Τις τελευταίες μέρες, μετά τη νίκη Τράμπ στις ΗΠΑ, προβληματισμός υπάρχει στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα σχετικά με το τι σηματοδοτεί αυτή και πόσο θα επηρεάσει τις γεωστρατηγικές ισορροπίες στο σημερινό ρευστό και ασταθές διεθνές περιβάλλον, αλλά και τη χώρα μας ειδικότερα.
Μετά από μια προεκλογική εκστρατεία, που σε μεγάλο βαθμό κυριάρχησε ο αποσπασματικός λόγος με ακραίες δηλώσεις, απομένει να διαπιστωθεί κατά πόσο ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα τηρήσει πολλές από τις προεκλογικές εξαγγελίες ή θα αναγκαστεί σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. ΣτιςΗΠΑ υπάρχουν δύο αντιφατικές σχολές διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής, αυτή του απομονωτισμού και η άλλη του παρεμβατισμού.
Κοινό γνώρισμα και των δύο, είναι η πίστη τους στο αλάθητο της επιλογής των ΗΠΑ για το σύστημα αξιών που έχουν υιοθετήσει σε θέματα ελευθερίας, δημοκρατίας, οικονομίας και δικαίου. Οι υποστηρικτές του παρεμβατισμού θέλουν να επιβάλλουν αυτές τις αξίες ενεργά, ενώ του απομονωτισμού θέλουν οι ΗΠΑ να περιορίσουν την εμπλοκή τους και να λειτουργούν ως υπόδειγμα για τα υπόλοιπα κράτη.
Το κόμμα των Ρεμπουμπλικάνων από το οποίο προέρχεται ο Τράμπ, υιοθετεί ως ένα σημείο το δόγμα του απομονωτισμού, με κάποια στοιχεία ενός ευέλικτου και επιλεκτικού παρεμβατισμού, βάσει του οποίου οι ΗΠΑ θα εμπλέκονται μόνο σε περιπτώσεις όπου θα θίγονται τα αυστηρώς καθορισμένα ζωτικά συμφέροντά τους.
Στο παρελθόν βέβαια, είχαμε περιπτώσεις προέδρων, προερχομένων από τους Ρεμπουμπλικάνους όπως ο Τζώρτζ Μπους που στην αρχή της θητείας του φαινόταν ότι θα παραμείνει τουλάχιστον στη συντηρητική πλευρά του επιλεκτικού παρεμβατισμού. Όμως μόνο αυτό δεν ακολούθησε, αφού υιοθέτησε μια άκρως παρεμβατική πολιτική με το πρόσχημα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.
Η αίσθηση που υπάρχει μέχρι στιγμής σε ότι αφορά την πρόθεση του νέου προέδρου για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, είναι ότι έχει περισσότερα στοιχεία απομονωτισμού και υιοθετεί την έννοια του έθνους – κράτους. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στην πρώτη τηλεοπτική αναμέτρηση μεταξύ των δυο υποψηφίων στην κούρσα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ (27 Σεπ. 16) : «Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να είναι ο παγκόσμιος χωροφύλακας».
Η ρητορική του όμως έναντι του «ριζοσπαστικού Ισλάμ» και η υπόσχεση να εξαλείψει το Ισλαμικό Κράτος, δημιουργούν ανησυχίες ότι μπορεί να ακολουθήσει τα βήματα του Τζώρτζ Μπους. Οι δηλώσεις του προεκλογικά για το ΝΑΤΟ, είχαν εγείρει σημαντικές ανησυχίες στους νατοϊκούς εταίρους.
Σε ερώτηση που του έγινε σχετικά με την υπεράσπιση βαλτικών χωρών έναντι της Ρωσίας, δήλωσε ότι: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξετάσουν το ενδεχόμενο να αποδεσμευθούν από την εγγύηση του ΝΑΤΟ, σχετικά με την υποχρέωση του κάθε μέλους της Συμμαχίας να σπεύσει να βοηθήσει όποιο μέλος δεχθεί επίθεση από άλλο κράτος…Οι ΗΠΑ θα προσφέρουν βοήθεια μόνον εφόσον το κράτος που δέχεται επίθεση έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντί μας».
Οι δηλώσεις αυτές δημιούργησαν αντιδράσεις στην Ευρώπη και τόσο ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλντεμπεργκ αρχικά (Ιουλ. 16) είχε τονίσει τη σημασία της σχέσης ΝΑΤΟ – ΗΠΑ, αλλά και χθες (11 Νοε. 16) η Γερμανίδα Υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ζήτησε από το νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, να ξεκαθαρίσει τις απόψεις του για τη Ρωσία και να καταλάβει ότι πρέπει να συμπεριφερθεί απέναντι στο ΝΑΤΟ σαν αυτό να είναι μια συμμαχία κοινών αξιών και όχι μια επιχείρηση.
Η προοπτική ενός ρήγματος ή διατάραξης των σχέσεων Ευρώπης – ΗΠΑ αν ο Τράμπ δεν υπαναχωρήσει από τις αρχικές του θέσεις, σε συνδυασμό με δηλώσεις του, σύμφωνα με τις οποίες έχει εκφράσει τον απερίφραστο θαυμασμό του για τον Ρώσο ηγέτη σίγουρα γίνονται δεκτά με μεγάλη ευχαρίστηση στη Μόσχα.
Αν και είναι πολύ πρόωρο να διαβλέψει κανείς βελτίωση των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ – Ρωσίας, η πιθανότητα ενός τέτοιου ενδεχομένου δεν πρέπει να θεωρείται αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα.
Η προοπτική βελτίωσης των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας, θα εξυπηρετούσε την προώθηση ζητημάτων της χώρας μας με τη Ρωσία σε συνδυασμό με τις αναγκαίες προσπάθειες εξισορρόπησης από την πλευρά μας για άμβλυνση των αντιδράσεων τόσο από τους Ευρωπαίους εταίρους αλλά και την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Θέματα όπως εξοπλισμών, οικονομικών συνεργασιών, πολιτισμού και ενεργειακού ενδιαφέροντος με δεδομένο την μεγάλη επιθυμία της Ρωσικής πλευράς για την κατασκευή αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου (συνέχεια του Turkish Stream), θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημεία στρατηγικής συνεργασίας. Ωστόσο οι γνωστές αδυναμίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πολιτικές ιδιαιτερότητες λίγα περιθώρια αισιοδοξίας επιτρέπουν.
Σε ότι αφορά την περιοχή μας, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, δεν εκδήλωσε ποιες θα είναι οι προθέσεις του και αν θα συνεχίσει να ανέχεται την Τουρκία που συμπεριφέρεται καθημερινά ως μια αναθεωρητική περιφερειακή δύναμη απέναντι στη χώρα μας και στην Ανατολική Μεσόγειο γενικότερα. Δεν έκανε επίσης ιδιαίτερες αναφορές στο Κυπριακό, που αυτή την περίοδο βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ελβετία, αλλά και στην Ελλάδα και ειδικότερα στο μείζον θέμα της ελληνικής κρίσης.
Τον Ιουλ. 15, είχε κάνει μια μικρή αναφορά για το θέμα του χρέους και είχε δηλώσει : «Εγώ θα κρατούσα κάποιες αποστάσεις…δεν θα μπλεκόμουν και πολύ….έχουμε αρκετά προβλήματα…Η Γερμανία θα το επιλύσειή ακόμα ο Βλαντιμίρ Πούτιν και η Ρωσία. Αυτοί μπορούν να χειριστούν την κατάσταση».
Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να ανησυχεί αν ο νέος πλανητάρχης θα συνεχίσει την πολιτική αντι-λιτότητας του προκατόχου του και θα ασκήσει πιέσεις στη Γερμανία για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Κάποιοι μετά την εκλογή Τράμπ, βιάστηκαν να εξάγουν συμπεράσματα ότι αυτή θα σημάνει θετικές εξελίξεις για τα συμφέροντα του ελληνισμού ή και το αντίθετο. Μετά την εκλογή του νέου προέδρου από το περιβάλλον του, έγιναν ορισμένες δηλώσεις συμπαράστασης στο πρόσωπο του Ερντογάν και την Τουρκία.
Στενοί συνεργάτες του, όπως ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς και ο υποψήφιος για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών, Νιουτ Γκίνγκριτς με δηλώσεις τους τόνισαν ότι επιθυμία των ΗΠΑ είναι η σύσφιξη των σχέσεων της Ουάσινγκτον και της Άγκυρας.
Ο στρατηγός Μάικλ Φλιν, στενός συνεργάτης του νέου προέδρου και αρμόδιος στα θέματα Εξωτερικής πολιτικής και Άμυνας, που προορίζεται για νέος Υπουργός Άμυνας κάλεσε τις ΗΠΑ, να δούνε τον κόσμο μέσα από την οπτική γωνία της Τουρκίας και μίλησε για προσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον με τρόπο που θα τοποθετεί την Τουρκία στο επίκεντρο της αμερικανικής στρατηγικής. Σύμφωνα με δημοσιεύματα η εταιρεία που διατηρούσε ο εν λόγω στρατηγός, προσφέρει τις υπηρεσίες της για μία ολλανδική εταιρία, η οποία έχει στενούς δεσμούς με τον Ερντογάν.
Σε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Ερντογάν και Τράμπ σύμφωνα με όσα διέρρευσαν, ο τελευταίος εξέφρασε το θαυμασμό του στο πρόσωπο του προέδρου της Τουρκίας και έδειξε διάθεση για συνεργασία και εύρεση λύσεων σε θέματα όπως το Ισλαμικό Κράτος, το Φετουλάχ Γκιουλέν, τους Κούρδους της Σύριας και τις εξελίξεις στη Μοσούλη. Το τελευταίο διάστημα η Τουρκία δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστη επιλογή για τις ΗΠΑ, λόγω της αποκλίνουσας κατεύθυνσης σε μια σειρά ζητημάτων στρατηγικής σημασίας, αλλά πάντα αποτελούσε ένα πολύτιμο εταίρο για τις ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, της γειτνίασής της με τη Ρωσία και του ελέγχου των στενών των Δαρδανελλίων.
Η χώρα μας είχε επενδύσει περισσότερο στην εκλογή Χίλαρι, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε αυτή να στηρίξει το αφήγημα περί πόλου σταθερότητας στη Ν.Α. Μεσόγειο και υπάρχει μια σχετική ανησυχία μετά την εκλογή του Τράμπ, κυρίως λόγω έλλειψης ουσιαστικής γνώσης για το πρόσωπο και το επιτελείο του νέου προέδρου.
Η διαμόρφωση όμως της ακολουθούμενης πολιτικής των ΗΠΑ σε ολόκληρο τον κόσμο αλλά και στη Ν.Α. Μεσόγειο ειδικότερα, θεωρώ ότι θα επηρεαστεί από ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικό πλέγμα,όπως: Τις άριστες ανέκαθεν σχέσεις των ΗΠΑ με το Ισραήλ. Προεκλογικά ο Τράμπ προέβη σε μια δήλωση «σταθμό» για τους απανταχού Εβραίους και δήλωσε ότι μια αμερικανική κυβέρνηση υπό τον ίδιο θα αναγνώριζε την Ιερουσαλήμ ως την αδιαίρετη πρωτεύουσα του Κράτους του Ισραήλ.
Σε εξαιρετικό επίπεδο επίσης φαίνεται ότι είναι οι σχέσεις του Τράμπ με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Φατάχ Αλ Σίσι. Μετά την συνάντηση προεκλογικά μεταξύ τους είχε εκδοθεί ανακοίνωση, που ανέφερε ότι : «Οι ΗΠΑ δεν θα είναι απλά ένας σύμμαχος για την Αίγυπτο, αλλά ένας πιστός φίλος». Αντίθετα οι σχέσεις Τουρκίας- Ισραήλ και Αιγύπτου για μια σειρά ετών παραμένουν προβληματικές.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη στη διαμόρφωση της πολιτικής των ΗΠΑ, ο σημαντικός ρόλος της τριμερούς εξουσίας που υπάρχει εκτός του Πρόεδρου, δηλ. της Γερουσίας, της Βουλής και του ανεξάρτητου ανωτάτου δικαστηρίου.
Ακόμα και στην περίπτωση που κάποιο κόμμα ελέγχει και τις τρεις εξουσίες δε σημαίνει ότι οι γερουσιαστές θα υιοθετήσουν και θα στηρίξουν την προτεινόμενη πολιτική.Τέλος οι ΗΠΑ έχουν αποδείξει ότι η πολιτική τους δεν αλλάζει εύκολα «ρότα» και οι κινήσεις τους ειδικά σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν γίνονται μόνο με βάση τις επιθυμίες προσώπων, αλλά με βάση τα συμφέροντα τους. Εξ΄ άλλου είναι γνωστό ότι στις σχέσεις μεταξύ των κρατών δεν υπάρχουν σταθεροί φίλοι ή εχθροί παρά μόνο συμφέροντα.
*Οι θέσεις που εκφράζονται στο κείμενο είναι απολύτως προσωπικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου