Του Σονέρ Τζαγκαπτάι
Είμαι συνήθως αισιόδοξος όταν πρόκειται για το μέλλον της Τουρκίας. Για την ακρίβεια, έχω γράψει ολόκληρο βιβλίο για την «Άνοδο της Τουρκίας». Αυτές τις ημέρες όμως, ανησυχώ πολύ.
Η χώρα αντιμετωπίζει έναν τοξικό συνδυασμό πολιτικής πόλωσης, κυβερνητικής αστάθειας, οικονομικής κρίσης και βίαιων απειλών – τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό – που θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφή.
Οι πιθανότητες ενός τέτοιου αποτελέσματος αυξάνονται όσο η Ρωσία βομβαρδίζει στόχους στη Συρία, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύονται ο Άσαντ και οι εξτρεμιστές και να αποδυναμώνονται οι μετριοπαθείς αντάρτες.
Η Τουρκία έχει περάσει φυσικά και στο παρελθόν περιόδους πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, η οικονομία της χώρας κατέρρευσε και η αστάθεια οδήγησε σε μάχες ανάμεσα σε ακροδεξιές, ακροαριστερές οργανώσεις και τις δυνάμεις ασφαλείας, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι.
Τη δεκαετία του ’90 πάλι, η Τουρκία υπέφερε από έναν τριψήφιο πληθωρισμό και μια κουρδική εξέγερση που προκάλεσε τον θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων.
Η Τουρκία ξεπέρασε και τις δύο αυτές δεκαετίες. Ως ιστορικός, αισθάνομαι ότι θα ξεπεράσει και αυτή την κρίση. Ως αναλυτής όμως, βλέπω τα πράγματα να είναι αυτή τη φορά διαφορετικά.
Πρώτα απ’ όλα, το κουρδικό πρόβλημα έχει αλλάξει. Μέχρι φέτος, η κουρδική κοινότητα της Τουρκίας, που αριθμεί 10 με 12 εκατομμύρια ανθρώπους και αντιπροσωπεύει το 15% του πληθυσμού, δεν ήταν μια ενοποιημένη πολιτική δύναμη.
Οι εθνικιστές ψήφιζαν κόμματα που υποστήριζαν το ΡΚΚ, οι αριστεροί Αλεβίτες Κούρδοι ψήφιζαν το σοσιαλδημοκρατικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα και οι μετριοπαθείς – που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μου αντιπροσωπεύουν το ήμισυ του κουρδικού πληθυσμού – ψήφιζαν το κόμμα του Ερντογάν.
Η δυναμική αυτή όμως άλλαξε στις εκλογές του Ιουνίου, όταν όλοι οι Κούρδοι συνασπίστηκαν γύρω από το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP).
Όταν λοιπόν η κυβέρνηση εξαπέλυσε αυτό το καλοκαίρι επιθέσεις εναντίον του ΡΚΚ, έστρεψε όλους τους Κούρδους εναντίον της. Επιπλέον, ο πορώδης χαρακτήρας των συνόρων της χώρας με τη Συρία δίνει τη δυνατότητα σε εξτρεμιστές του Ισλαμικού Κράτους να πραγματοποιούν επιθέσεις στο τουρκικό έδαφος.
Ήδη, τον περασμένο Ιούλιο, η οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη για μια επίθεση αυτοκτονίας στην πόλη Σουρούτς που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν περισσότεροι από 30 άνθρωποι. Το ερώτημα είναι πότε θα ξανακτυπήσει και με ποιο τρόπο.
Η Τουρκία έχει θεωρητικά τη δύναμη, με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, να αντιμετωπίσει τις απειλές τόσο του Ισλαμικού Κράτους όσο και του PKK. Δεν είναι σαφές όμως αν η κυβέρνηση έχει σήμερα τη στήριξη του πληθυσμού. Αυτή είναι η πηγή της ανησυχίας μου: Σε άλλες εποχές, οι περισσότεροι Τούρκοι, έστω και απρόθυμα, έστω και με τίμημα τη ζωή τους και την ελευθερία τους, θα συντάσσονταν με την κυβέρνηση προκειμένου να τους προστατεύσει. Στο σημερινό πολιτικό κλίμα όμως, αυτό πλέον δεν ισχύει.
Οι ανησυχίες για το ΡΚΚ και το ΙΚ συνοδεύονται από την πόλωση ανάμεσα στο φιλοκυβερνητικό και το αντικυβερνητικό στρατόπεδο. Στην κορύφωση της εξέγερσης του ΡΚΚ, τη δεκαετία του ’90, είχα παραστεί σε κηδείες στην Τουρκία όπου συγγενείς αξιωματούχων που είχαν σκοτωθεί στις μάχες επαινούσαν την κυβέρνηση για τις προσπάθειές της. Από τον περασμένο Ιούλιο, έχουν σκοτωθεί από το ΡΚΚ περισσότεροι από 70 αστυνομικοί και στρατιωτικοί και οι κηδείες τους έχουν μετατραπεί πολλές φορές σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.
Η πηγή της επικίνδυνης πόλωσης που παρατηρείται σήμερα στην Τουρκία είναι ο ίδιος ο Ερντογάν. Ο Τούρκος πρόεδρος, που έχει κερδίσει διαδοχικές εκλογές μετά το 2002, παρουσιάζεται σήμερα ως ένα θύμα που αναγκάζεται να καταστείλει όσους συνωμοτούν εναντίον της εξουσίας του. Σε αυτή τη βάση, έχει εξαπολύσει βίαιες επιθέσεις εναντίον του τουρκικού στρατού, επιχειρήσεων, των μέσων ενημέρωσης, φιλελευθέρων, Εβραίων, αριστερών, Αλεβιτών και τώρα Κούρδων.
Σε συνδυασμό με την οικονομική επιτυχία της Τουρκίας, το αφήγημα αυτό έχει συμβάλει στην υψηλή, αν και συρρικνούμενη, δημοτικότητα του Ερντογάν. Σήμερα όμως, η χώρα διέρχεται μια συνταγματική κρίση: Τυπικά είναι μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, με τον πρωθυπουργό να διοικεί, μοιάζει όμως όλο και περισσότερο με ένα προεδρικό σύστημα, με επικεφαλής τον Ερντογάν.
Το ΑΚΡ κέρδισε 40% στις τελευταίες εκλογές και ο Ερντογάν χαίρει υποστήριξης από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού που ταυτίζεται με τις ταπεινές του ρίζες και τον κοινωνικό του συντηρητισμό. Το 60% του πληθυσμού όμως, που ψήφισε αντικυβερνητικά κόμματα στις 7 Ιουνίου, δεν υποστηρίζει την προσπάθεια του Ερντογάν να αλλάξει το Σύνταγμα και να αποκτήσει περισσότερες εξουσίες.
Η βία είναι όλο και πιο εμφανής σε αυτή την επικίνδυνη διαίρεση. Στις 7 Σεπτεμβρίου, οπαδοί του Ερντογάν επιτέθηκαν στα γραφεία της «Χουριέτ» και τους έβαλαν φωτιά σε ένδειξη διαμαρτυρίας για έναν εχθρικό τίτλο. Παρόλο που οι αντίπαλοι του Ερντογάν ανήκουν σε διάφορα πολιτικά κόμματα, οποιοσδήποτε μπορεί, σε αυτό το κλίμα, να απαντήσει.
Μπορεί η Τουρκία να αντέξει τις προκλήσεις μιας κουρδικής εξέγερσης που σημειώνεται σε πολλές χώρες, των επιθέσεων του Ισλαμικού Κράτους και της πολιτικής βίας; Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον Ερντογάν. Πολλοί Τούρκοι, στους οποίους περιλαμβάνονταν και πολλοί φιλελεύθεροι, υποστήριξαν τον Ερντογάν την περίοδο 2007- 2010 όταν φυλάκιζε στρατιωτικούς και δημοσιογράφους με ελάχιστες ενδείξεις. Αλλά η εποχή έχει αλλάξει. Και ο σταθμός ήταν η βίαιη καταστολή των ειρηνικών διαδηλώσεων στο Πάρκο Γκεζί, το 2013.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ΑΚΡ δεν θα κερδίσει την πλειοψηφία στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου. Σε αυτό το πλαίσιο, η μόνη διέξοδος είναι ο Ερντογάν να παραιτηθεί των προσπαθειών του να αποκτήσει περισσότερες εξουσίες και να επιστρέψει στη θέση που ορίζει το Σύνταγμα.
Δεν υπάρχει όμως καμιά ένδειξη ότι θα κάνει κάτι τέτοιο και θα βοηθήσει να επουλωθούν οι πληγές που έχει ανοίξει, ιδιαίτερα στη Συρία. Η Τουρκία θα παραμείνει εκτεθειμένη στον εμφύλιο πόλεμο που διεξάγεται εκεί, και η ρωσική επέμβαση θα επιδεινώσει τη θέση της. Σε ό,τι αφορά όμως την πόλωση στο εσωτερικό της Τουρκίας, είναι στο χέρι του Ερντογάν να εκτονώσει τις εντάσεις προτού οδηγήσουν σε έκρηξη.
Πηγή Τhe Atlantic, Αθηναϊκό Πρακτορείο
* Ο Σονέρ Τζαγκαπτάι είναι διευθυντής του Τουρκικού Ερευνητικού Προγράμματος στο Washington Institute For Near East Policy
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου