Οἱ ἄμισθοι πολιτικοὶ τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας
Οὐδεὶς δημόσιος λειτουργὸς ἀμειβόταν
Δήμ. I. Λάμπρου
(«Ἀναζήτηση», Ἀθῆνα 1980, σσ. 211-219.)
Στὰ λεξικὰ σὰν «ἐπάγγελμα» ὁρίζεται «ἡ «βιοποριστικὴ ἐργασία τινός» καὶ σὰν «ἐπαγγελματίας» ὁ ἀσκῶν βιοποριστικὴν ἐργασίαν». Ἑπομένως, ὅταν ἀσκῶ ἐπάγγελμα, σκοπός μου εἷναι νὰ ἐξασφαλίζω τὰ πρὸς τὸ ζῆν, καὶ κατὰ λογικὴν ἀναγκαιότητα ἡ ψυχολογικὴ ἀφετηρία καὶ τὸ λογικὸ κίνητρό μου ὡς ἐπαγγελματία εἶναι τὸ ἀτομικὸ καὶ οἰκογενειακό μου συμφέρον. Δὲν νοεῖται ἐπαγγελματίας ποὺ σκοπεύει στὴν ἱκανοποίηση τοῦ ἀτομικοῦ ἢ οἰκογενειακοῦ συμφέροντος ἄλλου ἀτόμου.
Τὸ συμφέρον τοῦ δευτέρου ἀτόμου ἱκανοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἄσκηση ἐπαγγέλματος ἐκ μέρους αὐτοῦ τοῦ ἰδίου καὶ ὄχι ἐκ μέρους τὸν πρώτου.
Ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα πρὸς τὴν ἀφετηρία, τὰ κίνητρα καὶ τοὺς σκοποὺς τοῦ ἐπαγγέλματος καὶ τοῦ ἐπαγγελματία εἶναι ἡ ἀφετηρία, τὰ κίνητρα καὶ οἱ σκοποὶ τοῦ λειτουργήματος καὶ τοῦ λειτουργοῦ. Ἐνῷ τὸ ἐπάγγελμα ἀφορᾷ στὸ ἄτομο καὶ στὴν ἰκανοποίηση τοῦ ἀτομικοῦ συμφέροντος, τὸ λειτούργημα εἶναι ἔννοια ἀπαραίτητα συναρτημένη πρὸς τὶς ἔννοιες τοῦ συνόλου καὶ τοῦ γενικοῦ συμφέροντος. Καὶ ἂν o ἐπαγγελματίας ξεκινὰ ἀπὸ τὴν ἀφετηρία τοῦ λαμβάνειν, ὁ λειτουργὸς ξεκινᾷ ἀπὸ τὴν ἀφετηρία τοῦ προ-σφέρειν. Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα λειτούργημα (ἄρχ. «λειτουργία») σημαίνει «ἐν τῇ εὐρεῖᾳ ἔννοιᾳ πᾶσαν παροχήν, ὑπηρεσίαν, δαπάνην, προσφερομένην ἀπὸ τὸ ἄτομον πρὸς τὴν Πό-λιτείαν» καὶ λειτουργὸς σημαίνει ὁ παρέχων, προσφέρων, ὑπηρετῶν, δαπανῶν διὰ τὴν Πολιτείαν» αὐτὰ ποὺ σὰν ἄτομο κατέχει ὁ ἴδιος (ἀγαθά, χρήματα, ὑπηρεσία, γνώσεις κ.λπ.). Ὅταν ἀσκῶ λειτούργημα, σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ ἐξασφαλίσω τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐμοῦ καὶ τῆς οἰκογενείας μου (ὅπως συμβαίνει ὅταν ἀσκῶ ἐπάγγελμα), ἀλλά νὰ παραχωρήσω πρὸς τὸ σύνολο, τὴν Πολιτεία ὅ,τι χρειάζεται γιὰ τὴ δική της ἐπιβίωση («διδόναι τοῖς πολλοῖς τὰ ἐμά»). Τὸ ἀτομικὸ συμφέρον ὄχι μόνο δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ λειτούργημα, ἀλλά καὶ συγκρούεται πρὸς αὐτό, δεδομένου ὅτι ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ ἀτόμου ἡ προσφορά, παροχή, δαπάνη κ.λπ. πρὸς τὴν Πολιτεία ἀποτελεῖ μείωση, ζημία τῶν προσωπικῶν καὶ οἰκογενειακῶν ἀγαθῶν, δυναμικοῦ κ.λπ.
Τo ἀσυμβίβαστο μεταξὺ τοῦ ἐπαγγέλματος καὶ τοῦ λειτουργήματος ἐφαρμόσθηκε ἂπ’ ὅλες τὶς Πολιτεῖες ποὺ ἀποτέλεσαν καταστάσεις Ἀρχής καὶ ὄχι ἐξουσίας. Δὲν ἔχουμε λόγους νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ περιπτώσεις ἄλλων ἐθνῶν, ἀφοῦϋ στὰ πολιτικοκοινωνικὰ πρότυπα ποὺ συνέλαβε καὶ ὑλοποίησε τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος στὶς ἐλεύθερες φάσεις τῆς ἱστορίας του -μὲ ἐξαίρεση τὶς περιόδους καταπτώσεως ἢ τὶς περιόδους ἔντονης παρουσίας ξένων ἐπιδράσεων, ὅπως ἦταν οἱ ἐποχὲς τοῦ Βυζαντίου καὶ τοῦ σημερινοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους-, ἡ ταύτιση τῆς ἰδιότητας τοῦ ἐπαγγελματία μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ δημόσιου λειτουργοῦ ἦταν ἀδιανόητη σὰν σύλληψη καὶ ἀπαράδεκτη σὰν πολιτικὴ πρακτική. Στὴν περίοδο ἀκμῆς ὅλων τῶν πόλεων-κρατῶν τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες, οἱ δικαστές, οἱ διπλωματικοὶ ἀπεσταλμένοι καὶ οἱ «πρέσβεις», οἱ στρατιωτικοὶ ἡγήτορες καὶ γενικὰ ὅλα τὰ ἄτομα ποὺ εἶναι τεταγμένα στὴν ὑπηρεσία τοῦ συνόλου καὶ τῆς Πολιτείας δὲν ἀποζοῦϋν ἀπὸ τὸ λειτούργημα ποὺ ἀσκοῦν, εἶναι ἄμισθοι.
Ὁ θεσμὸς τοῦ ἄμισθου μή-ἐπαγγελματία ὑπηρέτη τοῦ συνόλου δὲν ἄφωροῦσε μόνο στοὺς ἀναλαμβάνοντες δημόσια ἀξιώματα, ἀλλά σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἐπεκτεινόταν καὶ σὲ οἱοδήποτε ἁπλὸ πολίτη ποὺ προσέφερε οἱαδήποτε ὑπηρεσία στὴν Πολιτεία: οἱ στρατιῶτες, οἱ πολῖτες-δικαστές, οἱ ἀστυνομικοί, οἱ «ὑπάλληλοι» δημοσίων λειτουργιῶν, οἱ κατασκευαστὲς δημοσίων, κοινοτικῶν καὶ κοινωφελῶν ἔργων δὲν ἔπαιρναν κανενὸς εἴδους ἀμοιβή. Τὸ πολύ-πολὺ νὰ καταβάλλονταν σ’ αὐτοὺς ἔξοδα ποὺ εἶχαν κάνει (π.χ. ταξιδιοῦ). Στὴν Ἀθηναϊκή Πολιτεία μάλιστα λειτουργοὶ κατ’ ἐξοχὴν ἦσαν οἱ ἰδιῶτες πολῖτες, ποὺ ἀνελάμβαναν μὲ δικά τους χρήματα τὴν κάλυψη δημοσίων δαπανῶν, ὅπως ἡ συντήρηση πολεμικῶν πλοίων, τὸ ἀνέβασμα θεατρικῶν ἔργων, ἡ ὀργάνωση ἀγώνων («τριηραρχία», «χορηγία» κ.λπ.). Ἀπὸ τὸ πρῶτο μέχρι τὸ τελευταῖο μέλος τῆς Πολιτείας κανεὶς δὲν ἀποζοῦϋσε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Πολιτεία. Τὸ Δημόσιο Ταμεῖο ὑπῆρχε γιὰ νὰ καλύπτῃ δαπάνες ἄσχετες πρὸς τὴ μισθοδοσία: ἀγορὰ ὑλικοῦ, ἐξοπλισμός, κατασκευὴ στόλου, παιδεία, κονδύλια καὶ δαπάνες (ὄχι μισθοί) γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ πολιτική. Δημόσιο ταμεῖο ποὺ μεταβάλλεται σὲ «κορβανά» (ἀπὸ τὴν ἐβραίικη λέξη korvan), δηλαδὴ σὲ χρηματοφυλάκιο τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τὸ ὅποιο ἀπομυζοῦν μηνιάτικα, μεροκάματα καὶ ἀποζημιώσεις οἱ πάσης κατηγορίας μισθοφόροι, ὑπῆρξεν ἔννοια ποὺ συνέλαβε τὸ ἑβραϊκὸ πνεῦμα, εἶναι θεσμὸς ἐντελῶς ξένος πρὸς τὴν ἑλληνικὴ πολιτικὴ ἀντίληψη.
Γιὰ ν’ ἀποφυγὴ τὸν ἀποκλεισμὸ ἀπὸ τὰ δημόσια λειτουργήματα τῶν ἀξίων καὶ ἱκανῶν πολιτῶν ποὺ δὲν εἶχαν περιουσία ἢ εἰσοδήματα -καὶ ἑπομένως οἱ ὑποχρεώσεις τους ἐκ τῆς ἀναλήψεως δημοσῖων καθηκόντων καὶ ἀποστολῶν θὰ τοὺς ἀφαιροῦσαν τὴ δυνατότητα νὰ ἀσκοῦν τὸ ἐπάγγελμά τους γιὰ νὰ ζήσουν-, ἡ ἑλληνικὴ πολιτικὴ σκέψη συνέλαβε τὴν ἰδέα τῆς ἄμεσης καλύψεως ἀπὸ τὴν Πολιτεία τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν τῶν πτωχῶν λειτουργῶν της. Ἡ ἰδέα αὐτὴ ὑλοποιήθηκε μὲ λαμπροὺς θεσμούς, ὅπως ἡ «ἐν πρυτανείῳ αἴτησις» τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας-ἐπὶ πρόσκαιρου ἢ μονίμου βάσεως (ἀείσιτοι)- δημοσίων ἄνδρων ποὺ προσφέρουν πολλὰ στὴν Πολιτεία, τὰ «συσσίτια» τῶν στρατιωτικῶν στὴ Σπάρτη, τὸ «Λήιον» τῆς Αἰτωλικῆς Συμπολιτείας κ.λπ.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε μία διπλὴ ἱστορικὴ παρατήρηση πολὺ μεγάλης πρακτικῆς καὶ πολιτικῆς σημασίας.
Οἱ θεσμοὶ τῶν ἀμίσθων λειτουργῶν, ἐν ὅσῳ ἴσχυαν, ὡδηγοῦσαν, ὅπως εἴπαμε, στὴν ραγδαία ἄνοδο τῶν πολιτικῶν ὀργανισμῶν ποὺ τοὺς ἐφάρμοζαν. Ἔτσι π.χ. τῆς περιόδου μεγίστης ἀκμῆς καὶ ἰσχῦος τῆς Ἀθηναϊκής Πολιτείας (χρυσοῦς «αἰών» τοῦ Περικλέους) προηγήθηκε ἡ περίοδος τῆς ἀνοδικῆς πορείας, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἀμισθία ὅλων τῶν λειτουργῶν ἦταν κανόνας χωρὶς ἐξαίρεση.
Ἡ «ἐκμίσθωση» τῶν λειτουργῶν ὕπηρξεν ἀπαρχὴ παρακμῆς καὶ καταπτώσεως. Ἔτσι, ἂφ’ ὅτου ὁ Περικλῆς καθιέρωσε τὴ χρηματικὴ ἀποζημίωση ἑνὸς ἡμερομισθίου, ἔστω μὲ τὸ ἀσήμαντο ποσὸ τοῦ ἑνὸς ὀβολοῦ (= ἑνὸς ἕκτου της δραχμῆς), γιὰ τοὺς δικαστὲς καὶ ὡρισμένους ἄλλους λειτουργούς, ἀρχίζει ἡ διαφθορά, ἡ ἀποσύνθεση καὶ ἡ κατιοῦσα πορεία τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ἧττα καὶ ἡ ὑποταγή.1
Ὁ Ἑλληνισμός, μεταξὺ τῶν ἄλλων, εἶχε καθιερώσει καὶ σὰν ἀρχὴ τῆς ἀμυντικῆς πρακτικῆ ς του τὴ συνολικὴ εὐθύνη γιὰ τὴν ἄμυνα. Ὅλα τὰ μέλη τοῦ συνόλου συμμετέχουν στὴν προετοιμασία καὶ τὴ διεξαγωγὴ τῆς ἄμυνας, ὑπεύθυνα καὶ ἐπὶ ἴσοις ὀροις (μὲ ἐξαίρεση τῶν ἀκαταλλήλων λόγω ἀντικειμενικῆς ἀδυναμίας, δηλαδὴ τῶν παιδιῶν, γερόντων, ἀσθενῶν καὶ γυναικῶν). Σ’ ὅλες τὶς πόλεις-κράτη τῆς προκλασικῆς, κλασικῆς καὶ μετακλασικῆς Ἑλλάδας ἡ ἰδιότητα τοῦ ἐλεύθερου πολίτη ταυτίζεται μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ στρατιώτη (ἡγήτορος ἢ ὁπλίτη). Οἱ ἱκανοὶ πολῖτες τῆς Σπάρτης συναποτελοϋσαν αὐτὸ τοῦτο τὸ σπαρτιατικὸ στράτευμα, ὅπως καὶ οἱ πολῖτες τῆς Ἀθηναϊκής Δημοκρατίας, τῶν Θηβῶν κ.λπ.
Δὲν ὑπῆρχε διάκριση μεταξὺ στρατιωτικοῦ καὶ ἰδιώτη, δὲν ὑπῆρχε λέξη ἰδιώτης μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια, ὅπως δὲν ὑπῆρχε καὶ λέξη στρατιωτικὸς μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια (τοῦ ἐπαγγελματία). Ὅλοι οἱ πολῖτες ἦσαν ὁπλῖτες καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὅλοι οἱ ὁπλῖτες ἦσαν πολίτες, δεδομένου ὅτι κανεὶς δὲν ἀποζοϋῦσεν ἀπὸ πόρους ποὺ ἐξασφάλιζε ἀπὸ τὸ «στρατιωτικὸ ἐπάγγελμα». Τὸ τελευταῖο τοῦτο εἰσήχθη στὸν ἑλληνικὸ χῶρο γιὰ πρώτη φορά ἀπό τη Ρώμη καὶ ἴσχυσε στὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, ποὺ καθιέρωσε τὸν θεσμὸ τοῦ ἐμμίσθου ἐπαγγελματικοῦ στρατοῦ, ἐφ’ ὅσον o θεσμὸς τοῦ πολίτη-στρατιωτικοῦ ἦταν ἀδύνατο, λόγω τῆς ἐθνικῆς ἀνομοιογένειας τῶν ὑπηκόων της, νὰ ἐφαρμοσθῇ.2
Ὅπως ἐπισημαίνεται, ἡ καθιέρωση ἀποζημιώσεων σὲ λειτουργούς της Ἀθηναϊκής Δημοκρατίας -στὶς ἄλλες πόλεις-κράτη τῆς κλασικῆς Ἑλλάδας ποτὲ δὲν καθιερώθηκε τέτοιος θεσμός- κατακρίθηκε μὲ μεγάλη δριμύτητα ἀπό τους ἱστορικούς, «μὲ τὸ ἐπιχείρημα πὼς ἦταν διαφθορὰ τοῦ λαοῦ».
«Στὴν Ἀθήνα δὲν ὑπῆρχαν δικαστὲς ἐξ ἐπαγγέλματος· κάθε πολίτης ἡλικίας ἄνω τῶν τριάντα ἐτῶν, ποὺ νὰ μὴ χρεώστη στὸ δημόσιο καὶ νὰ μὴν ἔχῃ στερηθῆ τῶν πολιτικῶν του δικαιωμάτων, μποροῦσε νὰ γίνῃ δικαστής, φθάνει νὰ εἶχε ἐγγραφῇ στὸν κατάλογο.4 Στὴν ἀρχὴν ἑκάστου ἔτους δηλαδή, ἀπὸ τοὺς εἴκοσι περίπου χιλιάδες Ἀθηναίους πολῖτες καταρτιζόταν διὰ κλήρου ἕνας πίνακας ἕξη χιλιάδων δικαστῶν, χωρὶς διάκριση τάξεως ἢ περιουσίας. Οἱ δικαστὲς αὐτοὶ κατανέμονταν σὲ δέκα δικαστήρια, τὸ κυριώτερο τῶν ὁποίων ἦταν ἡ Ἠλιαία. Πρὶν ἀπὸ κάθε συνεδρίαση κληρώνονταν τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ θὰ συνεδρίαζαν σὲ κάθε δικαστήριο· ὁ ἀριθμὸς τους ἐποίκιλλε ἀναλόγως τῆς σοβαρότητος τῆς ὑποθέσεως: διακόσιοι ἕνας, πεντακόσιοι ἕνας, χίλιοι ἕνας, κάποτε μάλιστα καὶ περισσότεροι.
»Οἱ δικαστὲς συνεδρίαζαν ἀμισθί. Ὁ Περικλῆς ἀργότερα ἔθεσπισε νὰ τοὺς δίδεται ὡς ἀμοιβή, ὑπὸ τύπον ἀποζημιώσεως, ἕνας ὀβολός κατὰ συνεδρίαν, ὁ δικαστικὸς, ἠλιαστικός μισθός. Ἡ καθιέρωση αὐτῆς τῆς πληρωμῆς τῶν δικαστῶν εἶχε δυὸ συνέπειες: »Πρῶτον, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ εὐκατάστατοι πολῖτες περιφρονοῦσαν ἢ παραμελοῦσαν λειτουργήματα μὲ τόσο γλίσχρες ἀμοιβές, ἐνῷ οἱ ἄνεργοι καὶ οἱ ὀκνηροὶ εὕρισκαν σ’ αὐτὰ ἕνα μέσον βιοπορισμοῦ. Πρὶν ἀπὸ κάθε συνεδρίαση συνωθοῦντο μπρὸς στὶς θύρες τῶν δικαστηρίων, μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ κληρωθοῦν καὶ θ’ ἀποκτήσουν τὸ πολύτιμο διάσημό του δικαστικοῦ ἀξιώματος.
»Δεύτερον, τὰ δικαστήρια περιέπεσαν ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν δημαγωγῶν, ἰδίως ἂφ’ ὅτου o Κλέων (τὸ 425 ἢ 424), γιὰ νὰ καταστῇ δημοφιλής, ὕψωσε τὸν δικαστικὸ μισθὸ σὲ τρεῖς ὀβολούς. Τὸ τριώβολο ἔθεσε στὰ χέρια τῶν φτωχῶν μία σημαντικὴ καὶ ἐπικίνδυνη ἐξουσία. Καθοδηγούμενοι ὄχι ἀπό τὴ φροντίδα τῆς ἀποδόσεως τῆς δικαιοσύνης, ἄλλα μόνον ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τους συμφέρον, καὶ προσπαθώντας νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ ζωὴ τοὺς ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ἀπὸ τὴν ἐνάσκηση τοῦ λειτουργήματος αὐτοῦ, τίποτα’ ἄλλο δὲν εἶχαν στὸν νοῦ τοὺς παρὰ πὼς θὰ εἶχαν συχνότερα τὴν εὐκαιρία νὰ δικάσουν. Τὶς διαθέσεις αὐτὲς ἐφρόντιζαν νὰ ὑποθάλπουν οἱ δημαγωγοί, πολλαπλασιάζοντας τὶς κατηγορίες καὶ τὶς δίκες ἐναντίον τῶν πολιτικῶν τοὺς ἀντιπάλων καὶ ἐκείνων τῶν ὁποίων ἐπωφθαλμιοῦσαν τὰ πλούτη. Ἔτσι ἐβασίλευσαν οἱ καταδότες κι οἱ συκοφάντες. »Ὁ πρωταίτιος τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἦταν o Κλέων. Φιλοχρήματος καὶ συκοφάντης ὅπως ἦταν, εἶχε σκορπίσει τὴ διχόνοια στὴν πόλη. Κολακεύοντας τὸν λαὸ γιὰ νὰ τὸν ἔχῃ εὐκολώτερα ὑποχείριόν του, εἶχε δημιουργήσει, μὲ τὴν καθιέρωση τοῦ τριωβόλου, μία ἀξιοθρήνητη νοοτροπία, καθιστώντας τοὺς δικαστὲς κακοὺς καὶ συμφεροντολόγους».5
Ἡ μετατροπὴ τῶν λειτουργῶν σὲ ἔμμισθους ὑπαλλήλους, ἀποζῶντες ἀπὸ τὸ λειτούργημα ποὺ ἀσκοῦν, προκαλεῖ μέσῳ μίας αὐτόματα λειτουργούσης ἐξελίξεως τὶς ἀκόλουθες συνέπειες:
Πρῶτον