμετώπιση της Τουρκίας δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με μία στρατηγική «έμμεσης προσέγγισης», κι αυτή μπορεί να την προσφέρει μία ελληνορωσική συμμαχία.
Προσέγγιση στην υπηρεσία της δυτικής υψηλής στρατηγικής
Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένας παράγοντας ικανός να οδηγήσει σε ασφαλές κανάλι τη ρωσοτουρκική αντιπαράθεση, διαχωρίζοντάς την από την υπόλοιπη αρχιτεκτονική άμυνας και ασφάλειας. Και ο παράγοντας αυτός θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα, διαμέσου μιας ουσιαστικής ελληνορωσικής προσέγγισης. Σε μία τέτοια περίπτωση, η Ρωσία θα αποκτούσε τη δυνατότητα να ασκήσει πλήγματα έναντι της Τουρκίας στο στρατηγικό επίπεδο, στηρίζοντας, για παράδειγμα, την Ελλάδα στα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Με αυτό τον τρόπο, η γείτων δεν θα είχε παρά δύο μόνο επιλογές: είτε να μην κάνει τίποτα και να αφήσει να παραγκωνιστεί από την Ελλάδα είτε να αντιδράσει και να κινδυνεύσει να βρει απέναντί της τη Ρωσία, που θα ανυπομονεί να πάρει τη ρεβάνς.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το σενάριο αυτό θα ήταν εφιαλτικό για το ΝΑΤΟ και τη Δύση ευρύτερα. Οι συνθήκες όμως έχουν πάψει να είναι φυσιολογικές. Στη διαμορφούμενη νέα πραγματικότητα, μία ελληνορωσική συμμαχία θα επέτρεπε ενδεχομένως τον εγκιβωτισμό του ρωσοτουρκικού ανταγωνισμού σε ένα υγιές πλαίσιο, εμποδίζοντάς τον έτσι να τεθεί εκτός ελέγχου και να θέσει εν κινδύνω την παγκόσμια ειρήνη. Επαναλαμβάνουμε ότι, ακόμη κι αν δεν υπήρχε κίνδυνος παγκόσμιας αποσταθεροποίησης, οι ΗΠΑ, η Γαλλία ή ακόμη και η Πολωνία και η Ισπανία δεν μπορούν να αποδεχτούν τον ρόλο του άβουλου υπηρέτη – μπράβου των τούρκων και θα ήταν ευτυχείς εάν κάποιος τους αποκολλούσε από το άρμα του τουρκικού τυχοδιωκτισμού χωρίς να απειληθεί η ευρύτερη αποτρεπτική λειτουργία του ΝΑΤΟ. Μία ελληνορωσική συμμαχία θα κρατούσε την αντιπαράθεση με την Τουρκία μέσα σε ένα περιορισμένο πλαίσιο, μια και τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία αποτελούν μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας κι έτσι δεν θα ετίθετο ζήτημα εξωτερικής απειλής και κατά συνέπεια συλλογικής αντίδρασης των υπόλοιπων μελών του ΝΑΤΟ, ακόμη κι αν υπήρχε μία «διακριτική» δράση της Ρωσίας υπέρ της Ελλάδας.
Έστω όμως ότι τίποτε από τα παραπάνω δεν ισχύει και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι εκείνες που ωθούν την Τουρκία έναντι της Ρωσίας, έτσι ώστε να διαρραγεί το εμβρυακό ρωσοευρωπαϊκό μέτωπο για την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών. Ας υποθέσουμε ακόμη ότι η Τουρκία είναι άκρως πολύτιμη για τη Δύση και θα παραμείνει και στο μέλλον. Σε αυτή την περίπτωση, βασικό μέλημα των δυτικών δυνάμεων θα ήταν να διαρραγούν ολοκληρωτικά και απόλυτα οι ρωσοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες είχαν οδηγηθεί σε ένα επικίνδυνο φλερτ μόλις λίγους μήνες πριν. Άρα θα χρειαζόταν ένας παράγοντας που ια διεύρυνε τη ρήξη στις σχέσεις των δύο χωρών και θα την οδηγούσε σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Ο παράγοντας αυτός θα μπορούσε να είναι η διαμόρφωση μιας ελληνορωσικής συμμαχίας, η οποία θα ωθούσε την Τουρκία πίσω στη μητρική αγκαλιά των ΗΠΑ.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω είναι μια υπεραπλουστευμή απεικόνιση μιας εξαιρετικά πολύπλοκης πραγματικότητας, η οποία δεν εξετάζει όλα τα δεδομένα και τις σύνθετες καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν αν πράγματι υλοποιηθεί μια παρόμοια πρόταση. Όμως, ακόμη κι αν φαντάζει σε πολλούς από υπερβολικά τολμηρή έως απολύτως ανεδαφική, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία προσπάθεια απελευθέρωσης από ένα παρωχημένο παρελθόν και εναρμόνισης με τα σημερινά δεδομένα.
* Ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 317
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Μετά τις τελευταίες δραματικές εξελίξεις με την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού Sukhoi Su-24 από την Τουρκία, άποψη του γράφοντος είναι ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες προκειμένου η Ελλάδα να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο σύναψης στρατηγικής συμμαχίας με τη Ρωσία.
Είναι δεδομένο ότι η άποψη αυτή προκαλεί... αναφυλαξία στην ηγεμονεύουσα νομενκλατούρα που κυβερνά διαχρονικά τη χώρα, για την οποία μοναδική αποδεκτή πραγματικότητα είναι το «ανήκομεν εις την Δύσιν». Στο πλαίσιο αυτό, δεν έχει νόημα να αρχίσουμε να επιχειρηματολογούμε αναφορικά με τα θετικά στοιχεία που θα είχε για την Ελλάδα μια στρατηγική προσέγγιση με τη Ρωσία. Θα περιοριστούμε, λοιπόν, να προσδιορίσουμε κάποιους λόγους για τους οποίους μια παρόμοια κίνηση ενδέχεται, τη δεδομένη στιγμή, να είναι ιδιαίτερα πολύτιμη όχι για τη χώρα μας, αλλά για τη Δύση. Δηλαδή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη.
«Σουλτάνος» εναντίον «τσάρου»
Μετά την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού, ένας συρφετός «ειδικών» έσπευσε να ερμηνεύσει τη ρωσοτουρκική σύγκρουση ως έναν ανταγωνισμό υπερφίαλων προσωπικοτήτων των ηγετών των δύο χωρών. Με άλλα λόγια, όλη η βαθιά και πολύπλοκη γεωπολιτική εξίσωση στις ρωσοτουρκικές σχέσεις πήγε περίπατο κι έμεινε το «ο σουλτάνος εναντίον του τσάρου». Ακόμη όμως κι αν περιοριστούμε σε αυτό το απλοϊκό επίπεδο, η συμπεριφορά των δύο ηγετών είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Ενώ στην περίπτωση της Άγκυρας έχουμε κινήσεις ακραίου ρίσκου, που θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με γεωπολιτική ρώσικη ρουλέτα, η πολιτική της Μόσχας είναι εξαιρετικά μετριοπαθής και προσεκτική, κι αυτό είναι ευτύχημα για την παγκόσμια ειρήνη.
Για όποιον δεν έχει κατανοήσει τη διακύβευση, για πρώτη φορά έπειτα από πενήντα χρόνια έχουμε πολεμικό επεισόδιο μεταξύ χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας. Σε αντίθεση δε με ό,τι γενικώς πιστεύεται, αν αυτό ήταν επικίνδυνο μια φορά τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, είναι δέκα φορές πιο επικίνδυνο σήμερα. Κι αυτό γιατί ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια αρκετά σταθερή γεωστρατηγική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ακραία πλην μεμονωμένα συμβάντα μπορούσαν να απομονωθούν και να ελεγχθούν. Σήμερα, ωστόσο, η κατάσταση στην Ευρώπη είναι πολύ πιο εύθραυστη. Υπάρχει ήδη ένα ανοιχτό μέτωπο στην Ουκρανία, ενώ επικίνδυνα ασταθής είναι και η κατάσταση στις ευάλωτες δημοκρατίες της Βαλτικής, τις οποίες η Μόσχα θεωρεί επιθετικά προγεφυρώματα της Δύσης.
Εκτός όμως από την πολύ πιο εύθραυστη γεωπολιτική αρχιτεκτονική σε σχέση με τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, έχει ανακύψει κι ένας άλλος παράγοντας που καθιστά εν δυνάμει ιδιαίτερα επικίνδυνη την κατάσταση στην Ευρώπη σήμερα. Ο παράγοντας αυτός είναι η τεράστια ανισορροπία συμβατικής στρατιωτικής ισχύος που έχει διαμορφωθεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Παρόλο που ο σημερινός ρωσικός στρατός είναι πολύ μικρότερος από τον σοβιετικό προκάτοχό του, εντούτοις είναι πολύ ισχυρότερος απ’ ό,τι μπορούν να μαζέψουν οι Δυτικοευρωπαίοι, οι οποίοι συστηματικά και επίμονα τις τελευταίες δεκαετίες έχουν συρρικνώσει έως εξαλείψεως τις στρατιωτικές τους δυνάμεις. Αν θέλουμε να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, πλέον οι ευρωπαϊκοί στρατοί είναι ικανοί μόνο για «αστυνομικά» καθήκοντα σε χώρες όπως το Μάλι ή για να λειτουργούν ως «ουρά» των Αμερικανών στις διάφορες επιχειρήσεις «οικοδόμησης κρατών», όπως αυτές που οδήγησαν στο χάος στη Μέση Ανατολή που αντιμετωπίζουμε σήμερα...
Δεδομένου ότι ταυτοχρόνως και οι ΗΠΑ έχουν ουσιαστικά αποσυρθεί από την Ευρώπη, διατηρώντας σε αυτή μόνο συμβολικές δυνάμεις, μία αντιπαράθεση μεταξύ Δύσης και Ανατολής στην Ευρώπη, εάν έφτανε στο στρατιωτικό επίπεδο, δεν θα άφηνε άλλα περιθώρια στις δυτικές δυνάμεις παρά να επιλέξουν μεταξύ της ισοπέδωσης από τον ρωσικό οδοστρωτήρα και της καταφυγής στις αποτρεπτικές ικανότητες του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου. Με άλλα λόγια, στη δυτική Ευρασία έχει δημιουργηθεί μία γεωπολιτική φιάλη νιτρογλυκερίνης, την οποία απείλησε να τινάξει στον αέρα η τουρκική επίθεση στην Ρωσία.
Ευτυχώς για την ανθρωπότητα, ο πρόεδρος Πούτιν αντέδρασε πολύ μετριοπαθώς –όπως, άλλωστε, αρμόζει στη ρωσική σχολή της υψηλής στρατηγικής, η οποία χαρακτηρίζεται από προσεκτικές κινήσεις που έχουν μελετηθεί εξονυχιστικά πριν αναληφθούν. Η παράδοση αυτή υπάρχει από τα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου και υιοθετήθηκε σχεδόν αναλλοίωτη και από τη Σοβιετική Ένωση. Γενικότερα, οι χερσαίες δυνάμεις, από την εποχή της αρχαίας Σπάρτης μέχρι και σήμερα, είναι κατά κανόνα πολύ πιο προσεκτικές και συντηρητικές στις ενέργειές τους απ’ ότι οι ναυτικές δυνάμεις, που τείνουν να είναι περισσότερο παρορμητικές, φιλόδοξες και αναθεωρητικές.
Μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους η αυτοσυγκράτηση της Ρωσίας είναι εμφανής σε σημείο παρεξηγήσεως. Πράγματι, η επιλογή της μη άμεσης ανταπόδοσης στο αναίτιο τουρκικό πλήγμα θα έχει πολιτικό κόστος για την ηγεσία της Ρωσίας στο εσωτερικό της χώρας, ενώ αποτελεί πλήγμα και για το status της ως υπερδύναμης στο εξωτερικό. Αντιθέτως, στην Τουρκία αυτή η τυχοδιωκτική ενέργεια έχει ήδη ενισχύσει την εικόνα του Ερντογάν στις πλατιές λαϊκές μάζες που αποτελούν την αστείρευτη δεξαμενή των ψηφοφόρων του, ενώ ενισχύει και το γόητρο της χώρας στο εξωτερικό. Είναι δεδομένο ότι μεγάλο μέρος του τουρκικού λαού, αλλά και άλλων μουσουλμανικών εθνών, θα αναγνώσει αυτή τη μετριοπάθεια της Μόσχας ως φόβο έναντι της Άγκυρας και όχι ως ανησυχία για το που θα μπορούσαν να οδηγηθούν τα πράγματα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτή η «επιτυχία», ωστόσο, θα έχει και τις αρνητικές της συνέπειες. Μεταξύ των άλλων, ενώ ένα βίαιο και άμεσο στρατιωτικού τύπου «ισοδύναμο τετελεσμένο» από πλευράς Ρωσίας θα μπορούσε να λειτουργήσει καθαρτικά, η επιλογή της μη απάντησης αφήνει την πληγή στο ρωσικό γόητρο να κακοφορμίσει και διαχέει τις επιπτώσεις στις σχέσεις των δύο χωρών σε βάθος χρόνου, διαιωνίζοντας την έχθρα τους, η οποία έχει, άλλωστε, βαθιές ιστορικές ρίζες. Ταυτοχρόνως ωθεί την Τουρκία προς μία έτι περαιτέρω ισλαμοεθνικιστική πολιτική, η οποία την απομακρύνει ολοένα και περισσότερο από τη Δύση, στρέφοντάς την προς τις ακραίες σουνιτικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, οργανικό κομμάτι των οποίων είναι και οι τζιχαντιστές του ISIS.
ΗΠΑ – ΝΑΤΟ «τσιράκια» των Τούρκων;
Και το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνουν τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Άραγε, θέλουν πράγματι να θυσιάσουν τη ρωσοευρωπαϊκή προσέγγιση που προέκυψε μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι για να στηρίξουν τον Ερντογάν; Πολύ δύσκολο, τουλάχιστον όσον αφορά στη Γαλλία.
Όπως είπαμε και προηγουμένως, οι πολεμικές ικανότητες των Ευρωπαίων, συμπεριλαμβανομένων και των Γάλλων, είναι σκιά του παλιού τους εαυτού, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να κάνουν εναντίον του ISIS παρά μόνο συμβολικού τύπου ενέργειες, όπως ήταν οι περιβόητες «είκοσι βόμβες», που αποτέλεσαν το «Σοκ και Δέος» της γαλλικής απάντησης μετά τα χτυπήματα στο Παρίσι. Άρα, αν θέλουν να έχουν ουσιαστική ελπίδα κατανίκησης των τζιχαντιστών χρειάζονται ξεκάθαρα τη Ρωσία. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που οι ρώσοι διατηρούν στενή σχέση με τις χώρες που προσφέρουν χερσαίες δυνάμεις στον πόλεμο κατά του Χαλιφάτου, συγκεκριμένα, με τον συριακό στρατό και τα ιρανικά στρατεύματα.
Ακόμη όμως κι αν Ευρωπαίοι και Αμερικανοί δεν θέλουν τους ρώσους για συμμάχους, σε καμία περίπτωση δεν τους θέλουν για εχθρούς. Πολλώ δε μάλλον, δεν επιθυμούν να τεθούν με το δάχτυλο στην σκανδάλη –ενδεχομένως δε και στην πυρηνική σκανδάλη- για να στηρίξουν τον Ερντογάν και κατ’ επέκταση τους ισλαμιστές στη Συρία. Αυτό είναι απλώς αδιανόητο. Μέχρι και οι πλέον αντιρωσικές χώρες στην Ευρώπη, όπως είναι η Πολωνία, φρικιάζουν στην σκέψη ότι θα εμπλέκονταν σε μία πρόωρη αντιπαράθεση με τη Ρωσία για χάρη των Τούρκων και των ισλαμιστών συμμάχων τους.
Όσο για την Τουρκία, έδειξε ότι δεν έχει απολύτως κανένα πρόβλημα να θέσε την παγκόσμια ασφάλεια εν κινδύνω για να υπονομεύσει τη γαλλορωσική προσέγγιση και εν γένει για να προωθήσει τους σκοπούς της. Μετατρέπεται, δηλαδή, τρόπον τινά σε «υπερταραχοποιό» κράτος (super rogue state), που κερδίζει τον τίτλο αυτό χάρη στη συμμετοχή του στο ΝΑΤΟ κα τη δυνατότητα του να στρέψει τη Δύση εναντίον της Ανατολής.
Ακόμη κι αν περιοριστούμε σε επίπεδο συμβολισμών, η Τουρκία με την ενέργειά της αυτή χειραγωγεί το ΝΑΤΟ και το θέτει στην υπηρεσία της δικής της πολιτικής. Υπό μία έννοια, λοιπόν, μετατρέπεται σε ένα είδος άτυπου ηγέτη της Συμμαχίας. Αυτό, πολύ απλά, είναι απολύτως απαράδεκτο από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και, φυσικά, από τις ΗΠΑ. Ιδίως μάλιστα, τη στιγμή που αυτή η άτυπη ηγεμονία δεν περιορίζεται στο επίπεδο των συμβολισμών, αλλά απειλεί να τινάξει την παγκόσμιο σταθερότητα στον αέρα.
Από την άλλη, βέβαια, η Δύση δύσκολα μπορεί να «αδειάσει» την Τουρκία και να την αφήσει ανυπεράσπιστη έναντι της Ρωσίας, καθώς με τον τρόπο αυτό θα αποδυναμωνόταν έως εξαλείψεως η πολιτικοστρατιωτική συνοχή του ΝΑΤΟ. Αν αφεθεί ακάλυπτη η Τουρκία σημαίνει ότι αφήνονται εν δυνάμει ακάλυπτες και οι άλλες χώρες της Συμμαχίας που φοβούνται τη Ρωσία, όπως είναι οι δημοκρατίες της Βαλτικής, και ουσιαστικά το ΝΑΤΟ οδηγείται στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Δεδομένων όλων των παραπάνω, η αντιμετώπιση της Τουρκίας δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με μία στρατηγική «έμμεσης προσέγγισης», κι αυτή μπορεί να την προσφέρει μία ελληνορωσική συμμαχία.
Προσέγγιση στην υπηρεσία της δυτικής υψηλής στρατηγικής
Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένας παράγοντας ικανός να οδηγήσει σε ασφαλές κανάλι τη ρωσοτουρκική αντιπαράθεση, διαχωρίζοντάς την από την υπόλοιπη αρχιτεκτονική άμυνας και ασφάλειας. Και ο παράγοντας αυτός θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα, διαμέσου μιας ουσιαστικής ελληνορωσικής προσέγγισης. Σε μία τέτοια περίπτωση, η Ρωσία θα αποκτούσε τη δυνατότητα να ασκήσει πλήγματα έναντι της Τουρκίας στο στρατηγικό επίπεδο, στηρίζοντας, για παράδειγμα, την Ελλάδα στα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Με αυτό τον τρόπο, η γείτων δεν θα είχε παρά δύο μόνο επιλογές: είτε να μην κάνει τίποτα και να αφήσει να παραγκωνιστεί από την Ελλάδα είτε να αντιδράσει και να κινδυνεύσει να βρει απέναντί της τη Ρωσία, που θα ανυπομονεί να πάρει τη ρεβάνς.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το σενάριο αυτό θα ήταν εφιαλτικό για το ΝΑΤΟ και τη Δύση ευρύτερα. Οι συνθήκες όμως έχουν πάψει να είναι φυσιολογικές. Στη διαμορφούμενη νέα πραγματικότητα, μία ελληνορωσική συμμαχία θα επέτρεπε ενδεχομένως τον εγκιβωτισμό του ρωσοτουρκικού ανταγωνισμού σε ένα υγιές πλαίσιο, εμποδίζοντάς τον έτσι να τεθεί εκτός ελέγχου και να θέσει εν κινδύνω την παγκόσμια ειρήνη. Επαναλαμβάνουμε ότι, ακόμη κι αν δεν υπήρχε κίνδυνος παγκόσμιας αποσταθεροποίησης, οι ΗΠΑ, η Γαλλία ή ακόμη και η Πολωνία και η Ισπανία δεν μπορούν να αποδεχτούν τον ρόλο του άβουλου υπηρέτη – μπράβου των τούρκων και θα ήταν ευτυχείς εάν κάποιος τους αποκολλούσε από το άρμα του τουρκικού τυχοδιωκτισμού χωρίς να απειληθεί η ευρύτερη αποτρεπτική λειτουργία του ΝΑΤΟ. Μία ελληνορωσική συμμαχία θα κρατούσε την αντιπαράθεση με την Τουρκία μέσα σε ένα περιορισμένο πλαίσιο, μια και τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία αποτελούν μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας κι έτσι δεν θα ετίθετο ζήτημα εξωτερικής απειλής και κατά συνέπεια συλλογικής αντίδρασης των υπόλοιπων μελών του ΝΑΤΟ, ακόμη κι αν υπήρχε μία «διακριτική» δράση της Ρωσίας υπέρ της Ελλάδας.
Έστω όμως ότι τίποτε από τα παραπάνω δεν ισχύει και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι εκείνες που ωθούν την Τουρκία έναντι της Ρωσίας, έτσι ώστε να διαρραγεί το εμβρυακό ρωσοευρωπαϊκό μέτωπο για την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών. Ας υποθέσουμε ακόμη ότι η Τουρκία είναι άκρως πολύτιμη για τη Δύση και θα παραμείνει και στο μέλλον. Σε αυτή την περίπτωση, βασικό μέλημα των δυτικών δυνάμεων θα ήταν να διαρραγούν ολοκληρωτικά και απόλυτα οι ρωσοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες είχαν οδηγηθεί σε ένα επικίνδυνο φλερτ μόλις λίγους μήνες πριν. Άρα θα χρειαζόταν ένας παράγοντας που ια διεύρυνε τη ρήξη στις σχέσεις των δύο χωρών και θα την οδηγούσε σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Ο παράγοντας αυτός θα μπορούσε να είναι η διαμόρφωση μιας ελληνορωσικής συμμαχίας, η οποία θα ωθούσε την Τουρκία πίσω στη μητρική αγκαλιά των ΗΠΑ.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω είναι μια υπεραπλουστευμή απεικόνιση μιας εξαιρετικά πολύπλοκης πραγματικότητας, η οποία δεν εξετάζει όλα τα δεδομένα και τις σύνθετες καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν αν πράγματι υλοποιηθεί μια παρόμοια πρόταση. Όμως, ακόμη κι αν φαντάζει σε πολλούς από υπερβολικά τολμηρή έως απολύτως ανεδαφική, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία προσπάθεια απελευθέρωσης από ένα παρωχημένο παρελθόν και εναρμόνισης με τα σημερινά δεδομένα.
* Ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 317
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου