Η στρατηγική Πούτιν σε Συρία και Ανατολική Ευρώπη. Το κουρδικό χαρτί και η αντιπαράθεση με την Τουρκία. Τα ευάλωτα σημεία της Ρωσίας. Η λανθασμένη «ανάγνωση» των γεγονότων από τις ΗΠΑ. Το προσφυγικό και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τον περασμένο Οκτώβριο, όταν η Ρωσία είχε μόλις αρχίσει την στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα περιφρόνησε την ιδέα ότι η Ρωσία θα μπορούσε να αμφισβητήσει την αμερικανική ηγεσία στη Μέση Ανατολή. Σε συνέντευξή του στην εκπομπή 60 Minutes, δήλωσε πως «ο κ. Πούτιν διαθέτει τους δικούς του στρατιώτες, τον δικό του στρατό, μόνο και μόνο για να μπορέσει να κρατήσει από μια κλωστή τον μοναδικό του σύμμαχο. Το γεγονός ότι έπρεπε να το κάνουν αυτό δεν αποτελεί ένδειξη δύναμης, αλλά είναι μια ένδειξη πως η στρατηγική τους δεν λειτούργησε».
Δυο μήνες αργότερα, καθώς ενισχύεται ακόμα περισσότερο η ρωσική στρατιωτική παρουσία στη Συρία, ο Ομπάμα συνέχισε να απορρίπτει τη στρατηγική του Πούτιν, σημειώνοντας πως «με το Αφγανιστάν 'νωπό' στη μνήμη, το να βαλτώνει (ο Πούτιν) σε έναν παραλυτικό εμφύλιο πόλεμο χωρίς τέλος δεν είναι το αποτέλεσμα που ψάχνει».
Η Ουάσινγκτον μπορεί να συνεχίσει να υποτιμά τη Ρωσία με δικό της κίνδυνο. Η Ρωσία έχει πράγματι ρίξει πόρους σε μια ατελείωτη σύγκρουση, όμως το ίδιο έχουν πράξει και οι ΗΠΑ και το ίδιο θα πράξουν και άλλοι που δεν μπορούν να ξεφύγουν από το γεωπολιτικό πεδίο μάχης του πολέμου μέσω «αντιπροσώπων», που περιπλέκεται από την παρουσία των τζιχαντιστών.
Το πρόβλημα είναι πως τα επίπεδα της ρωσικής στρατηγικής τείνουν να είναι πολύ «πυκνά» για να τα κατανοήσει η Δύση. Για τη Ρωσία, το πεδίο μάχης της Συρίας δεν έχει να κάνει με την ενίσχυση ενός συμμάχου με αλόγιστη δαπάνη, ούτε έχει απλώς να κάνει με την επιδίωξη μιας εναλλακτικής στρατηγικής για να ηττηθεί το Ισλαμικό Κράτος. Η Συρία είναι μια γη της ευκαιρίας για τη Ρωσία. Είναι η αρένα όπου ο αυτοέλεγχος, η υπομονή και η προσεκτική αναγνώριση και εκμετάλλευση των ισχυρών και αδύναμων σημείων των αντιπάλων της θα δώσουν τη δυνατότητα στη Ρωσία να επαναφέρει τον ανταγωνισμό της με τη Δύση.
Η Ρωσία του Πούτιν ταιριάζει απόλυτα στο προφίλ της Realpolitik. Τα έμφυτα ευάλωτα σημεία της Ρωσίας μπορεί να της στερήσουν τη διαρκή «δόξα», αλλά και την ικανότητα να βάλει «φρένο» στις καταπατήσεις της Δύσης. Όμως, η Μόσχα θα συμβιβαστεί γρήγορα με τις άβολες πραγματικότητες και θα πάρει ό,τι μπορεί, όταν προκύψει η ευκαιρία.
Ένας έμπειρος καιροσκόπος θα δημιουργήσει την ευκαιρία που θέλει να εκμεταλλευτεί. Η Συρία είναι ο σύγχρονος Άξονας της γεωπολιτικής σύγκρουσης. Με το να δώσει τη δυνατότητα στις δυνάμεις που είναι πιστές στον Άσαντ να καταλάβουν το Χαλέπι, η Ρωσία ανάγκασε το Βερολίνο, την Ουάσινγκτον και την Άγκυρα να της δώσουν αμέσως σημασία. Τις τελευταίες δυο εβδομάδες, περίπου 100.000 Σύριοι έχουν φύγει από το Χαλέπι, και ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί ταχύτατα αν καταληφθεί η πόλη.
Για τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, αυτό σημαίνει ένα ακόμα κύμα μεταναστών που θα εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο την κρίση της Ευρώπης, καθώς τα σύνορά της κλείνουν στην βαλκανική μεταναστευτική οδό, οι εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται τον φόβο και την αναταραχή που δημιουργούν οι μεταναστευτικές ροές, και τα προβληματικά κράτη της νότιας ευρωπεριφέρειας χρησιμοποιούν την κρίση για να «αντεπιτεθούν» στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες, κατηγορώντας τους ότι τους επιβαρύνουν με μια προσφυγική κρίση, την ίδια στιγμή που προσπαθούν να τους συντρίψουν με μέτρα λιτότητας.
Δεν αποτελεί σύμπτωση που η Ρωσία αξιοποιεί κάθε ευκαιρία για να επικυρώσει και να ενισχύσει τις απόψεις των ίδιων ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων που προκαλούν καθημερινά πονοκέφαλο στη Μέρκελ και σε άλλους πολιτικούς της Ευρώπης, οι οποίοι αρχίζουν να στρέφονται πιο προς τα δεξιά προκειμένου να εξακολουθήσουν να είναι ανεκτοί στο εκλογικό τους σώμα.
Ο Πούτιν δεν μπορεί να σταματήσει τη ροή των προσφύγων/μεταναστών προς την Ευρώπη, όμως η στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας στη Συρία τού δίνει τη δύναμη να αυξήσει τις πιέσεις προς την Ευρώπη. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας χρήσιμος «μοχλός» για τη Ρωσία: η χρήση του θα δώσει τη δυνατότητα στη Μόσχα να διαιρέσει την ΕΕ και δυνητικά να αποσπάσει ένα βέτο από χώρες του μπλοκ σε ζητήματα όπως η συνέχιση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και η απάντηση στο αίτημα της Πολωνίας για μόνιμες βάσεις στα ανατολικά της Ευρώπης.
Για τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, η κατάληψη του Χαλεπίου αντιπροσωπεύει μια επίθεση από όλες τις κατευθύνσεις. Η προσπάθεια της Ρωσίας να επιταχύνει τον κατακερματισμό της Ευρώπης υπονομεύει ένα κρίσιμο δίκτυο συμμάχων των ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί την προοπτική πολύ μεγαλύτερων κρίσεων σε μια Ευρώπη που δεν είναι απρόσβλητη στις βάρβαρες συγκρούσεις.
Όπως δήλωσε την περασμένη εβδομάδα στη σύνοδο ασφαλείας του Μονάχου ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι, «εμείς στις ΗΠΑ δεν καθόμαστε στην άλλη άκρη της λίμνης σκεπτόμενοι πως με κάποιον τρόπο είμαστε απρόσβλητοι... η Αμερική καταλαβαίνει τη σχεδόν υπαρξιακή φύση αυτής της απειλής για την πολιτική και τον κοινωνικό ιστό της Ευρώπης». Ο Λευκός Οίκος μπορεί να κατανοεί ποιο είναι το διακύβευμα στη «διασταύρωση» της ευρωπαϊκής κρίσης με τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, όμως είναι λιγότερο προετοιμασμένος να διαχειριστεί τον μετα-συγκρουσιακό ρόλο της Ρωσίας.
Είναι γνωστό πως η Ρωσία βομβαρδίζει πολλούς από τους αντάρτες τους οποίους χρειάζονται οι ΗΠΑ ως «αντιπροσώπους» στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους. Ακόμα και στα «χλιαρά» σημεία των διαπραγματεύσεων, όπως η ανακοίνωση της εκεχειρίας που προέκυψε από συνομιλίες που είχαν στο Μόναχο την περασμένη εβδομάδα ο Κέρι με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ, έχουν δημιουργηθεί μεγάλοι περιοριστικοί παράγοντες τους οποίους μπορεί να εκμεταλλευτεί η Ρωσία.
Την ώρα που παίζει τον ρόλο του διπλωμάτη και πηγαίνει από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα για να οργανώσει ειρηνευτικές συνομιλίες για τη Συρία, η Ρωσία μπορεί να συνεχίσει να βομβαρδίζει κατά βούληση, ισχυριζόμενη πως στοχεύει στην Jabhat al-Nusra και άλλους στόχους που βρίσκονται στη «μαύρη λίστα» της. Και όσο η Ρωσία μπορεί να παίζει τον ρόλο της «χαλάστρας», οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν με εκνευριστικά αργό ρυθμό την άγαρμπη συμμετοχή τους στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία.
Ο προφανέστερος παράγοντας πίεσης για την Τουρκία είναι η προοπτική να συνεχίσουν να εισρέουν από τα σύνορα δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες, την ώρα που η Ευρώπη περιορίζει τις προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές προς την Ήπειρο. Η λύση που από καιρό προτείνει η Τουρκία για το δίλημμα αυτό είναι να μην κάνει καμία χάρη στην Ευρώπη με το να απορροφήσει μόνη της όλους αυτούς τους πρόσφυγες, αλλά να δημιουργήσει μια «ασφαλή ζώνη» στη βόρεια Συρία, όπου θα εγκατασταθούν οι πρόσφυγες και όπου η Τουρκία θα μπορέσει να δημιουργήσει μια περίμετρο ασφαλείας. Με μια παρουσία των δυνάμεων ασφαλείας της στο βόρειο Ιράκ, η Τουρκία θα μπορούσε στη συνέχεια να εδραιώσει μια θέση για να μπλοκάρει τους Κούρδους στη βόρεια Συρία.
Η μια υπόσχεση που μπορεί να δώσει σήμερα η Ρωσία στους Κούρδους είναι η προοπτική ενός ενωμένου και αυτόνομου Κουρδικού κράτους που θα εκτείνεται από τη Ροζάβα του Συριακού Κουρδιστάν μέχρι το βόρειο Ιράκ. Πράγματι, η επίθεση στο Χαλέπι έχει δώσει τη δυνατότητα στο YPG να κινηθεί πέραν της περιοχής του στα βορειοδυτικά της Συρίας, ανατολικά προς την Αζάζ στα τουρκικά σύνορα.
Από την άποψη της Τουρκίας, όσο περισσότερο η Άγκυρα δεν περνάει τα σύνορα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες το καντόνι Αφρίν να συνδεθεί με περιοχές που ελέγχουν οι Κούρδοι δυτικά του ποταμού Ευφράτη, δημιουργώντας ένα ντε φάκτο κουρδικό κράτος στα τουρκικά σύνορα, που θα πάει με την ήδη αυτόνομη Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν στο βόρειο Ιράκ. Ακόμα και αν νομικά εμπόδια καθιστούν απίθανο βραχυπρόθεσμα το σενάριο αυτό στο πεδίο της μάχης, ωστόσο η Τουρκία θα λειτουργεί έχοντας στο μυαλό αυτές τις υποθέσεις.
Και η Ρωσία γνωρίζει όχι μόνο πώς να εκνευρίζει την Τουρκία, αλλά και πώς να κάνει την Τουρκία να «βγάζει σπυριά» με την κουρδική απειλή. Σε μια δημόσια κίνηση, την περασμένη εβδομάδα η Ρωσία άνοιξε στη Μόσχα γραφείο για το Κόμμα της Δημοκρατικής Ενότητας, του πολιτικού βραχίονα του YPG στη Συρία, προσκαλώντας στα εγκαίνια μέλη του φιλοκουρδικού τουρκικού αντιπολιτευτικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών αλλά και αντιπροσώπους της περιοχής Ντονμπάς της Ουκρανίας.
Η νομιμοποίηση των κουρδικών ομάδων ανταρτών που η Τουρκία προσπαθεί να εξαιρέσει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και η παροχή, ταυτόχρονα, της δυνατότητας σε Κούρδους αντάρτες να κερδίσουν έδαφος στο πεδίο μάχης της Συρίας είναι κάτι που δεν άντεξε ο Ερντογάν. Ως αποτέλεσμα, το τουρκικό πυροβολικό σφυροκοπεί τώρα θέσεις του YPG γύρω από τις πόλεις Αζάζ και Τελ Ριφάατ και η Τουρκία επαναλαμβάνει το ίδιο μήνυμα και στον Λευκό Οίκο: η Ουάσινγκτον και η Άγκυρα θα πρέπει να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν για το κουρδικό ζήτημα στη Συρία.
Στις ετήσιες προβλέψεις για το 2016, το Stratfor τόνιζε ότι η Ρωσία θα εντείνει τις αεροπορικές επιχειρήσεις στη Συρία για να προσπαθήσει να «δέσει» τα χέρια της Τουρκίας, όμως αυτή η αδράνεια δεν αποτελεί επιλογή για την Άγκυρα.
Αντιθέτως, με «οδηγό» την κουρδική απειλή -μεταξύ άλλων-, η Τουρκία θα δημιουργήσει έναν συνασπισμό που θα περιλαμβάνει τη Σαουδική Αραβία, με στόχο να μετριάσει τα εμπόδια στο πεδίο μάχης της Συρίας. Αυτό το σενάριο είναι που παίζεται τώρα, με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να ετοιμάζονται για διεξαγωγή επιχειρήσεων από τη βάση Ιντσιρλίκ της Τουρκίας.
Η Τουρκία δεν θα επιτρέψει στον εαυτό της να παραμείνει με δεμένα χέρια λόγω της Ρωσίας και θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να αναγκάσει τις ΗΠΑ να της επιτρέψουν να κινηθεί στρατιωτικά στη βόρεια Συρία (σ.σ.: το κείμενο του Stratfor δημοσιεύθηκε στα αγγλικά πριν τη βομβιστική επίθεση στην Άγκυρα το βράδυ της Τετάρτης, για την οποία ο Τούρκος πρωθυπουργός επέρριψε την ευθύνη στο YPG που, όπως υποστήριξε, συνεργάστηκε με το PKK. Τις προηγούμενες ημέρες η Τουρκία πίεζε τις ΗΠΑ να αναγνωρίσουν το YPG ως τρομοκρατική οργάνωση, ενώ την Πέμπτη, μία ημέρα μετά την επίθεση στην Άγκυρα, δήλωσε πως περιμένει οι συμμαχικές δυνάμεις να συνεργαστούν μαζί της κατά του YPG).
Το μήνυμα της Τουρκίας προς την Ουάσινγκτον είναι πως η τουρκική κυβέρνηση δεν μπορεί να θεωρείται ως μια ακόμα φυλή ή ομάδα στο πεδίο μάχης της Συρίας, αλλά είναι ένα έθνος-κράτος με εθνικά συμφέροντα τα οποία διακυβεύονται.
Οι ΗΠΑ δεν ενοχλούνται από τις αμυντικές κινήσεις της Τουρκίας στη βόρεια Συρία, αν αυτό σημαίνει ισχυρότερες δράσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους, όμως εξακολουθεί να υπάρχει το ζήτημα της αντιμετώπισης της Μόσχας. Η Τουρκία, όπως και η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, δεν θα κάνουν κάποια ενστικτώδη κίνηση στη βόρεια Συρία. Και οι τρεις χώρες αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που ενέχει η αποστολή εναέριων και χερσαίων δυνάμεων στον ίδιο χώρο που επιχειρούν τα ρωσικά -και δυνητικά και τα ιρανικά- μαχητικά αεροσκάφη. Η εξάπλωση των «παικτών» στο πεδίο της μάχης είναι αναπόφευκτη, όμως το καθήκον του περιορισμού των πιθανοτήτων για αψιμαχίες πέφτει στην Ουάσινγκτον.
Ενώ η Ουκρανία παραμένει πολιτικά «στον αέρα» λόγω της όλο και πιο εύθραυστης κυβέρνησης του Κιέβου, ένα όλο και πιο συνεκτικό μπλοκ χωρών της Ανατολικής Ευρώπης σχηματίζεται γύρω από την Ομάδα του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία).
Η Πολωνία ιδιαίτερα, πιέζει για πιο ισχυρή παρουσία του ΝΑΤΟ στα ανατολικά της Ευρώπης. Για να βελτιώσει τις πιθανότητες να κάνει το ΝΑΤΟ να ενισχύσει τη θέση του, η Πολωνία στέλνει νέα μαχητικά F-16 για στηρίξουν την αποστολή στη Συρία ως ένδειξη καλής πίστεως. Εν τω μεταξύ, συνεχίζονται οι συζητήσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και του Βουκουρεστίου για την ενίσχυση της παρουσίας του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα, με την Τουρκία πιο πρόθυμη να εξυπηρετήσει μια τέτοια συζήτηση τώρα που οι σχέσεις της με τη Ρωσία βρίσκονται «στον πάτο».
Όλα αυτά είναι μέτρα που οι ΗΠΑ μπορούν να κλιμακώσουν ή να αποκλιμακώσουν αναλόγως του πώς θέλει να κατευθύνει τις διαπραγματεύσεις της με τη Μόσχα. Οι ΗΠΑ μπορούν να διαβεβαιώσουν τη Μόσχα ότι θα υπάρξουν όρια στα σχέδια του ΝΑΤΟ για την Ευρώπη, αν και οποιεσδήποτε τέτοιες διαβεβαιώσεις θα μπορούσαν να λήξουν όταν αλλάξει η προεδρία στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 2017. Οι ΗΠΑ έχουν επίσης επιχειρήσει να παρακινήσουν το Κίεβο να κάνει πολιτικές υποχωρήσεις έναντι των περιοχών που ελέγχουν οι αντάρτες στα ανατολικά της Ουκρανίας, όμως η κυβέρνηση πολύ απλά είναι πολύ αδύναμη και της λείπει η πολιτική βούληση για να κάνει τέτοιους συμβιβασμούς που θα ικανοποιούσαν τη Μόσχα.
Τον Σεπτέμβριο θα πραγματοποιηθούν εκλογές τη χώρα, που θα μπορούσαν να τεστάρουν το αν ένας μεγάλος αριθμός ανόμοιων διαδηλώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια πιο ουσιαστική απειλή στους δρόμους της Ρωσίας. Την ώρα που το Κρεμλίνο απειλεί να τοποθετήσει πυραύλους στο Καλίνινγκραντ, οι ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας έχουν καταστείλει σε μεγάλο βαθμό δυνάμεις της αντιπολίτευσης στους θύλακες της Βαλτικής Θάλασσας, όπου ο όποιος υπαινιγμός απόσχισης ή αμφισβήτησης του ρωσικού ελέγχου επί του εδάφους θα προσελκύσει γρήγορα την προσοχή του Κρεμλίνου.
Τα βασικά ευάλωτα σημεία της Ρωσίας τείνουν να είναι συγκεντρωμένα στον Βόρειο Καύκασο, όπου υπάρχει Μουσουλμανική πλειονότητα, και όπου ο Πούτιν «έχτισε» την «κληρονομιά» του τερματισμού του πολέμου της Τσετσενίας. Για να διατηρήσει αυτήν την «κληρονομιά», ο Πούτιν υπερεβεί εαυτόν για να στηρίξει τον φλογερό τσετσένο ηγέτη Ramzan Kadyrov, η ρητορική του οποίου έχει συσπειρώσει τη ρωσική αντιπολίτευση, τους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές και ισχυρά στελέχη της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας.
Ωστόσο ο Kadyrov είναι ένα «εργαλείο» για τον περιορισμό της Τσετσενίας, που ο Πούτιν δεν θα είναι πρόθυμος να θυσιάσει. Πιο προβληματική, ενδεχομένως, για τον Πούτιν είναι η άνοδος της σαλαφιστικής και υπερσυντηρητικής επιρροής στο Νταγκεστάν, όπου οι επιχειρήσεις καταστολής και οι στρατιωτικές αυξάνονται και όπου ο Kadyrov, με την υπερβολική αυτοπεποίθησή του, θα μπορούσε να καταλήξει να χρησιμοποιεί την αστάθεια στο Νταγκεστάν για να επεκτείνει τον εδαφικό του έλεγχο.
Αυτά τα σημεία πίεσης της Ρωσίας θα είναι σημαντικό να παρακολουθούνται τους επόμενους μήνες, καθώς η Ρωσία θα διαπραγματεύεται με την Ουάσινγκτον, την Άγκυρα, το Βερολίνο και τις χώρες του Κόλπου. Την ίδια ώρα, θα ήταν λάθος να υποθέσει κανείς απλά πως οι αναταραχές στη Ρωσία θα ενταθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να «κατακλύσουν» τη ρωσική κυβέρνηση και να την αναγκάσουν να μειώσει τις στρατιωτικές δραστηριότητές της στο εξωτερικό. Η ικανότητα της Ρωσίας να απορροφά τα οικονομικά προβλήματα είναι μεγαλύτερη απ' όσο στις περισσότερες χώρες, και η απόφαση να συνεχίσει τις επιχειρήσεις της σε περιοχές όπως η Συρία και η Ουκρανία δεν στηρίζεται μόνο σε οικονομικούς λόγους.
Υπάρχει ένα μεγάλο περιθώριο ενδιάμεσα, όπου η ρωσική στρατηγική θα μπορέσει δυνητικά να διεισδύσει στην μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους, της οποίας ηγούνται οι ΗΠΑ, στην ευρωπαϊκή κρίση αλλά και στην υπαρξιακή μάχη της Τουρκίας με τους Κούρδους. Ο Πούτιν έχει ήδη ξοδέψει πολύ χρόνο, ενέργεια και πόρους για να στήσει αυτό το σκηνικό για τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ, όμως δεν θα έχει την ψευδαίσθηση ότι θα μπορέσει να πετύχει πλήρως τους γεωπολιτικούς του στόχους. Η Realpolitik του Κρεμλίνου θα ικανοποιηθεί με μερικά αποτελέσματα, και τα αποτελέσματα αυτά μπορεί να φανούν στο πεδίο μάχης της Συρίας, στην ανατολική Ουκρανία ή -αν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις- πουθενά. Στην περίπτωση αυτή, η επόμενη φάση της κρίσης που θα προκύψει, θα εκτείνεται πέραν του Χαλεπίου.
Δυο μήνες αργότερα, καθώς ενισχύεται ακόμα περισσότερο η ρωσική στρατιωτική παρουσία στη Συρία, ο Ομπάμα συνέχισε να απορρίπτει τη στρατηγική του Πούτιν, σημειώνοντας πως «με το Αφγανιστάν 'νωπό' στη μνήμη, το να βαλτώνει (ο Πούτιν) σε έναν παραλυτικό εμφύλιο πόλεμο χωρίς τέλος δεν είναι το αποτέλεσμα που ψάχνει».
Η Ουάσινγκτον μπορεί να συνεχίσει να υποτιμά τη Ρωσία με δικό της κίνδυνο. Η Ρωσία έχει πράγματι ρίξει πόρους σε μια ατελείωτη σύγκρουση, όμως το ίδιο έχουν πράξει και οι ΗΠΑ και το ίδιο θα πράξουν και άλλοι που δεν μπορούν να ξεφύγουν από το γεωπολιτικό πεδίο μάχης του πολέμου μέσω «αντιπροσώπων», που περιπλέκεται από την παρουσία των τζιχαντιστών.
Το πρόβλημα είναι πως τα επίπεδα της ρωσικής στρατηγικής τείνουν να είναι πολύ «πυκνά» για να τα κατανοήσει η Δύση. Για τη Ρωσία, το πεδίο μάχης της Συρίας δεν έχει να κάνει με την ενίσχυση ενός συμμάχου με αλόγιστη δαπάνη, ούτε έχει απλώς να κάνει με την επιδίωξη μιας εναλλακτικής στρατηγικής για να ηττηθεί το Ισλαμικό Κράτος. Η Συρία είναι μια γη της ευκαιρίας για τη Ρωσία. Είναι η αρένα όπου ο αυτοέλεγχος, η υπομονή και η προσεκτική αναγνώριση και εκμετάλλευση των ισχυρών και αδύναμων σημείων των αντιπάλων της θα δώσουν τη δυνατότητα στη Ρωσία να επαναφέρει τον ανταγωνισμό της με τη Δύση.
Realpolitik σε ρωσικό στυλ
Η ρωσική οικονομία «τρεκλίζει» λόγω των χαμηλών τιμών του πετρελαίου. Οι μάχες εξουσίας του Κρεμλίνου εντείνονται. Και οι κοινωνικές αναταραχές αυξάνονται πανεθνικά. Οι ΗΠΑ ενισχύουν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους στα δυτικά της Ρωσίας. Αυτό το σκηνικό δείχνει πως δεν είναι όλα τέλεια για τον Ρώσο ηγέτη, όμως ο Πούτιν είναι ένας δεξιοτέχνης στην εξάσκηση της Realpolitik. Η Μόσχα διαθέτει μια νηφάλια σκληρότητα και επινοητικότητα, την οποία θα χρησιμοποιήσει για να προσπαθήσει να αντισταθμίσει τις πιο εμφανείς αδυναμίες της.Η Ρωσία του Πούτιν ταιριάζει απόλυτα στο προφίλ της Realpolitik. Τα έμφυτα ευάλωτα σημεία της Ρωσίας μπορεί να της στερήσουν τη διαρκή «δόξα», αλλά και την ικανότητα να βάλει «φρένο» στις καταπατήσεις της Δύσης. Όμως, η Μόσχα θα συμβιβαστεί γρήγορα με τις άβολες πραγματικότητες και θα πάρει ό,τι μπορεί, όταν προκύψει η ευκαιρία.
Ένας έμπειρος καιροσκόπος θα δημιουργήσει την ευκαιρία που θέλει να εκμεταλλευτεί. Η Συρία είναι ο σύγχρονος Άξονας της γεωπολιτικής σύγκρουσης. Με το να δώσει τη δυνατότητα στις δυνάμεις που είναι πιστές στον Άσαντ να καταλάβουν το Χαλέπι, η Ρωσία ανάγκασε το Βερολίνο, την Ουάσινγκτον και την Άγκυρα να της δώσουν αμέσως σημασία. Τις τελευταίες δυο εβδομάδες, περίπου 100.000 Σύριοι έχουν φύγει από το Χαλέπι, και ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί ταχύτατα αν καταληφθεί η πόλη.
Για τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, αυτό σημαίνει ένα ακόμα κύμα μεταναστών που θα εμβαθύνουν ακόμα περισσότερο την κρίση της Ευρώπης, καθώς τα σύνορά της κλείνουν στην βαλκανική μεταναστευτική οδό, οι εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται τον φόβο και την αναταραχή που δημιουργούν οι μεταναστευτικές ροές, και τα προβληματικά κράτη της νότιας ευρωπεριφέρειας χρησιμοποιούν την κρίση για να «αντεπιτεθούν» στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες, κατηγορώντας τους ότι τους επιβαρύνουν με μια προσφυγική κρίση, την ίδια στιγμή που προσπαθούν να τους συντρίψουν με μέτρα λιτότητας.
Δεν αποτελεί σύμπτωση που η Ρωσία αξιοποιεί κάθε ευκαιρία για να επικυρώσει και να ενισχύσει τις απόψεις των ίδιων ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων που προκαλούν καθημερινά πονοκέφαλο στη Μέρκελ και σε άλλους πολιτικούς της Ευρώπης, οι οποίοι αρχίζουν να στρέφονται πιο προς τα δεξιά προκειμένου να εξακολουθήσουν να είναι ανεκτοί στο εκλογικό τους σώμα.
Ο Πούτιν δεν μπορεί να σταματήσει τη ροή των προσφύγων/μεταναστών προς την Ευρώπη, όμως η στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας στη Συρία τού δίνει τη δύναμη να αυξήσει τις πιέσεις προς την Ευρώπη. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας χρήσιμος «μοχλός» για τη Ρωσία: η χρήση του θα δώσει τη δυνατότητα στη Μόσχα να διαιρέσει την ΕΕ και δυνητικά να αποσπάσει ένα βέτο από χώρες του μπλοκ σε ζητήματα όπως η συνέχιση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και η απάντηση στο αίτημα της Πολωνίας για μόνιμες βάσεις στα ανατολικά της Ευρώπης.
Για τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, η κατάληψη του Χαλεπίου αντιπροσωπεύει μια επίθεση από όλες τις κατευθύνσεις. Η προσπάθεια της Ρωσίας να επιταχύνει τον κατακερματισμό της Ευρώπης υπονομεύει ένα κρίσιμο δίκτυο συμμάχων των ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί την προοπτική πολύ μεγαλύτερων κρίσεων σε μια Ευρώπη που δεν είναι απρόσβλητη στις βάρβαρες συγκρούσεις.
Όπως δήλωσε την περασμένη εβδομάδα στη σύνοδο ασφαλείας του Μονάχου ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Τζον Κέρι, «εμείς στις ΗΠΑ δεν καθόμαστε στην άλλη άκρη της λίμνης σκεπτόμενοι πως με κάποιον τρόπο είμαστε απρόσβλητοι... η Αμερική καταλαβαίνει τη σχεδόν υπαρξιακή φύση αυτής της απειλής για την πολιτική και τον κοινωνικό ιστό της Ευρώπης». Ο Λευκός Οίκος μπορεί να κατανοεί ποιο είναι το διακύβευμα στη «διασταύρωση» της ευρωπαϊκής κρίσης με τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, όμως είναι λιγότερο προετοιμασμένος να διαχειριστεί τον μετα-συγκρουσιακό ρόλο της Ρωσίας.
Είναι γνωστό πως η Ρωσία βομβαρδίζει πολλούς από τους αντάρτες τους οποίους χρειάζονται οι ΗΠΑ ως «αντιπροσώπους» στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους. Ακόμα και στα «χλιαρά» σημεία των διαπραγματεύσεων, όπως η ανακοίνωση της εκεχειρίας που προέκυψε από συνομιλίες που είχαν στο Μόναχο την περασμένη εβδομάδα ο Κέρι με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ, έχουν δημιουργηθεί μεγάλοι περιοριστικοί παράγοντες τους οποίους μπορεί να εκμεταλλευτεί η Ρωσία.
Την ώρα που παίζει τον ρόλο του διπλωμάτη και πηγαίνει από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα για να οργανώσει ειρηνευτικές συνομιλίες για τη Συρία, η Ρωσία μπορεί να συνεχίσει να βομβαρδίζει κατά βούληση, ισχυριζόμενη πως στοχεύει στην Jabhat al-Nusra και άλλους στόχους που βρίσκονται στη «μαύρη λίστα» της. Και όσο η Ρωσία μπορεί να παίζει τον ρόλο της «χαλάστρας», οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν με εκνευριστικά αργό ρυθμό την άγαρμπη συμμετοχή τους στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία.
Το κουρδικό «χαρτί»
Για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η επίθεση των δυνάμεων που πρόσκεινται στον Άσαντ, με τη στήριξη της Ρωσίας, στο Χαλέπι, φέρνει στο προσκήνιο τις γεωπολιτικές επιτακτικές ανάγκες της Τουρκίας.Ο προφανέστερος παράγοντας πίεσης για την Τουρκία είναι η προοπτική να συνεχίσουν να εισρέουν από τα σύνορα δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες, την ώρα που η Ευρώπη περιορίζει τις προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές προς την Ήπειρο. Η λύση που από καιρό προτείνει η Τουρκία για το δίλημμα αυτό είναι να μην κάνει καμία χάρη στην Ευρώπη με το να απορροφήσει μόνη της όλους αυτούς τους πρόσφυγες, αλλά να δημιουργήσει μια «ασφαλή ζώνη» στη βόρεια Συρία, όπου θα εγκατασταθούν οι πρόσφυγες και όπου η Τουρκία θα μπορέσει να δημιουργήσει μια περίμετρο ασφαλείας. Με μια παρουσία των δυνάμεων ασφαλείας της στο βόρειο Ιράκ, η Τουρκία θα μπορούσε στη συνέχεια να εδραιώσει μια θέση για να μπλοκάρει τους Κούρδους στη βόρεια Συρία.
Ο κουρδικός παράγοντας
Καθώς οι σχέσεις με την Τουρκία επιδεινώνονταν, η Ρωσία δεν έκρυψε τηναυξανόμενη επικοινωνία της με τους Κούρδους αντάρτες στη Συρία που ανήκουν στις Δυνάμεις Προστασίας του Λαού (YPG). Αυτό είναι ένα παλιό «παιχνίδι» της Ρωσίας.Η μια υπόσχεση που μπορεί να δώσει σήμερα η Ρωσία στους Κούρδους είναι η προοπτική ενός ενωμένου και αυτόνομου Κουρδικού κράτους που θα εκτείνεται από τη Ροζάβα του Συριακού Κουρδιστάν μέχρι το βόρειο Ιράκ. Πράγματι, η επίθεση στο Χαλέπι έχει δώσει τη δυνατότητα στο YPG να κινηθεί πέραν της περιοχής του στα βορειοδυτικά της Συρίας, ανατολικά προς την Αζάζ στα τουρκικά σύνορα.
Από την άποψη της Τουρκίας, όσο περισσότερο η Άγκυρα δεν περνάει τα σύνορα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες το καντόνι Αφρίν να συνδεθεί με περιοχές που ελέγχουν οι Κούρδοι δυτικά του ποταμού Ευφράτη, δημιουργώντας ένα ντε φάκτο κουρδικό κράτος στα τουρκικά σύνορα, που θα πάει με την ήδη αυτόνομη Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν στο βόρειο Ιράκ. Ακόμα και αν νομικά εμπόδια καθιστούν απίθανο βραχυπρόθεσμα το σενάριο αυτό στο πεδίο της μάχης, ωστόσο η Τουρκία θα λειτουργεί έχοντας στο μυαλό αυτές τις υποθέσεις.
Και η Ρωσία γνωρίζει όχι μόνο πώς να εκνευρίζει την Τουρκία, αλλά και πώς να κάνει την Τουρκία να «βγάζει σπυριά» με την κουρδική απειλή. Σε μια δημόσια κίνηση, την περασμένη εβδομάδα η Ρωσία άνοιξε στη Μόσχα γραφείο για το Κόμμα της Δημοκρατικής Ενότητας, του πολιτικού βραχίονα του YPG στη Συρία, προσκαλώντας στα εγκαίνια μέλη του φιλοκουρδικού τουρκικού αντιπολιτευτικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών αλλά και αντιπροσώπους της περιοχής Ντονμπάς της Ουκρανίας.
Η νομιμοποίηση των κουρδικών ομάδων ανταρτών που η Τουρκία προσπαθεί να εξαιρέσει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και η παροχή, ταυτόχρονα, της δυνατότητας σε Κούρδους αντάρτες να κερδίσουν έδαφος στο πεδίο μάχης της Συρίας είναι κάτι που δεν άντεξε ο Ερντογάν. Ως αποτέλεσμα, το τουρκικό πυροβολικό σφυροκοπεί τώρα θέσεις του YPG γύρω από τις πόλεις Αζάζ και Τελ Ριφάατ και η Τουρκία επαναλαμβάνει το ίδιο μήνυμα και στον Λευκό Οίκο: η Ουάσινγκτον και η Άγκυρα θα πρέπει να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν για το κουρδικό ζήτημα στη Συρία.
Στις ετήσιες προβλέψεις για το 2016, το Stratfor τόνιζε ότι η Ρωσία θα εντείνει τις αεροπορικές επιχειρήσεις στη Συρία για να προσπαθήσει να «δέσει» τα χέρια της Τουρκίας, όμως αυτή η αδράνεια δεν αποτελεί επιλογή για την Άγκυρα.
Αντιθέτως, με «οδηγό» την κουρδική απειλή -μεταξύ άλλων-, η Τουρκία θα δημιουργήσει έναν συνασπισμό που θα περιλαμβάνει τη Σαουδική Αραβία, με στόχο να μετριάσει τα εμπόδια στο πεδίο μάχης της Συρίας. Αυτό το σενάριο είναι που παίζεται τώρα, με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να ετοιμάζονται για διεξαγωγή επιχειρήσεων από τη βάση Ιντσιρλίκ της Τουρκίας.
Η Τουρκία δεν θα επιτρέψει στον εαυτό της να παραμείνει με δεμένα χέρια λόγω της Ρωσίας και θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να αναγκάσει τις ΗΠΑ να της επιτρέψουν να κινηθεί στρατιωτικά στη βόρεια Συρία (σ.σ.: το κείμενο του Stratfor δημοσιεύθηκε στα αγγλικά πριν τη βομβιστική επίθεση στην Άγκυρα το βράδυ της Τετάρτης, για την οποία ο Τούρκος πρωθυπουργός επέρριψε την ευθύνη στο YPG που, όπως υποστήριξε, συνεργάστηκε με το PKK. Τις προηγούμενες ημέρες η Τουρκία πίεζε τις ΗΠΑ να αναγνωρίσουν το YPG ως τρομοκρατική οργάνωση, ενώ την Πέμπτη, μία ημέρα μετά την επίθεση στην Άγκυρα, δήλωσε πως περιμένει οι συμμαχικές δυνάμεις να συνεργαστούν μαζί της κατά του YPG).
Το μήνυμα της Τουρκίας προς την Ουάσινγκτον είναι πως η τουρκική κυβέρνηση δεν μπορεί να θεωρείται ως μια ακόμα φυλή ή ομάδα στο πεδίο μάχης της Συρίας, αλλά είναι ένα έθνος-κράτος με εθνικά συμφέροντα τα οποία διακυβεύονται.
Οι ΗΠΑ δεν ενοχλούνται από τις αμυντικές κινήσεις της Τουρκίας στη βόρεια Συρία, αν αυτό σημαίνει ισχυρότερες δράσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους, όμως εξακολουθεί να υπάρχει το ζήτημα της αντιμετώπισης της Μόσχας. Η Τουρκία, όπως και η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, δεν θα κάνουν κάποια ενστικτώδη κίνηση στη βόρεια Συρία. Και οι τρεις χώρες αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που ενέχει η αποστολή εναέριων και χερσαίων δυνάμεων στον ίδιο χώρο που επιχειρούν τα ρωσικά -και δυνητικά και τα ιρανικά- μαχητικά αεροσκάφη. Η εξάπλωση των «παικτών» στο πεδίο της μάχης είναι αναπόφευκτη, όμως το καθήκον του περιορισμού των πιθανοτήτων για αψιμαχίες πέφτει στην Ουάσινγκτον.
Φέρνοντας τη διαπραγμάτευση στην Ουάσινγκτον
Με το Χαλέπι στο «παιχνίδι», το μόνο που είχε να κάνει ο Πούτιν ήταν να περιμένει για το τηλεφώνημα. Στις 13 Φεβρουαρίου, ο Λευκός Οίκος δήλωσε στα ΜΜΕ ότι ο Ομπάμα τηλεφώνησε στον Πούτιν και του απηύθυνε έκκληση να σταματήσει τις ρωσικές επιχειρήσεις στη Συρία. Μπορούμε να υποθέσουμε πως η συζήτηση δεν σταμάτησε με το να πουν οι ΗΠΑ στη Ρωσία να σταματήσει. Άλλωστε, η Ρωσία σχεδίασε την επέμβασή της στη Συρία με την ελπίδα ότι θα οδηγούσε σε κάποια συνεννόηση με τις ΗΠΑ. Η Ρωσία έχει δικά της στρατηγικά συμφέροντα στη Συρία, όπως από μόνη της η Συρία επισκιάζεται από τη ρωσική ανάγκη να επιβραδύνει την επέκταση των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων στην πρώην σοβιετική περιφέρεια.Ενώ η Ουκρανία παραμένει πολιτικά «στον αέρα» λόγω της όλο και πιο εύθραυστης κυβέρνησης του Κιέβου, ένα όλο και πιο συνεκτικό μπλοκ χωρών της Ανατολικής Ευρώπης σχηματίζεται γύρω από την Ομάδα του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία).
Η Πολωνία ιδιαίτερα, πιέζει για πιο ισχυρή παρουσία του ΝΑΤΟ στα ανατολικά της Ευρώπης. Για να βελτιώσει τις πιθανότητες να κάνει το ΝΑΤΟ να ενισχύσει τη θέση του, η Πολωνία στέλνει νέα μαχητικά F-16 για στηρίξουν την αποστολή στη Συρία ως ένδειξη καλής πίστεως. Εν τω μεταξύ, συνεχίζονται οι συζητήσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και του Βουκουρεστίου για την ενίσχυση της παρουσίας του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα, με την Τουρκία πιο πρόθυμη να εξυπηρετήσει μια τέτοια συζήτηση τώρα που οι σχέσεις της με τη Ρωσία βρίσκονται «στον πάτο».
Όλα αυτά είναι μέτρα που οι ΗΠΑ μπορούν να κλιμακώσουν ή να αποκλιμακώσουν αναλόγως του πώς θέλει να κατευθύνει τις διαπραγματεύσεις της με τη Μόσχα. Οι ΗΠΑ μπορούν να διαβεβαιώσουν τη Μόσχα ότι θα υπάρξουν όρια στα σχέδια του ΝΑΤΟ για την Ευρώπη, αν και οποιεσδήποτε τέτοιες διαβεβαιώσεις θα μπορούσαν να λήξουν όταν αλλάξει η προεδρία στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 2017. Οι ΗΠΑ έχουν επίσης επιχειρήσει να παρακινήσουν το Κίεβο να κάνει πολιτικές υποχωρήσεις έναντι των περιοχών που ελέγχουν οι αντάρτες στα ανατολικά της Ουκρανίας, όμως η κυβέρνηση πολύ απλά είναι πολύ αδύναμη και της λείπει η πολιτική βούληση για να κάνει τέτοιους συμβιβασμούς που θα ικανοποιούσαν τη Μόσχα.
Αναζητώντας την «αχίλλειο πτέρνα» της Ρωσίας
Η Ρωσία έχει παίξει αποτελεσματικά το κουρδικό «χαρτί» κατά της Τουρκίας. Θα μπορούσε όμως μελλοντικά η Μόσχα να «γευτεί» το ίδιο της το φάρμακο; Ο όγκος και το εύρος των ρωσικών διαδηλώσεων σε όλη τη χώρα έχουν αυξηθεί σημαντικά τον τελευταίο χρόνο καθώς βαθαίνει η οικονομική κρίση. Αν και η ρωσική κυβέρνηση έχει προχωρήσει σεπροληπτική πάταξη ομάδων της αντιπολίτευσης, εργαζομένων και ΜΚΟ που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν εξωτερικές δυνάμεις για να αποσταθεροποιήσουν τη Ρωσία εκ των έσω, θα ήταν αδύνατον να καλύψει όλες τις «τρύπες» της.Τον Σεπτέμβριο θα πραγματοποιηθούν εκλογές τη χώρα, που θα μπορούσαν να τεστάρουν το αν ένας μεγάλος αριθμός ανόμοιων διαδηλώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια πιο ουσιαστική απειλή στους δρόμους της Ρωσίας. Την ώρα που το Κρεμλίνο απειλεί να τοποθετήσει πυραύλους στο Καλίνινγκραντ, οι ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας έχουν καταστείλει σε μεγάλο βαθμό δυνάμεις της αντιπολίτευσης στους θύλακες της Βαλτικής Θάλασσας, όπου ο όποιος υπαινιγμός απόσχισης ή αμφισβήτησης του ρωσικού ελέγχου επί του εδάφους θα προσελκύσει γρήγορα την προσοχή του Κρεμλίνου.
Τα βασικά ευάλωτα σημεία της Ρωσίας τείνουν να είναι συγκεντρωμένα στον Βόρειο Καύκασο, όπου υπάρχει Μουσουλμανική πλειονότητα, και όπου ο Πούτιν «έχτισε» την «κληρονομιά» του τερματισμού του πολέμου της Τσετσενίας. Για να διατηρήσει αυτήν την «κληρονομιά», ο Πούτιν υπερεβεί εαυτόν για να στηρίξει τον φλογερό τσετσένο ηγέτη Ramzan Kadyrov, η ρητορική του οποίου έχει συσπειρώσει τη ρωσική αντιπολίτευση, τους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές και ισχυρά στελέχη της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας.
Ωστόσο ο Kadyrov είναι ένα «εργαλείο» για τον περιορισμό της Τσετσενίας, που ο Πούτιν δεν θα είναι πρόθυμος να θυσιάσει. Πιο προβληματική, ενδεχομένως, για τον Πούτιν είναι η άνοδος της σαλαφιστικής και υπερσυντηρητικής επιρροής στο Νταγκεστάν, όπου οι επιχειρήσεις καταστολής και οι στρατιωτικές αυξάνονται και όπου ο Kadyrov, με την υπερβολική αυτοπεποίθησή του, θα μπορούσε να καταλήξει να χρησιμοποιεί την αστάθεια στο Νταγκεστάν για να επεκτείνει τον εδαφικό του έλεγχο.
Αυτά τα σημεία πίεσης της Ρωσίας θα είναι σημαντικό να παρακολουθούνται τους επόμενους μήνες, καθώς η Ρωσία θα διαπραγματεύεται με την Ουάσινγκτον, την Άγκυρα, το Βερολίνο και τις χώρες του Κόλπου. Την ίδια ώρα, θα ήταν λάθος να υποθέσει κανείς απλά πως οι αναταραχές στη Ρωσία θα ενταθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να «κατακλύσουν» τη ρωσική κυβέρνηση και να την αναγκάσουν να μειώσει τις στρατιωτικές δραστηριότητές της στο εξωτερικό. Η ικανότητα της Ρωσίας να απορροφά τα οικονομικά προβλήματα είναι μεγαλύτερη απ' όσο στις περισσότερες χώρες, και η απόφαση να συνεχίσει τις επιχειρήσεις της σε περιοχές όπως η Συρία και η Ουκρανία δεν στηρίζεται μόνο σε οικονομικούς λόγους.
Να γνωρίζεις τον εχθρό σου
Καθώς οι ΗΠΑ υπολογίζουν τις επόμενες κινήσεις τους, θα πρέπει να κατανοήσει τα επίπεδα της ρωσικής στρατηγικής και να αποφύγει τους απλοϊκούς χαρακτηρισμούς. Είναι εύκολο να χαρακτηρίσει κανείς τον Πούτιν τραμπούκο, όμως ο Πούτιν κατανοεί τα όρια της ωμής βίας και, το σημαντικότερο, εσωτερικεύει την έννοια της χρήσης της δύναμης ενός εχθρού εναντίον του. Τον Οκτώβριο, ο Λευκός Οίκος και άλλοι επέκριναν τους Ρώσους ότι δεν έμαθαν το μάθημά τους στο Αφγανιστάν, περιμένοντας ότι ο συνδυασμός της οικονομικής ύφεσης και του εμφυλίου πολέμου στη Συρία θα «δαγκώσουν» τη Ρωσία. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, όμως η Δύση δεν θα πρέπει να το περιμένει.Υπάρχει ένα μεγάλο περιθώριο ενδιάμεσα, όπου η ρωσική στρατηγική θα μπορέσει δυνητικά να διεισδύσει στην μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους, της οποίας ηγούνται οι ΗΠΑ, στην ευρωπαϊκή κρίση αλλά και στην υπαρξιακή μάχη της Τουρκίας με τους Κούρδους. Ο Πούτιν έχει ήδη ξοδέψει πολύ χρόνο, ενέργεια και πόρους για να στήσει αυτό το σκηνικό για τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ, όμως δεν θα έχει την ψευδαίσθηση ότι θα μπορέσει να πετύχει πλήρως τους γεωπολιτικούς του στόχους. Η Realpolitik του Κρεμλίνου θα ικανοποιηθεί με μερικά αποτελέσματα, και τα αποτελέσματα αυτά μπορεί να φανούν στο πεδίο μάχης της Συρίας, στην ανατολική Ουκρανία ή -αν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις- πουθενά. Στην περίπτωση αυτή, η επόμενη φάση της κρίσης που θα προκύψει, θα εκτείνεται πέραν του Χαλεπίου.
http://www.euro2day.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου