Μόνιμη επωδός και διαχρονική θέση της ελλαδικής πολιτείας από το 1974 και ύστερα αποτελεί η άποψη πως η Κυπριακή Δημοκρατία έχει την πρωτοβουλία επίλυσης τουΚυπριακού και η Αθήνα συνδράμει από την θέση του συμμάχου. Ο ρόλος αυτός του διακρατικού συμμάχου έχει διπλή νομιμοποιητική βάση: Αφ’ενός της ανάδειξης και προάσπισης της κρατικής υπόστασης και της διεθνούς νομικής προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφ’ετέρου να ξορκίσει το ιστορικό προηγούμενο της πραξικοπηματικής επιβολής των Αθηνών στη Λευκωσία.
Πλείστοι πολιτικοί, διπλωμάτες και δημοσιολογούντες εκφράζουν, διαχρονικά, τη θέση ότι το Κυπριακό αποτελεί πρόσκομμα στην περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων με την Αθήνα να ξοδεύει πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο. Επικαλούνται κούραση από τη χρόνια ενασχόληση με το Κυπριακό. Φυσικά, η όποια υποστήριξη, διαχρονικά, της ελλαδικής πολιτείας στον Κυπριακό Ελληνισμό δεν ανέτρεψε τα δεδομένα της εισβολής κάτι το οποίο δεν διέλαθε της προσοχής φίλων, συμμάχων και αντιπάλων όταν καθορίζουν τη στάση τους απέναντι μας…
Παραδείγματα της ολοένα και πιο αποστασιοποιημένης προσέγγισης των Αθηνών αρκετά. Σχετικά πρόσφατα, η σύγκληση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδος –Τουρκίας, στην Αθήνα, στις αρχές του Δεκεμβρίου 2014 ενόσω το ερευνητικό σκάφος Barbaros παραβίαζε τις θαλάσσιες ζώνες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Αθήνα αντί να θέσει, ευθέως, την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Λευκωσίας ως θέμα αρχής, λειτούργησε ως έντιμος διαμεσολαβητής μεταξύ των δύο μερών, Λευκωσίας και Άγκυρας, μεταφέροντας προτάσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών… Η συμπεριφορά της ίσης απόστασης, στοιχείο απαλλαγής για τη συμπεριφορά της Άγκυρας, έθεσε επιπλέον πίεση στη Λευκωσία ώστε να συμβιβαστεί, στο μέλλον, με κάποια συμφωνία με την οποία θα αποδεχθεί, άμεσα ή έμμεσα, την συνδιαχείριση των φυσικών της πόρων. Αυτή η στάση των Αθηνών ανάγκασε τη Λευκωσία, απλώς, να αναμένει να λήξει η χρονική διάρκεια της τουρκικής NAVTEX και να ξεκινήσουν πάλι, οι υπονομευτικές για την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, διακοινοτικές συνομιλίες, βοηθούντος και της ψευδοεκλογής του «διαλλακτικού και φιλικού» Μ. Ακιντζί, χωρίς η Άγκυρα να καταβάλλει κόστος για το Barbaros.
Λεκτική αποτύπωση της παραπάνω νοοτροπίας αποτέλεσε η φράση του Α. Σαμαρά πως «Κατανοούμε την απόφαση του κ. Αναστασιάδη να διακόψει τις συνομιλίες μέχρι να λυθεί το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί» αναφερόμενος στην απόφαση της Λευκωσίας να διακοπούν οι διακοινοτικές συνομιλίες για όσο διάστημα δραστηριοποιούνταν το Barbaros. Η λέξη κατανοώ ( όχι στηρίζω ή συμφωνώ ) δείχνει, ίσως, επιείκεια για τη συμπεριφορά κάποιου ή απολογία εκ μέρους του ή και δυσκολία να καταλάβει κάποιος, αμέσως, μια κατάσταση. Δεν χρειάζονται ιδιαίτεροι συλλογισμοί, όμως, για να καταλάβει κανείς την αυτονόητη πράξη της Λευκωσίας να διακόψει τις διακοινοτικές συνομιλίες. Το δε… πρόβλημα, ήπια λέξη χωρίς να αναφέρεται η παραβατική συμπεριφορά της Άγκυρας, δεν ήταν άλλο από την υπονόμευση της υπόστασης ενός ανεξάρτητου κράτους…
Λίγο νωρίτερα, τέλη Ιουνίου του 2014, σε μια άλλη περίπτωση, ο Γενικός Γραμματέας του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Αναστάσιος Μητσιάλης, σε δηλώσεις του μετά από συνάντηση με τον Κύπριο Πρόεδρο, είχε δηλώσει πως «… πιστεύουμε ότι οι εμπειρίες, οι αποτυχίες του παρελθόντος, χωρίς φυσικά να επιρρίπτει κανείς ευθύνες στη μία ή στην άλλη πλευρά, πρέπει να οδηγήσουν όλους τη φορά αυτή, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, να μπορέσουν να βρουν τον κοινό παρονομαστή που θα επιτρέψει σε όλον τον Ελληνισμό και τουρκοκυπριακό λαό να ζήσουν μαζί στο μέλλον ». Ακολούθησε η ρηματική διακοίνωση του ελλαδικού Υπουργείου Εξωτερικών στη Λευκωσία αναφορικά με τις δηλώσεις της ευρωβουλευτού Ε. Θεοχάρους λίγες ημέρες αργότερα αλλά και η πρωτοφανής παρουσία αντιπροσωπείας του ψευδοκράτους στην Αθήνα, τέλη Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, κίνηση η οποία υπονόμευσε, στα μάτια τρίτων, την διαχρονική πολιτική των Αθηνών περί ανάδειξης της κυπριακής κυβέρνησης ως της μόνης, διεθνώς αναγνωρισμένης, αρχής της νήσου.
H Αθήνα εμφανίζεται ως άψογος και αμερόληπτος διαμεσολαβητής μεταξύ δύο ξένων μερών συμψηφίζοντας θύμα και θύτη. Αν όντως το διεθνές δίκαιο είναι το μόνο αποκούμπι στο Κυπριακό, όπως, διατείνουν Αθήνα και Λευκωσία, η μη επίρριψη ευθυνών στην κατοχική δύναμη ακυρώνει την επίκληση του.
Η προσέγγιση των Αθηνών στο Κυπριακό ως ένα ζήτημα εισβολής και κατοχής ενός ανεξάρτητου κράτους, και όχι ως ενός τμήματος του Ελληνισμού που αγωνίζεται για το δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης περιορίζει τα όρια ενασχόλησης της εκάστοτε ελλαδικής κυβέρνησης σε ουδέτερες, ανούσιες επικλήσεις του διεθνούς δικαίου σε ένδειξη διακρατικής αλληλεγγύης… Η αποστασιοποίηση αυτή ενέχει τον κίνδυνο υπονόμευσης του ψυχικού δεσμού μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας ώστε μην αναμένοντας βοήθεια από τους Ελλαδίτες, ο κυπριακός Ελληνισμός να δεχθεί, πιο εύκολα, λύσεις που φέρνουν πιο κοντά το ιστορικό του τέλος. Η προσέγγιση αυτή συνδυάζεται με την τακτική της Τουρκίας να κρατά όμηρο την Αθήνα σε μια ψεύτικη κατάσταση συνεργασίας, και να αμφισβητεί, παράλληλα, την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας διαφοροποιώντας την οπτική των Αθηνών από αυτήν της Λευκωσίας.
Κέρδος όχι βάρος
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, λόγω των συμβατικών υποχρεώσεων ως Εγγυήτριας Δύναμης απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία και πέραν της αυτονόητης συμπαράστασης στους ομοεθνείς Έλληνες της Κύπρου, η Αθήνα έχει το συμφέρον και το νομικό έρεισμα να συμμετέχει στις διεργασίες για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Αν. Μεσογείου. Μια Κύπρος υπό τουρκική ομηρεία μετατρέπεται από αρχαία κοιτίδα ομοεθνών Ελλήνων, στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας, σε εχθρικό έδαφος ευρισκόμενο στο νοτιανατολικό τμήμα των θαλασσίων συνόρων της Ελλάδος. Η επιθετική φύση της νεοοθωμανικής εξωτερικής πολιτικής του κ. Νταβούτογλου καταγράφεται, εναργώς, από τον ίδιο: «Η Τουρκία πρέπει να βλέπει το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε [ εισβολή του 1974]… όχι ως στοιχείο μιας αμυντικής κυπριακής πολιτικής που προσανατολίζεται στη φύλαξη του ισχύοντος καθεστώτος αλλά ως ένα από τα διπλωματικού χαρακτήρα βασικά στηρίγματα μιας επιθετικής στρατηγικής θάλασσας» στη θαλάσσια περιοχή που περικλείεται από τον άξονα Κασπία-Εύξεινος Πόντος-Στενά-Αιγαίο Πέλαγος-Αν. Μεσόγειος-Σουέζ-Περσικός Κόλπος.»[1] Η Τουρκία δεν αρκείται στα Κατεχόμενα αλλά αντίθετα απαιτεί τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου για άσκηση επιθετικής πολιτικής στην παραπάνω γεωγραφική περιοχή η δυτική απόληξη της οποίας είναι το Αιγαίο Πέλαγος άνευ του οποίου το ελλαδικό κράτος δεν είναι βιώσιμο…
Αν η παραπάνω παρατήρηση είναι σωστή τι έχουν πράξει Αθήνα και Λευκωσία, σε ποια ολοκληρωμένη στρατηγική έχουν καταλήξει ώστε να λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο τις τρέχουσες και μέλλουσες γεωπολιτικές συνθήκες, τα συμφέροντα τρίτων στην περιοχή, τους σχεδιασμούς της Άγκυρας; Είναι ενδεικτικό ότι την ώρα που η Τουρκία ξεδίπλωνε την στρατηγική της στην Αν. Μεσόγειο, στέλνοντας το Barbaros, η κυβέρνηση του κ. Σαμαρά πραγματοποιούσε κοινό υπουργικό συμβούλιο με την Άγκυρα, ωσάν η Ελλάδα να προσπαθεί να διαμορφώσει κοινή στρατηγική με την Τουρκία, όχι με την Κυπριακή Δημοκρατία…
Παράλληλα, το ζήτημα των εγγυήσεων επανέρχεται με την Αθήνα – ψάχνοντας, ίσως, αφορμή να τερματίσει την εμπλοκή της στο Κυπριακό – και το Λονδίνο να αποδέχονται την κατάργηση του καθεστώτος του 1960. Η ελλαδική ηγεσία δείχνει να θεωρεί τις εσωτερικές συνταγματικές πρόνοιες αποκλειστική ευθύνη της κυπριακής κυβέρνησης περιορίζοντας το ρόλο της στο ζήτημα των εγγυήσεων θέλοντας να αγνοήσει το γεγονός ότι οι εσωτερικές πτυχές ( δικαίωμα αρνησικυρίας ) μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην διεθνή συμπεριφορά του κυπριακού κράτους. Η κατάργηση των εγγυήσεων, άλλωστε, ταιριάζει αρμονικά με τις αντικαπιταλιστικές, αντιαποικιοκρατικές θεωρητικές διακηρύξεις του κυβερνητικού κόμματος προσθέτοντας αγωνιστικές δάφνες στο βιογραφικό του.
Οι πρόνοιες περί πολιτικής ισότητας των δύο μερών τα οποία θα είναι ισότιμου καθεστώτος, πρόνοιες οι οποίες περιέχονται τόσο στο Κοινό Ανακοινωθέν Χριστόφια-Ταλαάτ, της 23ης Μαΐου 2008 όσο και στην Κοινή Διακήρυξη Αναστασιάδη-Ακιντζί στις 12-2-2014 προσφέρουν πρακτικά, το δικαίωμα αρνησικυρίας στην Άγκυρα μέσω του αναβαθμισμένου σε τουρκοκυπριακή πολιτεία ψευδοκράτους. Εφ’ όσον Αθήνα και Λονδίνο είναι διατεθειμένοι να παραιτηθούν από τον ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων, η Άγκυρα δεν θα χρειάζεται εγγυήσεις και τις συναρμοδιότητες τρίτων για κάτι που θα ελέγχει η ίδια… Επιπλέον, με τη συμπερίληψη «συμφωνιών» Τουρκίας – ψευδοκράτους – μεταξύ των οποίων ελλιμενισμού πλοίων και στάθμευση αεροσκαφών και ελικοπτέρων – στη νέα συνταγματική δομή η στρατιωτική παρουσία της Άγκυρας βρίσκει τη νομική βάση στρατιωτικής παρουσίας που επιζητεί.
Καταληκτικά Σχόλια
Η τουρκική αναθεωρητική πολιτική εκδιπλώνεται από τη Θράκη ως την Κύπρο αποσκοπώντας να καταστήσει τον Ελληνισμό, όχι το ελλαδικό κράτος, υποτελή ακυρώνοντας τις θυσίες των απελευθερωτικών αγώνων από το 1821 μέχρι το 1955-1959. Το Κυπριακό δεν είναι «αλλότριο ζήτημα» ούτε «κουσούρι» όπως η κ. Λώρη Κέζα είχε γράψει, σε άρθρο της στο Βήμα, προ ετών.[2]
Παράλληλα, ένα κράτος ενισχύει κύρος και επιρροή, και δεν ξοδεύει, άσκοπα, πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο, όταν, ενεργά, υποστηρίζει ομοεθνείς του ριζωμένοι σε αρχαίες κοιτίδες, για χιλιάδες χρόνια.
Ο υπαρξιακός, πλέον, κίνδυνος για την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να αναγκάσει Αθήνα και Λευκωσία να κάνουν αυτοκριτική για νοοτροπίες δεκαετιών. Σε τι απέφεραν οι διακοινοτικές συνομιλίες; Κατά πόσο η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία αντιστοιχεί σε ευρωπαϊκή λύση με σεβασμό του κοινοτικού κεκτημένου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Επιβάλλεται εκπόνηση και εφαρμογή μακροχρόνιας υψηλής στρατηγικής επιβίωσης του Ελληνισμού που θα περιλαμβάνει την Αθήνα, τη Λευκωσία, τη Διασπορά με κινητοποίηση κάθε πιθανού παράγοντα που μπορεί να βοηθήσει. Οι συμμαχίες που μπορούν να σχηματιστούν με βάση τους φυσικούς πόρους στην Αν. Μεσόγειο και η αποτυχία των νεοοθωμανικών ονειρώξεων της Άγκυρας θέτουν τις βάσεις για μακροχρόνιο αγώνα, τελευταία άλλωστε παρακαταθήκη του Μακαρίου τον οποίο συνεχώς επικαλούνται οι υποστηρικτές της «λύσης»[3]… Απαιτείται ψύχραιμη και δραστήρια αναμονή, όπως έγραφε ο Δ. Δούντας.
Το Κυπριακό δεν πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά από τα άλλα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και, άμεσα, πρέπει να επανατοποθετηθεί η διαχείριση του σε πλαίσιο εθνικό, όχι διακρατικό. Οι υποχρεώσεις των Αθηνών δε περιορίζονται σε συμβατικές υποχρεώσεις εγγυήτριας δύναμης αλλά πάνε πολύ πιο βαθιά όπως μας έδειξαν ο Καρατζάς, ο Σώζος, ο Λιασίδης, ο Σερίφης, οι αδελφοί Γεωργιάδη, ο Γεροντής, ο Κωνσταντόπουλος, ο Νικολάου, ο Τσομάκης, οι 33 των δύο Νοράτλας και τόσοι άλλοι…
Οι Τούρκοι δεν κάνουν διάκριση μεταξύ Ελλαδιτών και Ελλήνων της Κύπρου. Γιατί κάνουμε εμείς;
[1] Αχμέτ Νταβούτογλου, Το Στρατηγικό Βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας, εκδ. Ποιότητα, Αθήνα, 2010, σσ.280-281
[2] Λώρη Κέζα, “Κύπρος, μια άλλη χώρα”, Το Βήμα, 13-11-2013, Ανακτήθηκε στις 20-12-2013, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=539215
[3] Συλλαλητήριο της 20ης Ιουλίου 1977 στη Λευκωσία. «Βλέπουμε» τόνιζε, μεταξύ άλλων, ο Μακάριος « … την ωμή πραγματικότητα και δεν την παραγνωρίζουμε. Ουδέποτε, όμως, θα την αναγνωρίσουμε και θα την νομιμοποιήσουμε με την υπογραφή μας.» Και «…αγώνας, αγώνας μακροχρόνιος είναι η εθνική ανάγκη και επιταγή για να βρούμε τη δικαίωση.»
του Ιωάννη Σ. Λάμπρου, Πολιτικού Επιστήμονος
Δημοσιεύεται παράλληλα με το ΙΝΣΠΟΛ στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία, τεύχος 293, Απρίλιος 2016.
http://www.antibaro.gr/article/15043
Πλείστοι πολιτικοί, διπλωμάτες και δημοσιολογούντες εκφράζουν, διαχρονικά, τη θέση ότι το Κυπριακό αποτελεί πρόσκομμα στην περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων με την Αθήνα να ξοδεύει πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο. Επικαλούνται κούραση από τη χρόνια ενασχόληση με το Κυπριακό. Φυσικά, η όποια υποστήριξη, διαχρονικά, της ελλαδικής πολιτείας στον Κυπριακό Ελληνισμό δεν ανέτρεψε τα δεδομένα της εισβολής κάτι το οποίο δεν διέλαθε της προσοχής φίλων, συμμάχων και αντιπάλων όταν καθορίζουν τη στάση τους απέναντι μας…
Παραδείγματα της ολοένα και πιο αποστασιοποιημένης προσέγγισης των Αθηνών αρκετά. Σχετικά πρόσφατα, η σύγκληση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδος –Τουρκίας, στην Αθήνα, στις αρχές του Δεκεμβρίου 2014 ενόσω το ερευνητικό σκάφος Barbaros παραβίαζε τις θαλάσσιες ζώνες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Αθήνα αντί να θέσει, ευθέως, την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Λευκωσίας ως θέμα αρχής, λειτούργησε ως έντιμος διαμεσολαβητής μεταξύ των δύο μερών, Λευκωσίας και Άγκυρας, μεταφέροντας προτάσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών… Η συμπεριφορά της ίσης απόστασης, στοιχείο απαλλαγής για τη συμπεριφορά της Άγκυρας, έθεσε επιπλέον πίεση στη Λευκωσία ώστε να συμβιβαστεί, στο μέλλον, με κάποια συμφωνία με την οποία θα αποδεχθεί, άμεσα ή έμμεσα, την συνδιαχείριση των φυσικών της πόρων. Αυτή η στάση των Αθηνών ανάγκασε τη Λευκωσία, απλώς, να αναμένει να λήξει η χρονική διάρκεια της τουρκικής NAVTEX και να ξεκινήσουν πάλι, οι υπονομευτικές για την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, διακοινοτικές συνομιλίες, βοηθούντος και της ψευδοεκλογής του «διαλλακτικού και φιλικού» Μ. Ακιντζί, χωρίς η Άγκυρα να καταβάλλει κόστος για το Barbaros.
Λεκτική αποτύπωση της παραπάνω νοοτροπίας αποτέλεσε η φράση του Α. Σαμαρά πως «Κατανοούμε την απόφαση του κ. Αναστασιάδη να διακόψει τις συνομιλίες μέχρι να λυθεί το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί» αναφερόμενος στην απόφαση της Λευκωσίας να διακοπούν οι διακοινοτικές συνομιλίες για όσο διάστημα δραστηριοποιούνταν το Barbaros. Η λέξη κατανοώ ( όχι στηρίζω ή συμφωνώ ) δείχνει, ίσως, επιείκεια για τη συμπεριφορά κάποιου ή απολογία εκ μέρους του ή και δυσκολία να καταλάβει κάποιος, αμέσως, μια κατάσταση. Δεν χρειάζονται ιδιαίτεροι συλλογισμοί, όμως, για να καταλάβει κανείς την αυτονόητη πράξη της Λευκωσίας να διακόψει τις διακοινοτικές συνομιλίες. Το δε… πρόβλημα, ήπια λέξη χωρίς να αναφέρεται η παραβατική συμπεριφορά της Άγκυρας, δεν ήταν άλλο από την υπονόμευση της υπόστασης ενός ανεξάρτητου κράτους…
Λίγο νωρίτερα, τέλη Ιουνίου του 2014, σε μια άλλη περίπτωση, ο Γενικός Γραμματέας του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Αναστάσιος Μητσιάλης, σε δηλώσεις του μετά από συνάντηση με τον Κύπριο Πρόεδρο, είχε δηλώσει πως «… πιστεύουμε ότι οι εμπειρίες, οι αποτυχίες του παρελθόντος, χωρίς φυσικά να επιρρίπτει κανείς ευθύνες στη μία ή στην άλλη πλευρά, πρέπει να οδηγήσουν όλους τη φορά αυτή, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, να μπορέσουν να βρουν τον κοινό παρονομαστή που θα επιτρέψει σε όλον τον Ελληνισμό και τουρκοκυπριακό λαό να ζήσουν μαζί στο μέλλον ». Ακολούθησε η ρηματική διακοίνωση του ελλαδικού Υπουργείου Εξωτερικών στη Λευκωσία αναφορικά με τις δηλώσεις της ευρωβουλευτού Ε. Θεοχάρους λίγες ημέρες αργότερα αλλά και η πρωτοφανής παρουσία αντιπροσωπείας του ψευδοκράτους στην Αθήνα, τέλη Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, κίνηση η οποία υπονόμευσε, στα μάτια τρίτων, την διαχρονική πολιτική των Αθηνών περί ανάδειξης της κυπριακής κυβέρνησης ως της μόνης, διεθνώς αναγνωρισμένης, αρχής της νήσου.
H Αθήνα εμφανίζεται ως άψογος και αμερόληπτος διαμεσολαβητής μεταξύ δύο ξένων μερών συμψηφίζοντας θύμα και θύτη. Αν όντως το διεθνές δίκαιο είναι το μόνο αποκούμπι στο Κυπριακό, όπως, διατείνουν Αθήνα και Λευκωσία, η μη επίρριψη ευθυνών στην κατοχική δύναμη ακυρώνει την επίκληση του.
Η προσέγγιση των Αθηνών στο Κυπριακό ως ένα ζήτημα εισβολής και κατοχής ενός ανεξάρτητου κράτους, και όχι ως ενός τμήματος του Ελληνισμού που αγωνίζεται για το δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης περιορίζει τα όρια ενασχόλησης της εκάστοτε ελλαδικής κυβέρνησης σε ουδέτερες, ανούσιες επικλήσεις του διεθνούς δικαίου σε ένδειξη διακρατικής αλληλεγγύης… Η αποστασιοποίηση αυτή ενέχει τον κίνδυνο υπονόμευσης του ψυχικού δεσμού μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας ώστε μην αναμένοντας βοήθεια από τους Ελλαδίτες, ο κυπριακός Ελληνισμός να δεχθεί, πιο εύκολα, λύσεις που φέρνουν πιο κοντά το ιστορικό του τέλος. Η προσέγγιση αυτή συνδυάζεται με την τακτική της Τουρκίας να κρατά όμηρο την Αθήνα σε μια ψεύτικη κατάσταση συνεργασίας, και να αμφισβητεί, παράλληλα, την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας διαφοροποιώντας την οπτική των Αθηνών από αυτήν της Λευκωσίας.
Κέρδος όχι βάρος
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, λόγω των συμβατικών υποχρεώσεων ως Εγγυήτριας Δύναμης απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία και πέραν της αυτονόητης συμπαράστασης στους ομοεθνείς Έλληνες της Κύπρου, η Αθήνα έχει το συμφέρον και το νομικό έρεισμα να συμμετέχει στις διεργασίες για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Αν. Μεσογείου. Μια Κύπρος υπό τουρκική ομηρεία μετατρέπεται από αρχαία κοιτίδα ομοεθνών Ελλήνων, στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας, σε εχθρικό έδαφος ευρισκόμενο στο νοτιανατολικό τμήμα των θαλασσίων συνόρων της Ελλάδος. Η επιθετική φύση της νεοοθωμανικής εξωτερικής πολιτικής του κ. Νταβούτογλου καταγράφεται, εναργώς, από τον ίδιο: «Η Τουρκία πρέπει να βλέπει το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε [ εισβολή του 1974]… όχι ως στοιχείο μιας αμυντικής κυπριακής πολιτικής που προσανατολίζεται στη φύλαξη του ισχύοντος καθεστώτος αλλά ως ένα από τα διπλωματικού χαρακτήρα βασικά στηρίγματα μιας επιθετικής στρατηγικής θάλασσας» στη θαλάσσια περιοχή που περικλείεται από τον άξονα Κασπία-Εύξεινος Πόντος-Στενά-Αιγαίο Πέλαγος-Αν. Μεσόγειος-Σουέζ-Περσικός Κόλπος.»[1] Η Τουρκία δεν αρκείται στα Κατεχόμενα αλλά αντίθετα απαιτεί τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου για άσκηση επιθετικής πολιτικής στην παραπάνω γεωγραφική περιοχή η δυτική απόληξη της οποίας είναι το Αιγαίο Πέλαγος άνευ του οποίου το ελλαδικό κράτος δεν είναι βιώσιμο…
Αν η παραπάνω παρατήρηση είναι σωστή τι έχουν πράξει Αθήνα και Λευκωσία, σε ποια ολοκληρωμένη στρατηγική έχουν καταλήξει ώστε να λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο τις τρέχουσες και μέλλουσες γεωπολιτικές συνθήκες, τα συμφέροντα τρίτων στην περιοχή, τους σχεδιασμούς της Άγκυρας; Είναι ενδεικτικό ότι την ώρα που η Τουρκία ξεδίπλωνε την στρατηγική της στην Αν. Μεσόγειο, στέλνοντας το Barbaros, η κυβέρνηση του κ. Σαμαρά πραγματοποιούσε κοινό υπουργικό συμβούλιο με την Άγκυρα, ωσάν η Ελλάδα να προσπαθεί να διαμορφώσει κοινή στρατηγική με την Τουρκία, όχι με την Κυπριακή Δημοκρατία…
Παράλληλα, το ζήτημα των εγγυήσεων επανέρχεται με την Αθήνα – ψάχνοντας, ίσως, αφορμή να τερματίσει την εμπλοκή της στο Κυπριακό – και το Λονδίνο να αποδέχονται την κατάργηση του καθεστώτος του 1960. Η ελλαδική ηγεσία δείχνει να θεωρεί τις εσωτερικές συνταγματικές πρόνοιες αποκλειστική ευθύνη της κυπριακής κυβέρνησης περιορίζοντας το ρόλο της στο ζήτημα των εγγυήσεων θέλοντας να αγνοήσει το γεγονός ότι οι εσωτερικές πτυχές ( δικαίωμα αρνησικυρίας ) μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην διεθνή συμπεριφορά του κυπριακού κράτους. Η κατάργηση των εγγυήσεων, άλλωστε, ταιριάζει αρμονικά με τις αντικαπιταλιστικές, αντιαποικιοκρατικές θεωρητικές διακηρύξεις του κυβερνητικού κόμματος προσθέτοντας αγωνιστικές δάφνες στο βιογραφικό του.
Οι πρόνοιες περί πολιτικής ισότητας των δύο μερών τα οποία θα είναι ισότιμου καθεστώτος, πρόνοιες οι οποίες περιέχονται τόσο στο Κοινό Ανακοινωθέν Χριστόφια-Ταλαάτ, της 23ης Μαΐου 2008 όσο και στην Κοινή Διακήρυξη Αναστασιάδη-Ακιντζί στις 12-2-2014 προσφέρουν πρακτικά, το δικαίωμα αρνησικυρίας στην Άγκυρα μέσω του αναβαθμισμένου σε τουρκοκυπριακή πολιτεία ψευδοκράτους. Εφ’ όσον Αθήνα και Λονδίνο είναι διατεθειμένοι να παραιτηθούν από τον ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων, η Άγκυρα δεν θα χρειάζεται εγγυήσεις και τις συναρμοδιότητες τρίτων για κάτι που θα ελέγχει η ίδια… Επιπλέον, με τη συμπερίληψη «συμφωνιών» Τουρκίας – ψευδοκράτους – μεταξύ των οποίων ελλιμενισμού πλοίων και στάθμευση αεροσκαφών και ελικοπτέρων – στη νέα συνταγματική δομή η στρατιωτική παρουσία της Άγκυρας βρίσκει τη νομική βάση στρατιωτικής παρουσίας που επιζητεί.
Καταληκτικά Σχόλια
Η τουρκική αναθεωρητική πολιτική εκδιπλώνεται από τη Θράκη ως την Κύπρο αποσκοπώντας να καταστήσει τον Ελληνισμό, όχι το ελλαδικό κράτος, υποτελή ακυρώνοντας τις θυσίες των απελευθερωτικών αγώνων από το 1821 μέχρι το 1955-1959. Το Κυπριακό δεν είναι «αλλότριο ζήτημα» ούτε «κουσούρι» όπως η κ. Λώρη Κέζα είχε γράψει, σε άρθρο της στο Βήμα, προ ετών.[2]
Παράλληλα, ένα κράτος ενισχύει κύρος και επιρροή, και δεν ξοδεύει, άσκοπα, πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο, όταν, ενεργά, υποστηρίζει ομοεθνείς του ριζωμένοι σε αρχαίες κοιτίδες, για χιλιάδες χρόνια.
Ο υπαρξιακός, πλέον, κίνδυνος για την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να αναγκάσει Αθήνα και Λευκωσία να κάνουν αυτοκριτική για νοοτροπίες δεκαετιών. Σε τι απέφεραν οι διακοινοτικές συνομιλίες; Κατά πόσο η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία αντιστοιχεί σε ευρωπαϊκή λύση με σεβασμό του κοινοτικού κεκτημένου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Επιβάλλεται εκπόνηση και εφαρμογή μακροχρόνιας υψηλής στρατηγικής επιβίωσης του Ελληνισμού που θα περιλαμβάνει την Αθήνα, τη Λευκωσία, τη Διασπορά με κινητοποίηση κάθε πιθανού παράγοντα που μπορεί να βοηθήσει. Οι συμμαχίες που μπορούν να σχηματιστούν με βάση τους φυσικούς πόρους στην Αν. Μεσόγειο και η αποτυχία των νεοοθωμανικών ονειρώξεων της Άγκυρας θέτουν τις βάσεις για μακροχρόνιο αγώνα, τελευταία άλλωστε παρακαταθήκη του Μακαρίου τον οποίο συνεχώς επικαλούνται οι υποστηρικτές της «λύσης»[3]… Απαιτείται ψύχραιμη και δραστήρια αναμονή, όπως έγραφε ο Δ. Δούντας.
Το Κυπριακό δεν πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά από τα άλλα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και, άμεσα, πρέπει να επανατοποθετηθεί η διαχείριση του σε πλαίσιο εθνικό, όχι διακρατικό. Οι υποχρεώσεις των Αθηνών δε περιορίζονται σε συμβατικές υποχρεώσεις εγγυήτριας δύναμης αλλά πάνε πολύ πιο βαθιά όπως μας έδειξαν ο Καρατζάς, ο Σώζος, ο Λιασίδης, ο Σερίφης, οι αδελφοί Γεωργιάδη, ο Γεροντής, ο Κωνσταντόπουλος, ο Νικολάου, ο Τσομάκης, οι 33 των δύο Νοράτλας και τόσοι άλλοι…
Οι Τούρκοι δεν κάνουν διάκριση μεταξύ Ελλαδιτών και Ελλήνων της Κύπρου. Γιατί κάνουμε εμείς;
[1] Αχμέτ Νταβούτογλου, Το Στρατηγικό Βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας, εκδ. Ποιότητα, Αθήνα, 2010, σσ.280-281
[2] Λώρη Κέζα, “Κύπρος, μια άλλη χώρα”, Το Βήμα, 13-11-2013, Ανακτήθηκε στις 20-12-2013, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=539215
[3] Συλλαλητήριο της 20ης Ιουλίου 1977 στη Λευκωσία. «Βλέπουμε» τόνιζε, μεταξύ άλλων, ο Μακάριος « … την ωμή πραγματικότητα και δεν την παραγνωρίζουμε. Ουδέποτε, όμως, θα την αναγνωρίσουμε και θα την νομιμοποιήσουμε με την υπογραφή μας.» Και «…αγώνας, αγώνας μακροχρόνιος είναι η εθνική ανάγκη και επιταγή για να βρούμε τη δικαίωση.»
του Ιωάννη Σ. Λάμπρου, Πολιτικού Επιστήμονος
Δημοσιεύεται παράλληλα με το ΙΝΣΠΟΛ στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία, τεύχος 293, Απρίλιος 2016.
(Το ΙΝΣΠΟΛ δεν έχει καμμιά άμεση ή έμμεση σχέση με ομάδες, blogs και πρόσωπα που χρησιμοποιούν παρόμοιες ονομασίες.)
http://www.antibaro.gr/article/15043
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου