Επιμέλεια Στίβενς Σμιθ (S. J. SMITH)
Πηγές: Από το Αρχείο της Πανελλήνιου Συνομοσπονδίας Εθνικών Αντιστασιακών Οργανώσεων
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Τουρκαλβανοί της Θεσπρωτίας, επωνομαζόμενοι και “Τσάμηδες”, παρέμειναν στη Θεσπρωτία, διότι δήλωσαν ότι είναι Ελληνες και δεν επιθυμούν την ανταλλαγή.
Οι Τσάμηδες αριθμούσαν περί τις 18.000 πληθυσμό, ασχολούνταν με τη γεωργία και κατείχαν τα καλύτερα κτήματα στην περιοχή. Το Ελληνικό Κράτος τους παρείχε αφειδώς τα αγαθά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και του ανθρωπισμού, χαρακτηριστικά γνωρίσματα, εξάλλου, της Ελληνικής Φυλής.Παρόλα αυτά, εκμεταλλευόμενοι την ανοχή και τους εκ παραδόσεως φιλελεύθερους θεσμούς της χώρας μας, συνέχιζαν τις αδιάλειπτες συνωμοτικές τους ενέργειες για την ενσωμάτωση της Θεσπρωτίας στην Αλβανία.
Το χιμαιρικό αυτό όνειρό τους ενίσχυαν και υποδαύλιζαν με οδηγίες και κατευθύνσεις οι εκάστοτε Αλβανικές Κυβερνήσεις. Η ευρισκόμενη πλησίον των Ελληνοαλβανικών συνόρων, πόλη των Φιλιατών, είχε καταστεί το κέντρο της ενεργουμένης στη Θεσπρωτία Αλβανικής προπαγάνδας.
Οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας δεν παρέλειπαν καμιά ευκαιρία διεθνούς περιπλοκής, για να εκδηλώσουν τα ανθελληνικά τους αισθήματα. Ετσι κατά τον μήνα Μάϊο του 1917, όταν τα Ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Θεσπρωτία, οι Τσάμηδες οπλισθέντες απετέλεσαν τμήματα του Ιταλικού Στρατού. Στην Πέρδικα ύψωσαν την Αλβανική σημαία και έδιωξαν από τα χωριά τις ελληνικές αρχές. Καθώς ήταν δόλιοι και πανούργοι εκ φύσεως, μετά την αποχώρηση των Ιταλών από τα Ελληνικά εδάφη, έρριξαν τους ανθελληνικούς τόνους, χωρίς να εγκαταλείψουν την συνωμοτική τους τακτική.
Μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από τους Ιταλούς, οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας ενισχύθηκαν μεθοδικότερα και συστηματικότερα με χρήματα και οπλισμό από τους Ιταλοαλβανούς.
Και όταν κατά την Ιταλική επίθεση της 28 Οκτωβρίου ο Ελληνικός Στρατός υποχώρησε στο Νότιο Τομέα, οι Τσάμηδες αποτέλεσαν την εμπροσθοφυλακή του Ιταλικού Στρατού. Με γιορτές και πανηγύρια ύψωσαν στο Μαργαρίτι την Αλβανική σημαία. Με την αντεπίθεση του Ελληνικού Στρατού και την υποχώρηση των Ιταλών οι ένοπλοι Τσάμηδες, πυροβολούντες από τα νώτα τα προελαύνοντα Ελληνικά τμήματα, προξένησαν πολλά θύματα εις αυτά. Για τα διαπραχθέντα αδικήματα από τους Τσάμηδες κατά την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων το Ελληνικό Κράτος έδειξε μεγαλοψυχία και γενναιοφροσύνη. Κατά την Κατοχή τάχθηκαν ανεπιφύλακτα όλοι στο πλευρό του Ιταλικού Στρατού Κατοχής, με την ελπίδα, ότι θα αποσπάσουν την συγκατάθεση της Ιταλικής Κυβερνήσεως για ενσωμάτωση της Θεσπρωτίας στο Αλβανικό Κράτος.
Στα τρία χρόνια της Κατοχής οι Τσάμηδες βοηθούσαν με ένοπλα τμήματα τα Ιταλικά κι αργότερα τα Γερμανικά στρατεύματα στις επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων ανταρτών. Προέβησαν κατά το χρονικό αυτό διάστημα σε ανομολόγητα εγκλήματα κατά του χριστιανικού στοιχείου της περιοχής. Οι αναρίθμητοι φόνοι, οι βιασμοί των γυναικών, οι πυρπολήσεις των σπιτιών, η κλοπή ολοκλήρων ποιμνίων και άλλων κινητών πραγμάτων, ήταν συνηθισμένες πράξεις. Μεταξύ άλλων φόνευσαν και το Νομάρχη Θεσπρωτίας.
Στις 29-9-1943, ύστερα από την απόφαση της Τσάμικης ηγεσίας, της Μιντζιλισί Ινταρέ, αποφασίζεται ο “αποκεφαλισμός” της Ελληνικής ηγεσίας της περιοχής. Επιλεκτικά, συλλαμβάνονται 52 'Ελληνες και δεμένοι οδηγούνται ενάμισυ χιλιόμετρο έξω από την Παραμυθιά, στον Αη Γιώργη, με συνοδεία πενήντα Τσάμηδων και δεκαπέντε Γερμανών. Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός γλυτώνει τρεις και εκτελούνται οι υπόλοιποι σαράντα εννιά. Παπάς, γιατρός, Γυμνασιάρχης, Σχολάρχης, Δήμαρχος, καθηγητές, δάσκαλοι, επιχειρηματίες, αγρότες, έπεσαν τραγουδώντας το “Γέρο Δήμο” και το “Εχε γειά”. Την ίδια μέρα της εκτέλεσης μπαίνει στην Παραμυθιά ο καινούργιος Δεσπότης Δωρόθεος, παρόλο που ο Πρόεδρος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Ελβετός Μπίκελ, τον προέτρεπε να μη πάει. Κανένας Χριστιανός δεν παραβρέθηκε στην υποδοχή. Παντού τρόμος θανάτου. Ο Δεσπότης, τριαντάχρονος τότε, μόνο με το Διάκο του, πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον Γερμανό φρούραρχο, τον πείθει και αφήνει ελεύθερους τους πεντακόσιους Χριστιανούς, κρατούμενους Παραμυθιώτες και την επομένη, με συνοδεία δύο Γερμανούς στρατιώτες παίρνει και πέντε χριστιανούς, πηγαίνει στον τόπο της θυσίας και ενταφιάζει τους σαράντα εννιά άταφους μάρτυρες.
Για τον αφελληνισμό της Θεσπρωτίας, προσπάθησαν, δι’ ασκήσεως ψυχολογικής βίας, να αντικαταστήσουν την Ελληνικήν γλώσσα με την Αλβανικήν. Δημιούργησαν προσκόμματα στη λειτουργία των Ελληνικών σχολείων και αρνούνταν την ύπαρξη Ελληνικών Αρχών, με σκοπό να παρουσιάσουν στα μάτια των Ιταλικών αρχών Κατοχής ως δήθεν καθαρώς Αλβανικήν την Εθνολογική μορφή της περιοχής. Μεταβληθέντες σε τυφλά όργανα της Ιταλικής κατασκοπείας προέβαιναν σε παρακολουθήσεις και καταδόσεις Χριστιανών, ως δήθεν επικίνδυνων δια την ασφάλεια των Ιταλικών στρατευμάτων Κατοχής, με σκοπό την αρπαγή της περιουσίας τους, ύστερα από τις φυλακίσεις και εκτελέσεις, που υφίσταντο οι Χριστιανοί.
Το καλοκαίρι του 1944 οι ομάδες ανταρτών του ΕΔΕΣ απελευθέρωσαν την Παραμυθιά, την Πάργα και μεγάλο παραλιακό τμήμα της Θεσπρωτίας. Ομως, παρά την επιδειχθείσα εκ μέρους της Αλβανοφώνου μειονότητας εχθρική στάση, η Ελληνική μεγαλοψυχία και γενναιοφροσύνη εκδηλώθηκε για μια ακόμα φορά.
Ο Διοικητής της 10ης Μεραρχίας του ΕΔΕΣ με προκήρυξή του την 29 Ιουνίου 1944 καλεί τους Τσάμηδες να καταθέσουν τα όπλα και να ασχοληθούν με τα ειρηνικά τους έργα. Τους διαβεβαιώνει δε ότι θα προστατευθεί η ζωή, η τιμή και η περιουσία τους. Δυστυχώς, παρά τις αγαθές αυτές διαθέσεις και την υπέρμετρη ευγένεια της ΕΔΕΣίτικης Μεραρχίας, οι Τσάμηδες αποδείχθηκαν αμετανόητοι. Ελαβαν και πάλι μέρος στο πλευρό των Γερμανών κατά την μάχη των Αγίων Θεοδώρων, για να καταλάβουν την πόλη της Παραμυθιάς, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Παρ’ όλα αυτά η Διοίκηση της 10ης Μεραρχίας των ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ του Ναπ. Ζέρβα κοινοποιεί προς τους Τσάμηδες την 30 Ιουνίου 1944, νέαν προκήρυξη, στην οποία μεταξύ των άλλων ανέφερε:
“Παρά τον τουφεκισμόν 49 επιφανών κατοίκων της Παραμυθιάς και την ενέργειαν και άλλων εκτελέσεων, ως και προδοτικών πράξεων του Μουσουλμανικού στοιχείου, η Μεραρχία επέδειξε τας πλέον διαλλακτικάς διαθέσεις. Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλεως απολαμβάνει ήδη ελευθερίας και προστασίας ζωής, τιμής και περιουσίας. Παρά ταύτα εδέχθημεν σήμερον επίθεσιν Γερμανών βοηθουμένων υπό ενόπλων τμημάτων Τουρκαλβανών. Εν τη επιθυμία μας, όπως εξαντλήσωμεν παν μέσον συμφιλιώσεως, διαβεβαιούμεν και πάλιν τους Τουρκαλβανούς της Θεσπρωτίας ότι διαπνεόμεθα υπό των καλλιτέρων και φιλικωτέρων διαθέσεων έναντι αυτών και υποσχόμεθα πλήρη προστασίαν των, προς το συμφέρον σας προσκαλώ όλους, όπως καταθέσετε τα όπλα και ασχοληθείτε με τα ειρηνικά σας έργα. . .”.
Και η προκήρυξη αυτή δεν βρήκε απήχηση στην ψυχή των Τσάμηδων.
Οχι μόνο δεν κατέθεσαν τα όπλα, αλλά με διάφορες πονηριές και κωλυσιεργίες κατόρθωσαν να κερδίσουν τον απαιτούμενο χρόνο για να διώξουν στην Αλβανία τις οικογένειές τους, τις οικοσκευές, τα ποίμνια και τα λεηλατημένα κινητά αγαθά.
Οι συμμαχικές δυνάμεις και ο Ζέρβας παρέχουν συνειδητά τον αναγκαίο χρόνο για την επιχείρηση αυτή, η οποία στην πρώτη της φάση δεν ήταν αναίμακτη, καθώς ήταν αδύνατον να ελεγχθούν από πράξεις αυτοδικίας και αντεκδίκησης οι μαχητές των στρατιωτικών μονάδων του Ζέρβα στην περιοχή, και ειδικά εκείνοι που η ίδια η ζωή τους είχε σημαδευτεί επί τέσσερα χρόνια από τη κατοχική βία των ενόπλων Μουσουλμάνων της Θεσπρωτίας και των οποίων αγαπημένα πρόσωπα είχαν δολοφονηθεί από αυτούς. Σε σύγκριση πάντως με τα αιματηρά επεισόδια με θύματα (εθνοτικά) Γερμανούς και άλλους πρόσφυγες που καταγράφηκαν κατά την προέλαση του κόκκινου στρατού τους τελευταίους μήνες των συγκρούσεων στο ανατολικό μέτωπο, τα βίαια επεισόδια εναντίον αμάχων Μουσουλμάνων στην Παραμυθιά, το Καρβουνάρι, την Πάργα και τους Φιλιάτες, το καλοκαίρι και το Φθινόπωρο του 1944, ήταν εξαιρετικά περιορισμένα, και αυτό επειδή τελικά ο Ζέρβας μπόρεσε να επιβάλει την αναγκαία πειθαρχία για την περιφρούρηση του συγκεντρωμένου σε διάφορα ασφαλή σημεία, άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού. Οι ένοπλοι απεχώρησαν μαζί με τα Γερμανικά στρατεύματα στην Αλβανία, όπου έκτοτε παραμένουν. Οσοι από τους Τσάμηδες, τήρησαν φιλική στάση προς τον Χριστιανικό στοιχείο και δεν πήραν μέρος στα ανείπωτα όργια εις βάρος του, δεν τους ακολούθησαν στην Αλβανία. Παρέμειναν στη Θεσπρωτία και ζουν ειρηνικά και φιλικά με τους Ελληνες Χριστιανούς μέχρι σήμερα.
Οσοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους, είχαν συνειδητοποιήσει ότι βαρύνονταν με τρομερές εγκληματικές πράξεις, για τις οποίες πίστευαν, ότι θα έπρεπε να λογοδοτήσουν και να υποστούν βαριές κυρώσεις. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έκανε νύξη για επαναφορά των Τσάμηδων, αλλά συνάντησε τη λυσσώδη αντίδραση από τους κομμουνιστές της Θεσπρωτίας, που είχαν κι αυτοί δεχτεί στο πετσί τους τις φρικαλεότητες των Τσάμηδων.
Αργότερα ο Εμβέρ Χότζα της Αλβανίας προσέφυγε στα Ηνωμένα Εθνη και ζητούσε την επαναφορά των Τσάμηδων στη Θεσπρωτία, αίτημα, που συνεχίζεται απ’ όλες τις μέχρι σήμερα Αλβανικές Κυβερνήσεις. Είναι ένα αίτημα που είναι απαράδεκτο από την Ελλάδα. Διότι, στο άκουσμά του, θα τρίζουν τα κόκκαλα των εκατοντάδων νεκρών και θυμάτων της θηριωδίας των Τσάμηδων.
Αλλά και οι κάτοικοι της Θεσπρωτίας είναι αδύνατον να συζήσουν με τους φονιάδες των πατέρων τους, τους βιαστές των κοριτσιών τους, τους πυρπολητές των σπιτιών τους, τους άρπαγες της περιουσίας τους, τους προδότες που με κάθε αποτρόπαιο μέσο προσπάθησαν να αλβανοποιήσουν τον τόπο τους.
Και ασφαλώς δεν μπορεί να υπάρχει Ελληνας, που να μη συμμερίζεται τη θέση τους."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου