Του Νίκου Ελευθερόγλου
Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί για τη... μύγα που τσίμπησε τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος αποφάσισε εν μια νυκτί να ανοίξει θέμα αμφισβήτησης (και ενδεχομένως κατάργησης) της Συνθήκης της Λωζάννης, με την οποία μπήκε τέλος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αφού επί της ουσίας αποτέλεσε τη βάση του νέου τουρκικού κράτους.
Η πρώτη ερμηνεία που δόθηκε ήταν ότι, στο πλαίσιο της ισλαμοποίησης που χτίζει τα τελευταία χρόνια, ήθελε να πετύχει ένα καίριο πλήγμα στους κεμαλιστές στο ηθικό κομμάτι, κατηγορώντας τους εμμέσως σαν «μειοδότες». Από την άλλη, όμως, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει, εάν τα πράγματα δυσκολέψουν, το να επιχειρήσει ο «σουλτάνος» της Αγκυρας να κάνει... εξαγωγή της κρίσης στον κοντινό γείτονά του, δηλαδή την Ελλάδα.
Από τη μεριά της, η ελληνική κυβέρνηση -όπως φάνηκε και από την πρώτη επίσημη αντίδρασή της- φαίνεται ότι επιλέγει τον δρόμο της ψύχραιμης αντιμετώπισης των τουρκικών προκλήσεων, επαναλαμβάνοντας ότι η όποια προσπάθεια να ανακινηθεί θέμα Συνθήκης Λωζάννης θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν έχει ήδη ανάψει πορτοκαλής συναγερμός τόσο στο υπουργείο Εξωτερικών όσο και στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Δεν είναι τυχαίο ότι το ελληνικό ΥΠΕΞ, αμέσως μόλις έγιναν γνωστές σχετικές φιλοτουρκικές δηλώσεις του εκπροσώπου του γερμανικού ΥΠΕΞ, έσπευσε να διαμαρτυρηθεί έντονα υποχρεώνοντας το Βερολίνο σε ανασκευή. Παράλληλα, με εντολή Κοτζιά οι πρέσβεις μας σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. (και όχι μόνο) θα έχουν υλικό στα χέρια τους, ώστε να ενημερώσουν τους συναδέλφους τους για το τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης.
Τι ακριβώς προβλέφθηκε ρητά και κατηγορηματικά (μετά από επτάμιση μήνες διαβουλεύσεων) στις 24 Ιουλίου του 1923
Η Συνθήκη της Λωζάννης υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου του 1923, έπειτα από επτάμιση μήνες διαβουλεύσεων και ενώ είχαν προηγηθεί οι τραγικές για τον Ελληνισμό εξελίξεις στη Μικρά Ασία. Με τη συμφωνία η Τουρκία πήρε την Ανατολική Θράκη, την Ιμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και τη Διεθνοποιημένη Ζώνη των Στενών, η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης.
Την ίδια ώρα, η συνθήκη παραχωρούσε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης.
Το άρθρο 15
Οπως αναφέρει συγκεκριμένα το άρθρο 15: «Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμούμενων νήσων, τουτέστιν των Αστυπάλαιας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσου, Τήλου, Νισύρου, Kαλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψών, Σύμης και Κω, των κατεχόμενων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτομένων ως και της νήσου Καστελορίζου». Το άρθρο 16 αναφέρει ρητά: «Η Τουρκία δηλοί ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη αιτινα κείνται πέραν των προβλεπόμενων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων». Η Τουρκία υποχρεώθηκε επίσης να αποχωρήσει από την Αίγυπτο και το Σουδάν.
Η Ελλάδα, από τη μεριά της, υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ιμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Ελληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε για πρώτη φορά στην Ιστορία η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη ήρθαν στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι ελληνικής καταγωγής (άλλοι κάνουν λόγο για περίπου 2.000.000), χριστιανικού θρησκεύματος, και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Ελληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 2β της Συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ό,τι η εθνικότητα.
Και Αρμένιοι
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιλαμβάνονταν επίσης οι Ελληνες του Πόντου, ενώ μαζί με τους Ελληνες πέρασε το Αιγαίο και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Ελληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκιποννήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι εκεί πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της Ιμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Βεβαίως, αυτούς τους πληθυσμούς που παρέμειναν οι Τούρκοι φρόντισαν γρήγορα να τους εξοντώσουν ή να τους αναγκάσουν σε φυγή, αρπάζοντας τις περιουσίες τους και παραβιάζοντας κατάφωρα τις προβλέψεις της Συνθήκης.
Τι αναφέρει για την Κύπρο
Ακόμη δύο άρθρα της Συνθήκης στην παρούσα φάση αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα, μια και αναφέρονται στην Κύπρο. Το άρθρο 20 λέει: «Η Τουρκία δηλοί ότι αναγνωρίζει την προσάρτησιν της Κύπρου ανακηρυχθείσαν υπό της Βρεττανικής Κυβερνήσεως την 5ην Νοεμβρίου 1914». Το άρθρο 21 είναι ακόμη πιο συγκεκριμένο: «Οι Τούρκοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπρω κατά την 5ην Νοεμβρίου 1914, θα αποκτήσωσιν, εφ' οις όροις προβλέπει ο εγχώριος νόμος, την βρεττανικήν ιθαγένειαν, αποβάλλοντες ως εκ τούτου την τουρκικήν». Φυσικά όλες αυτές τις προβλέψεις η Τουρκία τις έχει παραβιάσει κατ' επανάληψη.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΕΦ.ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου