Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940 προέκυψε κατά βάση λόγω της προσπάθειας του Μουσσολίνι να αποκτήσει στρατιωτική υπόσταση στο εσωτερικό των δυνάμεων του ΄Αξονα, έναντι του Χίτλερ, ο οποίος μέχρι τότε είχε το απόλυτο μονοπώλιο των θριάμβων (κατάκτηση Πολωνίας, Δανίας, Νορβηγίας, Ολλανδίας, Βελγίου, Λουξεμβούργου και Γαλλίας). Όταν μάλιστα στις 7 Οκτωβρίου του 1940 οι Γερμανοί μπήκαν στην «πετρελαιοφόρο» Ρουμανία, ο Μουσσολίνι θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα για να αποκτήσει και αυτός τον δικό του «ζωτικό χώρο», το ιταλικό Spazio Vitale κατ’ αναλογίαν με το γερμανικό Lebensraum, ως μόνο τρόπο για να διασφαλίσει τον ρόλο του ως ισότιμου εταίρου στο στρατόπεδο του Άξονα. Στις 30 Οκτωβρίου του 1940, αμέσως μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Ιωάννης Μεταξάς ενημέρωσε, κεκλεισμένων των θυρών, τους διευθυντές και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου, για το τι προηγήθηκε του ελληνικού ΟΧΙ στην Ιταλία:
«Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήταν να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τον τόπον από αυτόν, έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικές βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν του Άξονος μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μια εκουσία προσχώρησις της Ελλάδος εις την «Νέαν Τάξιν». Προσχώρησις που θα εγίνετο λίαν ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ ως “εραστήν του ελληνικού πνεύματος”.
»Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα αλλά αι θυσίαι αυταί θα έπρεπε να θεωρηθούν τελείως “ασήμαντοι” εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχε διά την Ελλάδα η Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπιστώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώσει την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθεί υπό την Νέαν Τάξιν.
»Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μού εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο εγγύησις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ πόσον, επι τέλους θα μπορούσε να είναι αυτό το ελάχιστον, τελικώς μας εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς. Δηλαδή θα έπρεπε, διά να αποφύγωμεν τον πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν... με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψει κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.
»Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπαν υπερασπίζοντες τον εαυτόν των, έπειτα από τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των, να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον...
»Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου βασιλέως Κωνσταντίνου δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκαμα το παν διά να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών. Ήδη μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι πολιτική του αειμνήστου Ελευθερίου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της δυνάμεως, διά την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν, όπως είναι και διά την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει...
»Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου βασιλέως Κωνσταντίνου δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκαμα το παν διά να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών. Ήδη μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι πολιτική του αειμνήστου Ελευθερίου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της δυνάμεως, διά την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν, όπως είναι και διά την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει...
»Τελικώς λοιπόν θα νικήσωμεν. Και θέλω φεύγοντες από την αίθουσα αυτήν να πάρετε μαζί σας όλην την δικήν μου απόλυτη βεβαιότητα, ότι θα νικήσωμεν. Εν τούτοις πρέπει να σας επαναλάβω ό,τι επισημότερον διεκήρυξα από την πρώτην στιγμήν. Η Ελλάς δεν πολεμά διά την νίκην. Πολεμά διά την δόξαν. Και διά την τιμήν. Έχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνη άξια της ιστορίας της...
»Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνη μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήση έστω και χωρίς καμμίαν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω ότι και ο Ελληνικός λαός θα ήτο αδύνατον να δεχθή άλλο τι αυτήν την στιγμήν...
»Μη χάνετε το θάρρος σας, οτιδήποτε και αν γίνει. Διότι άλλως είναι αδύνατον να φανήτε άξιοι του λαού σας και του καθήκοντός σας, το οποίον είναι να συντηρήσετε την ιερή φλόγα του Ελληνικού Λαού, να βοηθήσετε τον μαχόμενον στρατόν, να υπάρξητε συνεργάται της Κυβερνήσεως, ό,τι και αν αισθάνεσθε δι’ αυτήν. Πρέπει να πιστεύσητε σεις διά να μπορέσετε να μεταδώσετε την πίστιν εις το κοινόν σας, μολονότι αυτήν την φοράν έχομεν όλοι μας να πάρωμεν από τον Ελληνικόν λαόν και από το απερίγραπτον θάρρος του και όχι να του δώσωμεν».
Η αναγνώριση της σθεναράς στάσεως του Ιωάννη Μεταξά έναντι των Ιταλών εισβολέων ήρθε ακόμη και από τον πολιτικό του αντίπαλο (τον οποίο είχε εξορίσει κατά την διάρκεια της δικτατορίας του), τον διακεκριμένο πολιτικό Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος, ακριβοδίκαιος όπως πάντα, γράφει στο έργο του «Τα χρόνια του μεγάλου πολέμου 1939-1944» που εκδόθηκε το 1964:
Η αναγνώριση της σθεναράς στάσεως του Ιωάννη Μεταξά έναντι των Ιταλών εισβολέων ήρθε ακόμη και από τον πολιτικό του αντίπαλο (τον οποίο είχε εξορίσει κατά την διάρκεια της δικτατορίας του), τον διακεκριμένο πολιτικό Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος, ακριβοδίκαιος όπως πάντα, γράφει στο έργο του «Τα χρόνια του μεγάλου πολέμου 1939-1944» που εκδόθηκε το 1964:
«Πρέπει να είμεθα, χωρίς άλλο, ευγνώμονες εις τον Ιωάννην Μεταξά, διότι είπε, ολομόναχος εις το σκοτάδι της νυκτός, το μέγα « Ό χ ι ». Λέγουν όσοι αντικρύζουν με εμπάθειαν και αυτά τα ανάγλυφα γεγονότα της ιστορίας, ότι το «Όχι» δεν το είπεν ο Μεταξάς∙ ότι το είπεν ο Ελληνικός Λαός. Ναι, το είπεν ο Ελληνικός Λαός, α λ λ ά α φ ο ύ τ ο ε ί χ ε ε ι π ή ο Μ ε τ α ξ ά ς. Εάν έλεγεν ο Μεταξάς «Ναι», πως θα έλεγεν «Όχι» ο Ελληνικός Λαός, που θα εξυπνούσε αργότερα; Ας είμεθα, λοιπόν, τίμιοι απέναντι της ιστορίας. Το μέγα «Όχι» είναι πράξις του Ιωάννου Μεταξά».
Σύμφωνα δε με τα γραφόμενα του σύγχρονου ιστορικού Σπυρίδωνα Πλουμίδη στο άρθρο του «Το καθεστώς Μεταξά, 1936-1940» που δημοσιεύθηκε το 2010: «Το “Όχι” του 1940 και οι νίκες του αλβανικού μετώπου προσέδωσαν στο πρόσωπο του Μεταξά (αλλά όχι στο καθεστώς του) τη λαϊκή αναγνώριση που του έλειπε. Στην κηδεία του Μεταξά παρευρέθηκε ο Γρηγόρης Φαράκος, φοιτητής τότε του Πολυτεχνείου, και “πολύς τέτοιος κόσμος” της διωκώμενης Αριστεράς. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μίκη Θεοδωράκη, την 31η Ιανουαρίου 1940 “έκλαιγε όλη η πόλη για τον Μεταξά”, διότι “ήταν ίσως ο μοναδικός πολιτικός στην Ευρώπη που δεν πίστευε στη νίκη του Χίτλερ. Πίστευε δηλαδή ότι θα νικήσουν οι Εγγλέζοι κάτι που εκείνη τη στιγμή έμοιαζε παράλογο.” [εφημερίδα Καθημερινή, 28 Οκτωβρίου 2006-ηλεκτρονικό αρχείο εκδόσεων]. Ο πολιτικός ρεαλισμός και η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Μεταξά έθεσαν την Ελλάδα (κατ’ αντινομία προς το ιδεολογικό στίγμα του καθεστώτος του) στο αντιφασιστικό στρατόπεδο των νικητών του πολέμου».
Χρίστος Γούδης (επιλογή από το υπό έκδοση έργο του «Τοτέμ και Ταμπού της Νεώτερης Ιστορίας μας»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου