Μπορεί η αρχαιότητα να μας κληρονόμησε το περίφημο «παν μέτρον άριστον» (υπάρχει ασφαλώς και το πιο σύγχρονο για εντολή που δόθηκε σε μεγάλης ηλικίας κυρία – βλ. γριά – και τι ακριβώς εκτέλεσε η ίδια…), όμως ο σύγχρονος Έλληνας δεν δίνει καμία απολύτως σημασία σε αυτό, όπως αποδεικνύεται στην πράξη, προτιμώντας την παραλλαγή του… «παν μέτρον άχρηστον».Του Μιχαήλ Βασιλείου
Στην Ελλάδα της πολυεπίπεδης κρίσης, αφού το «οικονομικής» έχει ξεπεραστεί, τουλάχιστον από την πρώτη στιγμή που άρχισε το προσφυγικό – μεταναστευτικό πρόβλημα να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, έχουμε πλέον βρεθεί στο σημείο όπου οι Έλληνες πολίτες βιώνουν την απόλυτη ανασφάλεια, το αντίθετο δηλαδή της ασφάλειας, έναν όρο που χρησιμοποιείται εδώ με την ευρεία του έννοια, που ξεφεύγει της απλής ερμηνείας του, αυτόν της «φυσικής ασφάλειας». Όχι ότι και αυτό είναι διασφαλισμένο…
Είναι να απορεί κανείς πως είναι δυνατό όλο αυτό το διάστημα, στις τηλεοράσεις να βλέπει ο Έλληνας πολίτης εικόνες όπου πρόσφυγες – μετανάστες λένε στις αρχές ασφαλείας κατάμουτρα «ΔΕΝ» και «ΟΧΙ», είτε αυτό αφορά την εκκένωση κάποιου σημείου, διότι έτσι αποφάσισαν οι αρχές του τόπου, είτε τη διάθεσή τους να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι δεν θα ανοίξουν τα βόρεια σύνορα.
Είμαστε στην ίδια χώρα όπου κάποιες αποκαλούμενες ως «μη κυβερνητικές οργανώσεις» ασχημονούν, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις αρχές του τόπου, αρνούμενες να συμμορφωθούν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά διεκδικούν εμπράκτως το «δικαίωμα» να στρέφονται με ενέργειές τους εναντίον της βούλησης της οργανωμένης -υποτίθεται- Πολιτείας.
Κι ενός κράτους μάλιστα το οποίο βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση και αγωνίζεται για να μην απολεσθεί ολοκληρωτικά ο έλεγχος. Βέβαια, το πώς είναι δυνατόν ένα οργανωμένο υποτίθεται ευρωπαϊκό κράτος να μην μπορεί να εντοπίσει και να εξουδετερώσει με όποιον τρόπο κρίνει πιο κατάλληλο (π.χ. φυλάκιση κι άλλες διώξεις) αυτή την πέμπτη φάλαγγα που δρα ανεξέλεγκτη και κανείς από τους κυβερνώντες δε δείχνει διατεθειμένος να το κάνει, θα έπρεπε να έχει προβληματίσει τους πολίτες.
Δυστυχώς, ακόμα και οι όποιοι σοβαροί άνθρωποι σε θύλακες της κυβερνητικής σύνθεσης, αλλά και της αρμόδιας γραφειοκρατίας του Δημοσίου συμπεριλαμβανομένης, δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται την ανάγκη ανάληψης δράσης, παρότι πολλοί δηλώνουν ότι… όλα τα περίμεναν και δεν αιφνιδιάστηκαν σε τίποτα. Όπως για παράδειγμα, το ξέσπασμα βίας ανάμεσα στις τάξεις των μεταναστών-προσφύγων.
Δυστυχώς, έχουμε ακόμα ένα παράδειγμα, όπου η ιδεοληψία, φορέας της οποίας είναι η σημερινή κυβερνητική παράταξη, δεν επιτρέπει ακόμα και στη δύσκολη αυτή τη στιγμή στους κυβερνώντες να σκεφτούν με καθαρό μυαλό, να κάνουν τις σωστές ιεραρχήσεις στόχων και να συνειδητοποιήσουν ότι η στάση που ακολουθούν θα έχει δύο επιπτώσεις.
Αφενός θα ενισχύσει τη γοητεία του μηνύματος παντός είδους ακραίων στοιχείων στο ελληνικό πολιτικό φάσμα, είτε επειδή οι εξ αριστερών διαπιστώνουν στην πράξη την ισχύ του «μπάτε σκύλοι αλέστε», είτε οι εκ δεξιών που απλώς κάθονται και παρακολουθούν, αναμένοντας από την ελληνική κοινωνία να καταφύγει σε αυτούς…
Αφετέρου δε, η στάση αυτή των φιλοξενουμένων μας θα κλιμακωθεί, διότι οι διεθνολογικά και στρατηγικά αγράμματοι του ΣΥΡΙΖΑ (οι εξαιρέσεις σαφώς υπάρχουν, αλλά δυστυχώς απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα), αρνούνται να δούνε τον παραλληλισμό με τα ιστορικά διδάγματα της στρατηγικής του «κατευνασμού» (appeasement), μια στρατηγική η οποία στην περίπτωση των προσφύγων – μεταναστών, απλώς εκτρέφει την πεποίθηση που τους έχει δημιουργηθεί ότι τα σύνορα θα ανοίξουν, με τη βοήθεια των διεθνιστών ανθελλήνων και μισελλήνων, κάποιων ενδεχομένως και διαβρωμένων από ξένες μυστικές υπηρεσίες ΜΚΟ (…) που με τη στάση τους, αλλά και την τήρηση κανόνων συνωμοτικότητας, αποδεικνύουν μέρα με την ημέρα την «αγαθοεργό» ατζέντα που υλοποιούν.
Κι αυτό επειδή οι εκλεγμένοι αρνούνται να προστατεύσουν τους πολίτες από φαινόμενα εκτροπής και αποδέχονται οποιονδήποτε παραλογισμό διατυπωθεί με διάφορες δικαιολογίες (οι μανάδες, τα παιδάκια, οι ταλαιπωρημένοι κ.λπ.), οι οποίες όσο και να αποτυπώνουν την αλήθεια και το δράμα αυτών των ανθρώπων, σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνουν την υποχρέωσή τους να τηρούν στοιχειωδώς τους κανόνες του κράτους που τους φιλοξενεί, κάτι το οποίο θα πρέπει να είναι η απόλυτη προϋπόθεση παραμονής σε αυτό. Και σε όποιον αρέσει.
Για τον κυβερνητικό (συν)εταίρο που έχει προ πολλού ξεχάσει τις διακηρύξεις για τα θέματα αυτά προ της διαπίστωσης της γλυκιάς γεύσεως της «καρέκλας» και έχει εξελιχθεί σε συνώνυμο της φαιδρότητας, δεν έχει καν νόημα να αναφερθούμε. Δείχνει πάντως τελευταία να λειτουργεί ως το τέλειο άλλοθι του Αλέξη Τσίπρα στην υιοθέτηση στοιχειωδών μέτρων που όμως θεωρούνται ανάθεμα από τους επικίνδυνους ανεγκέφαλους των «συνιστωσών» του ΣΥΡΙΖΑϊκού συνονθυλεύματος και τον σκληρό κομματικό πυρήνα.
Η κυβέρνηση του τόπου οφείλει να βάλει όρια στη συμπεριφορά όσων φιλοξενούνται στο ελληνικό έδαφος. Τουλάχιστον οφείλει να σεβαστεί τα στελέχη της Αστυνομίας, του Λιμενικού και όποιων άλλων αρχών εμπλέκονται και αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση απαράδεκτες και αντικοινωνικές συμπεριφορές, με τις εντολές που φέρονται να έχουν – οι ίδιοι τα λένε – είναι απλά «μην ασκείτε βία».
Όμορφο είναι αυτό και ασφαλώς το δέον γενέσθαι. Τι γίνεται όμως όταν η κατάσταση εκτρέπεται; Τι γίνεται όταν διαπιστώνεις στην πράξη -διότι το ήξερες- ότι μεγάλο μέρος της πληθυσμιακής αυτής ομάδας είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να ασκήσει και βία, επικαλούμενη την «ιερή της αγανάκτηση»; Επιτέλους, πρέπει να μπουν όρια και μάλιστα σαφέστατα, εάν δεν θέλουν να χάσουν εντελώς τον έλεγχο της κατάστασης.
Διότι καλές είναι οι διεθνείς «επαφές υψηλού επιπέδου» για την επίλυση της κρίσης, όμως πέραν της αναποτελεσματικότητας που έχει αποδειχθεί στην πράξη -για πλειάδα λόγων- κινδυνεύεις να θεωρηθείς – εάν δεν έχεις ήδη – ως αναξιόπιστος συνομιλητής, αφού στα θέματα ασφαλείας, η υπερβολή στη θεωρία και η ανικανότητα λήψης αποτελεσματικών μέτρων, επηρεάζει αποφασιστικά και αυτό το «ανώτατο επίπεδο».
Την ίδια στιγμή που βιώνουν συνθήκες απόλυτης ανασφάλειας οι πολίτες, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα αδίστακτο κράτος στο επίπεδο της οικονομικής ασφάλειας, ένα κράτος το οποίο με τη δικαιολογία της οικονομικής κρίσης, έχει εξαπολύσει μια άνευ προηγουμένου φοροεπιδρομή. Δικαιολογία, αφού η ουσία είναι η απροθυμία τους να συρρικνώσουν το Δημόσιο όπου έχουν βολέψει όλοι διακομματικά την εκλογική τους πελατεία.
Οι κυβερνώντες δεν αντιλαμβάνονται, ότι πολύ σύντομα μεγάλος αριθμός Ελλήνων θα βρεθεί ίσως και σε πιο δραματική θέση από τους πρόσφυγες – μετανάστες, οι οποίοι έχουν τουλάχιστον κάποιον να τους ταΐσει, με όλα τα προβλήματα… Στην πιο κρίσιμη στιγμή, το πολιτικό προσωπικό δεν έχει αποδειχθεί κατώτερο των περιστάσεων που συνηθίζουμε να λέμε. Απέδειξε ότι είναι άχρηστο.
Πηγή Defence-Point
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Στην Ελλάδα της πολυεπίπεδης κρίσης, αφού το «οικονομικής» έχει ξεπεραστεί, τουλάχιστον από την πρώτη στιγμή που άρχισε το προσφυγικό – μεταναστευτικό πρόβλημα να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, έχουμε πλέον βρεθεί στο σημείο όπου οι Έλληνες πολίτες βιώνουν την απόλυτη ανασφάλεια, το αντίθετο δηλαδή της ασφάλειας, έναν όρο που χρησιμοποιείται εδώ με την ευρεία του έννοια, που ξεφεύγει της απλής ερμηνείας του, αυτόν της «φυσικής ασφάλειας». Όχι ότι και αυτό είναι διασφαλισμένο…
Είναι να απορεί κανείς πως είναι δυνατό όλο αυτό το διάστημα, στις τηλεοράσεις να βλέπει ο Έλληνας πολίτης εικόνες όπου πρόσφυγες – μετανάστες λένε στις αρχές ασφαλείας κατάμουτρα «ΔΕΝ» και «ΟΧΙ», είτε αυτό αφορά την εκκένωση κάποιου σημείου, διότι έτσι αποφάσισαν οι αρχές του τόπου, είτε τη διάθεσή τους να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι δεν θα ανοίξουν τα βόρεια σύνορα.
Είμαστε στην ίδια χώρα όπου κάποιες αποκαλούμενες ως «μη κυβερνητικές οργανώσεις» ασχημονούν, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τις αρχές του τόπου, αρνούμενες να συμμορφωθούν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά διεκδικούν εμπράκτως το «δικαίωμα» να στρέφονται με ενέργειές τους εναντίον της βούλησης της οργανωμένης -υποτίθεται- Πολιτείας.
Κι ενός κράτους μάλιστα το οποίο βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση και αγωνίζεται για να μην απολεσθεί ολοκληρωτικά ο έλεγχος. Βέβαια, το πώς είναι δυνατόν ένα οργανωμένο υποτίθεται ευρωπαϊκό κράτος να μην μπορεί να εντοπίσει και να εξουδετερώσει με όποιον τρόπο κρίνει πιο κατάλληλο (π.χ. φυλάκιση κι άλλες διώξεις) αυτή την πέμπτη φάλαγγα που δρα ανεξέλεγκτη και κανείς από τους κυβερνώντες δε δείχνει διατεθειμένος να το κάνει, θα έπρεπε να έχει προβληματίσει τους πολίτες.
Δυστυχώς, ακόμα και οι όποιοι σοβαροί άνθρωποι σε θύλακες της κυβερνητικής σύνθεσης, αλλά και της αρμόδιας γραφειοκρατίας του Δημοσίου συμπεριλαμβανομένης, δεν δείχνουν να αντιλαμβάνονται την ανάγκη ανάληψης δράσης, παρότι πολλοί δηλώνουν ότι… όλα τα περίμεναν και δεν αιφνιδιάστηκαν σε τίποτα. Όπως για παράδειγμα, το ξέσπασμα βίας ανάμεσα στις τάξεις των μεταναστών-προσφύγων.
Δυστυχώς, έχουμε ακόμα ένα παράδειγμα, όπου η ιδεοληψία, φορέας της οποίας είναι η σημερινή κυβερνητική παράταξη, δεν επιτρέπει ακόμα και στη δύσκολη αυτή τη στιγμή στους κυβερνώντες να σκεφτούν με καθαρό μυαλό, να κάνουν τις σωστές ιεραρχήσεις στόχων και να συνειδητοποιήσουν ότι η στάση που ακολουθούν θα έχει δύο επιπτώσεις.
Αφενός θα ενισχύσει τη γοητεία του μηνύματος παντός είδους ακραίων στοιχείων στο ελληνικό πολιτικό φάσμα, είτε επειδή οι εξ αριστερών διαπιστώνουν στην πράξη την ισχύ του «μπάτε σκύλοι αλέστε», είτε οι εκ δεξιών που απλώς κάθονται και παρακολουθούν, αναμένοντας από την ελληνική κοινωνία να καταφύγει σε αυτούς…
Αφετέρου δε, η στάση αυτή των φιλοξενουμένων μας θα κλιμακωθεί, διότι οι διεθνολογικά και στρατηγικά αγράμματοι του ΣΥΡΙΖΑ (οι εξαιρέσεις σαφώς υπάρχουν, αλλά δυστυχώς απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα), αρνούνται να δούνε τον παραλληλισμό με τα ιστορικά διδάγματα της στρατηγικής του «κατευνασμού» (appeasement), μια στρατηγική η οποία στην περίπτωση των προσφύγων – μεταναστών, απλώς εκτρέφει την πεποίθηση που τους έχει δημιουργηθεί ότι τα σύνορα θα ανοίξουν, με τη βοήθεια των διεθνιστών ανθελλήνων και μισελλήνων, κάποιων ενδεχομένως και διαβρωμένων από ξένες μυστικές υπηρεσίες ΜΚΟ (…) που με τη στάση τους, αλλά και την τήρηση κανόνων συνωμοτικότητας, αποδεικνύουν μέρα με την ημέρα την «αγαθοεργό» ατζέντα που υλοποιούν.
Κι αυτό επειδή οι εκλεγμένοι αρνούνται να προστατεύσουν τους πολίτες από φαινόμενα εκτροπής και αποδέχονται οποιονδήποτε παραλογισμό διατυπωθεί με διάφορες δικαιολογίες (οι μανάδες, τα παιδάκια, οι ταλαιπωρημένοι κ.λπ.), οι οποίες όσο και να αποτυπώνουν την αλήθεια και το δράμα αυτών των ανθρώπων, σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνουν την υποχρέωσή τους να τηρούν στοιχειωδώς τους κανόνες του κράτους που τους φιλοξενεί, κάτι το οποίο θα πρέπει να είναι η απόλυτη προϋπόθεση παραμονής σε αυτό. Και σε όποιον αρέσει.
Για τον κυβερνητικό (συν)εταίρο που έχει προ πολλού ξεχάσει τις διακηρύξεις για τα θέματα αυτά προ της διαπίστωσης της γλυκιάς γεύσεως της «καρέκλας» και έχει εξελιχθεί σε συνώνυμο της φαιδρότητας, δεν έχει καν νόημα να αναφερθούμε. Δείχνει πάντως τελευταία να λειτουργεί ως το τέλειο άλλοθι του Αλέξη Τσίπρα στην υιοθέτηση στοιχειωδών μέτρων που όμως θεωρούνται ανάθεμα από τους επικίνδυνους ανεγκέφαλους των «συνιστωσών» του ΣΥΡΙΖΑϊκού συνονθυλεύματος και τον σκληρό κομματικό πυρήνα.
Η κυβέρνηση του τόπου οφείλει να βάλει όρια στη συμπεριφορά όσων φιλοξενούνται στο ελληνικό έδαφος. Τουλάχιστον οφείλει να σεβαστεί τα στελέχη της Αστυνομίας, του Λιμενικού και όποιων άλλων αρχών εμπλέκονται και αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση απαράδεκτες και αντικοινωνικές συμπεριφορές, με τις εντολές που φέρονται να έχουν – οι ίδιοι τα λένε – είναι απλά «μην ασκείτε βία».
Όμορφο είναι αυτό και ασφαλώς το δέον γενέσθαι. Τι γίνεται όμως όταν η κατάσταση εκτρέπεται; Τι γίνεται όταν διαπιστώνεις στην πράξη -διότι το ήξερες- ότι μεγάλο μέρος της πληθυσμιακής αυτής ομάδας είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να ασκήσει και βία, επικαλούμενη την «ιερή της αγανάκτηση»; Επιτέλους, πρέπει να μπουν όρια και μάλιστα σαφέστατα, εάν δεν θέλουν να χάσουν εντελώς τον έλεγχο της κατάστασης.
Διότι καλές είναι οι διεθνείς «επαφές υψηλού επιπέδου» για την επίλυση της κρίσης, όμως πέραν της αναποτελεσματικότητας που έχει αποδειχθεί στην πράξη -για πλειάδα λόγων- κινδυνεύεις να θεωρηθείς – εάν δεν έχεις ήδη – ως αναξιόπιστος συνομιλητής, αφού στα θέματα ασφαλείας, η υπερβολή στη θεωρία και η ανικανότητα λήψης αποτελεσματικών μέτρων, επηρεάζει αποφασιστικά και αυτό το «ανώτατο επίπεδο».
Την ίδια στιγμή που βιώνουν συνθήκες απόλυτης ανασφάλειας οι πολίτες, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα αδίστακτο κράτος στο επίπεδο της οικονομικής ασφάλειας, ένα κράτος το οποίο με τη δικαιολογία της οικονομικής κρίσης, έχει εξαπολύσει μια άνευ προηγουμένου φοροεπιδρομή. Δικαιολογία, αφού η ουσία είναι η απροθυμία τους να συρρικνώσουν το Δημόσιο όπου έχουν βολέψει όλοι διακομματικά την εκλογική τους πελατεία.
Οι κυβερνώντες δεν αντιλαμβάνονται, ότι πολύ σύντομα μεγάλος αριθμός Ελλήνων θα βρεθεί ίσως και σε πιο δραματική θέση από τους πρόσφυγες – μετανάστες, οι οποίοι έχουν τουλάχιστον κάποιον να τους ταΐσει, με όλα τα προβλήματα… Στην πιο κρίσιμη στιγμή, το πολιτικό προσωπικό δεν έχει αποδειχθεί κατώτερο των περιστάσεων που συνηθίζουμε να λέμε. Απέδειξε ότι είναι άχρηστο.
Πηγή Defence-Point
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου